Κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων των φορολογούμενων ο οποίοι καθυστερούν άνω των 30 ημερών να εξοφλήσουν ή να ρυθμίσουν τις οφειλές τους προς την εφορία, προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος κατ’ εκτίμηση από τις φορολογικές αρχές, καθώς και εκλογίκευση προστίμων για τη μη καταβολή δηλώσεων, προβλέπει, μεταξύ άλλων, ο Κώδικας Φορολογικών Διαδικασιών, που κατατέθηκε σήμερα στη Βουλή.
Στον Κώδικα, που έχει ως στόχο τον εκσυγχρονισμό των διαδικασιών και των μεθόδων είσπραξης των εσόδων του δημοσίου και την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, προβλέπονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
– Σε περίπτωση μη καταβολής εντός 30 ημερών, από την παραλαβή της ατομικής ειδοποίησης της εφορίας, του φόρου, οι φορολογικές αρχές μπορούν προχωρήσουν στη λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του φορολογούμενου. Πρόκειται για μέτρα, όπως κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων, κατασχέσεις εις χείρας τρίτων κ.ά.
– Σε περιπτώσεις που υπάρχουν πληροφορίες ή υπόνοιες, ότι ο φορολογούμενος θα προβεί σε μεταβίβαση περιουσιακών του στοιχείων ή προβαίνει σε προπαρασκευαστικές ενέργειες για να εγκαταλείψει τη χώρα, ή σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια που θέτει σε κίνδυνο την είσπραξη του φόρου, η Φορολογική Διοίκηση μπορεί να λαμβάνει επίσης μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης, ακόμη και πριν τη νόμιμη ημερομηνία καταβολής της οφειλής.
– Αν ο φορολογούμενος μεταβιβάσει περιουσιακά στοιχεία του για να αποφύγει τη λήψη μέτρων αναγκαστικής είσπραξης, οι φορολογικές αρχές μπορούν να ασκούν αγωγή καταδολίευσης για τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου.
– Τα πρόσωπα που είναι διευθυντές, διαχειριστές, διευθύνοντες σύμβουλοι, εντεταλμένοι στη διοίκηση και εκκαθαριστές των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων κατά το χρόνο της διάλυσης ή συγχώνευσής τους, ευθύνονται προσωπικά και αλληλέγγυα για την πληρωμή του φόρου, που οφείλεται από αυτά τα νομικά πρόσωπα, καθώς και του φόρου που παρακρατείται, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους.
– Αν κατά τον χρόνο διάλυσης νομικού προσώπου δεν έχουν εξοφληθεί όλες οι φορολογικές υποχρεώσεις του, περιλαμβανομένων των παρακρατούμενων και επιρριπτομένων φόρων, οι μέτοχοι ή εταίροι, με ποσοστό συμμετοχής τουλάχιστον 5%, ευθύνονται για την καταβολή του οφειλόμενου φόρου, μέχρι του ποσού των αναληφθέντων κερδών ή απολήψεων σε μετρητά ή σε είδος, λόγω της ιδιότητας του μετόχου ή εταίρου κατά τα τρία τελευταία έτη.
– Το δημόσιο υποχρεούται να επιστρέψει φόρους που αχρεωστήτως καταβλήθηκαν από τον φορολογούμενο εντός 90 ημερών.
– Πρόστιμα επιβάλλονται στις ακόλουθες περιπτώσεις παραβάσεων:
Οταν ο φορολογούμενος:
α) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει εκπρόθεσμα δήλωση πληροφοριακού χαρακτήρα ή φορολογική δήλωση από την οποία δεν προκύπτει φορολογική υποχρέωση καταβολής φόρου,
β) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει εκπρόθεσμα φορολογική δήλωση,
γ) δεν υποβάλλει ή υποβάλει εκπρόθεσμα δήλωση παρακράτησης φόρου,
δ) δεν ανταποκριθεί σε αίτημα της Φορολογικής Διοίκησης για παροχή πληροφοριών ή στοιχείων,
ε) δεν συνεργαστεί στη διάρκεια φορολογικού ελέγχου,
στ) δεν γνωστοποιήσει στη Φορολογική Διοίκηση το διορισμό του φορολογικού εκπροσώπου του,
ζ) δεν προβαίνει σε εγγραφή στο φορολογικό μητρώο,
η) δεν συμμορφώνεται με κάθε υποχρέωση σχετική με την τήρηση βιβλίων και την έκδοση στοιχείων, όπως ορίζονται στο ‘Αρθρο 13 του Κώδικα.
Τα πρόστιμα αυτά είναι τα ακόλουθα:
α) εκατό ευρώ, σε περίπτωση μη υποβολής ή εκπρόθεσμης υποβολής
β) ισόποσο ποσό με το φόρο εισοδήματος, σε περίπτωση μη υποβολής δήλωσης.
δ) χίλια ευρώ για κάθε άλλη παράβαση, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης βιβλίων και στοιχείων με βάση απλοποιημένα λογιστικά πρότυπα και
ε) 2.500 ευρώ για κάθε άλλη παράβαση, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης βιβλίων και στοιχείων με βάση πλήρη λογιστικά πρότυπα.
Σε περίπτωση υποτροπής στην ίδια παράβαση εντός πέντε ετών, το πρόστιμο ανέρχεται στο διπλάσιο του αρχικού προστίμου. Σε περίπτωση δεύτερης υποτροπής εντός πέντε ετών, το πρόστιμο ανέρχεται στο τετραπλάσιο του αρχικού προστίμου.
– αν η παράβαση αφορά σε μη έκδοση ή σε ανακριβή έκδοση παραστατικού στοιχείου και η αποκρυβείσα αξία είναι μεγαλύτερη των πέντε χιλιάδων ευρώ, επιβάλλεται πρόστιμο για κάθε παράβαση ίσο με το (40%) της αξίας της συναλλαγής ή του μέρους αυτής που αποκρύφτηκε.
– Σε περίπτωση έκδοσης πλαστών φορολογικών στοιχείων επιβάλλεται πρόστιμο για κάθε παράβαση ίσο με το 100% της αξίας του στοιχείου.
-Σε περίπτωση έκδοσης εικονικών φορολογικών στοιχείων ή λήψης εικονικών στοιχείων επιβάλλεται πρόστιμο για κάθε παράβαση ίσο με το 50% της αξίας του στοιχείου.
– Στο ΦΠΑ, όταν μετά από έλεγχο αποδειχθεί ότι ο υποκείμενος στο φόρο, ως λήπτης εικονικού φορολογικού στοιχείου ή στοιχείου το οποίο νόθευσε αυτός ή άλλοι για λογαριασμό του, διενήργησε έκπτωση φόρου εισροών ή έλαβε επιστροφή φόρου, σύμφωνα με τις διατάξεις περί Φ.Π.Α., ή ως εκδότης δεν απέδωσε φόρο, με βάση πλαστά, εικονικά ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία, επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το 50% του φόρου που εξέπεσε ή που επιστράφηκε ή δεν απέδωσε,
– Αν οποιοδήποτε ποσό φόρου δεν καταβληθεί το αργότερο εντός 2 μηνών από την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας καταβολής, επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με 10% του φόρου που δεν καταβλήθηκε εμπρόθεσμα. Αν το ποσό του φόρου καταβληθεί μετά την πάροδο ενός έτους από την εκπνοή της νόμιμης προθεσμίας καταβολής το παραπάνω πρόστιμο ανέρχεται σε 20% του φόρου. Αν το ποσό του φόρου καταβληθεί μετά την πάροδο δύο ετών από την εκπνοή της νόμιμης προθεσμίας καταβολής το πρόστιμο ανέρχεται σε 30% του φόρου.
– Αν το ποσό του φόρου που προκύπτει με βάση φορολογική δήλωση υπολείπεται του ποσού του φόρου που προκύπτει με βάση το διορθωτικό προσδιορισμό φόρου που πραγματοποιήθηκε από τη Φορολογική Διοίκηση, ο φορολογούμενος υπόκειται σε πρόστιμο επί της διαφοράς ως εξής:
* δέκα τοις εκατό του ποσού της διαφοράς, εάν το ποσό ανέρχεται σε ποσοστό 5% έως 20% τοις εκατό του φόρου που προκύπτει με βάση τη φορολογική δήλωση,
* τριάντα τοις εκατό του ποσού της διαφοράς, αν το εν λόγω ποσό υπερβαίνει σε ποσοστό το 20% του φόρου που προκύπτει βάσει της φορολογικής δήλωσης,
* εκατό τοις εκατό του ποσού της διαφοράς, αν το εν λόγω ποσό υπερβαίνει σε ποσοστό το 50% του φόρου που προκύπτει με βάση τη φορολογική δήλωση .
– Στον υπόχρεο απόδοσης παρακρατηθέντος φόρου, ο οποίος, δεν απέδωσε το φόρο αυτό εντός της νόμιμης προθεσμίας προς πληρωμή, επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το ποσό του φόρου που δεν αποδόθηκε.
– Η Φορολογική Διοίκηση δύναται να προβαίνει σε εκτιμώμενο, διορθωτικό ή προληπτικό προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος με την εφαρμογή μεθόδων που λαμβάνουν υπόψη τη ρευστότητα του φορολογούμενου, το ύψος των τραπεζικών του καταθέσεων, τον κύκλο εργασιών, των δαπανών του σε μετρητά κά
– Ο φορολογούμενος μπορεί να προσφύγει στη δικαιοσύνη με προϋπόθεση την καταβολή του 50% της βεβαιωμένης οφειλής.
– Ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων δικαιούται να ζητά πληροφορίες ή έγγραφα από λοιπά τρίτα πρόσωπα, όπως ιδίως από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, τα επιμελητήρια, τους συμβολαιογράφους τους υποθηκοφύλακες, τους προϊσταμένους των κτηματολογικών γραφείων, τους οικονομικούς ή κοινωνικούς ή επαγγελματικούς φορείς ή οργανώσεις, για τον καθορισμό της φορολογικής υποχρέωσης των φορολογούμενων και να λαμβάνει απάντηση εντός 10 ημερών.
– Ο θυγατρικές αλλοδαπών επιχειρήσεων στην Ελλάδα υποχρεούται να τηρούν Φάκελο Τεκμηρίωσης, για τις συναλλαγές τους με το κεντρικό ή με τα συνδεδεμένα πρόσωπα του κεντρικού τους στην αλλοδαπή, καθώς και τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες για τις παραπάνω συναλλαγές τους με μόνιμες εγκαταστάσεις που διατηρούν στην αλλοδαπή.
– Ο Γενικός Γραμματέας εσόδων μπορεί να δίνει εντολή για επιτόπιο έλεγχο στις εγκαταστάσεις των φορολογούμενων χωρίς προηγουμενη ειδοποίηση, εφόσον υπάρχουν υπόνοιες για φοροδιαφυγή. Διευκρινίζεται πάντως ότι η είσοδος στην κατοικία του φορολογούμενου επιτρέπεται μόνο με εντολή του αρμόδιου Εισαγγελέα.
– Ο ελεγκτής δύναται να κατάσχει βιβλία και στοιχεία και οποιαδήποτε άλλα ανεπίσημα βιβλία, έγγραφα, αρχεία ή στοιχεία, εφόσον το θεωρήσει αναγκαίο για τον έλεγχο.
-Σε περιπτώσεις που ο φορολογούμενος δεν υποβάλει φορολογική δήλωση, η Φορολογική Διοίκηση δύναται να εκδώσει πράξη εκτιμώμενου προσδιορισμού φόρου ορίζοντας τη φορολογητέα ύλη, με βάση κάθε στοιχείο και πληροφορία που έχει στη διάθεσή της.
– Η Φορολογική Διοίκηση μπορεί να εκδίδει πράξη προληπτικού προσδιορισμού φόρου μετά την έναρξη της φορολογικής περιόδου αλλά πριν την ημερομηνία υποβολής της αντίστοιχης φορολογικής δήλωσης, προκειμένου να διασφαλίσει την άμεση είσπραξη του φόρου, εφόσον υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις, ότι ο φορολογούμενος σκοπεύει να εγκαταλείψει τη χώρα, θέτοντας σε κίνδυνο την είσπραξη του φόρου, ιδίως μέσω της μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων σε άλλο πρόσωπο.
– Σε περίπτωση διαπίστωσης προσαύξησης περιουσίας του φορολογούμενου που θα πρέπει να δικαιολογηθεί η πηγή προέλευσής της καθώς και ότι έχει φορολογηθεί στο παρελθόν για να απαλλαγεί από τη φορολογία.
ΗΜΕΡΗΣΙΑ