Το ερώτημα που τίθεται είναι ποιος μιμείται ποιόν

Το Χόλιγουντ και η κρατική κατασκοπεία

Το σκάνδαλο που αποκάλυψε ο πρώην εργαζόμενος της CIA, Εντουαρντ Σνόουντεν εγείρει ξανά το ερώτημα: το αμερικανικό σινεμά μιμείται τη ζωή των πρακτόρων ή το αντίθετο; Και πόσο ακριβείς είναι αυτές οι ταινίες που η υπόθεσή τους σχετιζεται με την κρατική κατασκοπεία;

«Αυτή η λαϊκή καχυποψία πως η κυβέρνηση μας παρακολουθεί σε κάθε μας κίνηση, είναι κάτι που προέκυψε αμέσως μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ και μετά τις αποκαλύψεις του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ», λεει ο Μάικλ Μπερούμπε, διευθυντής του Ινστιτούτου Τεχνών κι Ανθρωπιστικών Επιστημών του αμερικανικού πανεπιστημίου Πεν Στέιτ. Γιατί, αν μη τι άλλο, το Χόλιγουντ έχει αποδείξει πολλάκις πως σε αυτές τις ιστορίες -συνωμοσίας ή όχι- βρίσκει τη «μαγιά» για πολλά από τα σενάρια που κοσμούν τα ετήσια «μπλοκμπάστερ» του.

«Κάπως έτσι, προκύπτουν δυο κατηγορίες ταινιών: αυτές όπου η κυβέρνηση παρουσιάζεται σαν μια σκοτεινή δύναμη που παρακολουθεί τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και την επικοινωνία των πολιτών της και εκείνες, στη δεύτερη κατηγορία, όπου ένας μεμονωμένος εγκληματίας διαπράττει έγκλημα κατασκοπείας και η εκάστοτε κυβέρνηση είναι επιφορτισμένη με το καθήκον να τον σταματήσει», σημειώνει ο Βίνσεντ Κασαρέγκολα, διευθυντης Κινηματογραφικών Σπουδών στο πανεπιστήμιο του Σεν Λούις των ΗΠΑ.

Πολύ γνωστές ταινίες εχουν ως θέμα τους έναν δυστοπικό κόσμο όπου ο «Μεγάλος Αδελφός» (όποιος κι αν είναι αυτός) κατασκοπεύει κάθε κίνηση των ανυποψίαστων πολιτών του. Στην ταινία «Hackers» του 1995 με την Αντζελίνα Τζολί, δυο νεαροί χάκερ προσπαθούν να εισβάλλουν στις βάσεις δεδομένων της κυβέρνησης, εις το όνομα της «ελευθερίας της διακίνησης των πληροφοριών στο διαδίκτυο». Στο φιλμ «Οι Αθόρυβοι» (1992), με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, μια ομάδα από επαγγελματίες διαρρήκτες που πληρώνονται για να διορθώνουν προβλήματα ασφαλείας σε μεγάλες επιχειρήσεις  αποκτούν μία συσκευή που εκτελεί κάποιους ειδικούς αλγόριθμους με τους οποίους μπορεί κάποιος να «μπει» σε οποιοδήποτε κυβερνητική υπηρεσία ή τράπεζα. «Υπάρχουν φυσικά και πιο δυστοπικά εργα, όπως το «Gattaca» και το «Minority Report», με τους πρωταγωνιστές παγιδευμένους σ’ έναν εφιάλτη όπου η κυβέρνηση ξέρει τα πάντα γι’ αυτους», επισημαίνει ο Κασαρέγκολα.

Υπάρχουν φυσικά και οι ταινίες αυτές που υποστηρίζουν το δικαίωμα του ελέγχου των επικοινωνιών, με στόχο την πάταξη ενός εγκλήματος ή μιας πράξης που απαγορεύεται ρητώς κ απαραρεγκλίτως. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ταινία «Κώδικας 46» (2003) του βρετανού σκηνοθέτη Μάικλ Γουιντερμπότομ. Ο κεντρικός ήρωας, ένας επιθεωρητής της αστυνομίας του μέλλοντος, ο Γουίλιαμ, θα ταξιδέψει μέχρι τη Σανγκάη για να ερευνήσει την υπόθεση μιας εταιρίας που φτιάχνει πλαστά διαβατήρια. Εκεί παρακολουθεί μία ύποπτη νεαρή γυναίκα, τη Μαρία, που είναι μπλεγμένη στο εν λόγω κύκλωμα, την οποία όμως ερωτεύεται, αγνοώντας και παραβιάζοντας ο ίδιος τον «Κώδικα 46». Ο συγκεκριμένος κανόνας έχει επιβληθεί από την κυβέρνηση προκειμένου στο μέλλον να μην έχουν ερωτικές σχέσεις δυο άνθρωποι που είναι συγγενείς, ώστε να αποφευχθεί η αιμομιξία -στο τέλος, αποδεικνύεται πως, από ένα περίεργο παιχνίδι του σεναρίου, η Μαρία είναι μητέρα του Γουίλιαμ.

Στη περίπτωση του Σνόουντεν πάντως, μάλλον η ζωή αντιγράφει το σινεμά. Ο 29χρονος πρώην υπάλληλος της CIA θυμίζει αρκετά τον ήρωα του Κόλιν Φάρελ στην ταινία «Η Δοκιμασία» (2003): ένας νεαρός που θέλει να μπει στη CIA, αποτυγχάνει στις δύσκολες εξετάσεις. Αντί να γίνει ενεργός πράκτορας, οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες του δίνουν μια δουλειά γραφείου με θέμα το αντικείμενο στο οποίο ξεχωρίζει: τα κομπιούτερ και το χάκινγκ.

ΤΟ ΒΗΜΑ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.