Από την προηγούμενη μέρα κιόλας, γίνονται οι ετοιμασίες για τη γιορτή της Πεντηκοστή. Θα γιορτάσουνε «παρέα» με τις ψυχές των δικών τους ανθρώπων, στο κοιμητήριο του χωριού. Πιστεύουν πως οι αγαπημένοι τους που έφυγαν από την ημέρα του Πάσχα ως την Πεντηκοστή, είναι στον επάνω κόσμο και τριγυρνούν μαζί τους. Ετοιμάζουν πίτες και γλυκά, τα βάζουν σε μία κανέστρα, και ανηφορίζουν προς στο νεκροταφείο μετά τη Θεία Λειτουργία. Εκεί ο παπάς περνάει από τα μνήματα όλων των νεκρών, ένα-ένα και ρίχνει τρισάγιο. Μετά αρχίζουν να μοιράζουν τις πίτες και τα γλυκά.
Καθισμένοι όλοι δίπλα στα μνήματα, τρώνε και πίνουν παρέα με τους νεκρούς. Δίνουν και σ’ αυτούς να φάνε και να πιούνε, αφήνοντας πίτες, γλυκά και ποτά στο μνήμα. Το χαρακτηριστικό, που είναι και συγκινητικό, είναι ότι σε κάθε μνήμα για τον άνθρωπό τους αφήνουν ότι του άρεσε να τρώει πιο πολύ, όταν ζούσε, ότι έπινε και για όσους καπνίζανε αφήνανε και ένα τσιγάρο, και πάντα τη μάρκα του.
Τρώνε, πίνουν, τραγουδούν, λες και είναι όλοι εκεί, παρόντες και απόντες.
«Πιέτι λίγου, να πιεί κι’ ου μακαρίτς, τουν άριζει του τσίπουρου, του μακαρίτ’»
Πιστεύουν πως είναι η τελευταία μέρα που οι ψυχές είναι πάνω στη γη και πως την άλλη μέρα θα κρυφτούν στους τάφους.
Τι στέκεστε γειτόνισσες και δεν μοιρολογάτε;
Όλες καημούδια έχετε κι όλες καρδιά καμένη.
Ποια ’χασέ μικρό παιδί, έχασέ το γλέντημα της,
Ποια ’χασέ τρανό παιδί, έχασε το ψωμί της,
Ποια ’χασέ τον άνδρα της, έχασε και την τιμή της.
Φίλοι μ’ καλώς ορίσατε, φίλοι και συγγενείς μου.
Για φάτε πιέτε φίλοι, μου χαρείτε να χαρούμε,
τούτον τον χρόνο τον καλό, τον άλλο ποιος το ξέρει,
για ζούμε, για πεθαίνουμε, για σ’ άλλο τόπο πάμε.
*Ο Μάκης Κουτσονίκος είναι πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Αγίου Κοσμά “Ο ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ”