Η αναταραχή στην γείτονα Τουρκία πρέπει να μας φέρει σε εγρήγορση. Πολλές ερμηνείες μπορούν να δοθούν για τα συμβαίνοντα. Βέβαια υπάρχει η εμπαθής και συνάμα αφελής άποψη ότι όταν δοκιμάζεται ο εχθρός, πρέπει να γεμίζουμε από ικανοποίηση. Ευτυχώς δεν σκέπτονται πολλοί Έλληνες κατ’ αυτόν τον τρόπο. Καθώς είναι ενωρίς ακόμη να εξαγάγουμε ασφαλή συμπεράσματα για τη διαμάχη, ας επιχειρήσουμε κάποια προσέγγιση με βάση τα δεδομένα στη διεθνή σκηνή.
Η Τουρκία μετά τον Β΄ μεγάλο πόλεμο, κατά τον οποίο δεν μάτωσε διόλου, εντάχθηκε στη δυτική συμμαχία (ΝΑΤΟ) και αποτέλεσε κύριο μοχλό για την άσκηση της πολιτικής των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, αλλά και πέρα από αυτή μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Το κεμαλικό καθεστώς με την κυριαρχία του τόσο στο στράτευμα όσο και στις μυστικές υπηρεσίες της χώρας φάνταζε ακλόνητο.
Ο τουρκικός λαός, με ζωντανή την ισλαμική συνείδηση στη μεγάλη του πλειοψηφία φαινόταν να είχε υποταχθεί άνευ όρων στη δύναμη του κοσμικού καθεστώτος και να μην έχει διάθεση να αντιδράσει. Το μόνο ζήτημα που ταλάνιζε το καθεστώς ήταν η έξαρση του κουρδικού εθνισμού και η οργάνωση από τους Κούρδους αντάρτικου, για την απόκτηση εθνικών δικαιωμάτων. Με παλινωδίες μεταξύ «δημοκρατικών» κυβερνήσεων μιας οικονομικής ελίτ, η οποία σε σύμπραξη με το στρατιωτικό κατεστημένο «αξιοποιούσε» προς όφελός της τη μεγάλη οικονομική βοήθεια, την οποία προσέφεραν οι ΗΠΑ στον πλέον χρήσιμο εταίρο τους, και σε στρατιωτικές δικτατορίες, οι οποίες επιβάλλονταν για λόγους, που εμείς δεν μπορούσε να κατανοήσουμε, η Τουρκία διήνυσε μισό περίπου αιώνα. Και τότε αρχίζουν να απειλούν το ακλόνητο κεμαλικό κατεστημένο οι ισλαμιστές. Η στήριξη μεγάλης μερίδας των πολιτών προς τους ισλαμιστές έδειξε πως οι κεμαλικοί δεν είχαν και πολλές συμπάθειες μεταξύ του απλού λαού.
Η κίνηση του κατεστημένου να θέσει εκτός νόμου το πρώτο ισλαμικό κόμμα υπό τον Ερμπακάν έδειξε τον πανικό, από τον οποίο κατελήφθη. Η δεύτερη όμως προσπάθεια, υπό τον Ερντογάν, εστέφθη από επιτυχία, αφού όχι μόνο ανήλθαν στην εξουσία οι ισλαμιστές, αλλά τη διατηρούν έχοντας κάνει εκκαθαρίσεις στο στράτευμα.
Στη χώρα μας, την υποτελή και χωρίς εξωτερική πολιτική, αρκετοί «δημοκράτες» και «προοδευτικοί» είχαν επιβάλει την άποψη ότι το κεμαλικό καθεστώς ήταν προτιμητέο, καθώς οι ισλαμιστές είναι φανατικοί και ονειρεύονται την επανασύσταση της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το εντυπωσιακό όμως είναι ότι σήμερα θορυβούνται υπέρμετρα κάποιοι του πατριωτικού χώρου, οι οποίοι παρακολουθούν τις κινήσεις του υπουργού εξωτερικών της Τουρκίας, ο οποίος έφθασε να διακηρύξει ότι η οθωμανική αυτοκρατορία υπήρξε ο κληρονόμος της ρωμαίηκης (βυζαντινής)!
Ας εξετάσουμε με νηφαλιότητα τα πράγματα. Η υπερίσχυση των ισλαμιστών έγινε εν αγνοία των ΗΠΑ και του Ισραήλ και παρά τη θέληση αυτών; Ο Ερντογάν, ο οποίος κατ’ επανάληψη προκάλεσε τις ΗΠΑ και, κυρίως, το Ισραήλ είναι ένας ηγέτης ισχυρός και αποφασισμένος να συγκρουστεί με τους όντως ισχυρούς και ικανός να τους αντιμετωπίσει; Κάποιες από τις ενέργειές του θα μπορούσαν να μας πείσουν να απαντήσουμε καταφατικά. Η αίτηση προσφάτως συγγνώμης εκ μέρους του Ισραήλ προς την Τουρκία φαίνεται να την ισχυροποιεί. Καλό όμως είναι να μην οδηγούμαστε σε βιαστικά συμπεράσματα. Ας προχωρήσουμε στην ανάλυσή μας.
Η Τουρκία αναμφισβήτητα αποτελεί περιφερειακή δύναμη, αλλά υπό έλεγχο. Μπορεί να μας επιβάλλει τον θαυμασμό λόγω της εξωτερικής της πολιτικής, την οποία η χώρα μας ποτέ δεν απέκτησε, πλην όμως αυτό δεν σημαίνει ότι είναι ισχυρή παρά τη θέληση των πραγματικά ισχυρών. Η τουρκική κοινωνία διαχωρίζεται από χαώδη ρήγματα, τα οποία είναι δύσκολο να γεφυρωθούν. Χωρίς αμφιβολία η μεγάλη πλειοψηφία του λαού είναι μουσουλμάνοι, αυτό όμως δεν αποτελεί εγγύηση συνοχής. Μουσουλμάνοι είναι τόσο οι Κούρδοι, όσο και οι «αιρετικοί» Αλεβίδες, δηλαδή σημαντικό μέρος του εξισλαμισμένου χριστιανικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας, οι οποίοι δυσανασχετούν έντονα για τη στάση της Τουρκίας έναντι της Συρίας. Ο άθλιος ρόλος της Τουρκίας στην επιχείρηση ανατροπής του καθεστώτος Άσαντ σε συνεργασία με τους σουνίτες Άραβες, τους Ταλιμπάν, τη CIA, τη Μοσάντ και την ΕΕ μαρτυρεί ότι ο Ερντογάν συνεργάζεται με τους ισχυρούς, οι οποίοι είναι αθλιότεροι αυτού. Ασφαλώς προσδοκά ο Ερντογάν οφέλη για τη χώρα του, πλην όμως και οι ισχυροί δεν θα στηρίζονταν τόσο πολύ σε κάποιον, που δεν τους ενέπνεε εμπιστοσύνη. Είχα διαβάσει προ καιρού ενδιαφέρουσα ανάλυση, σύμφωνα με την οποία ΗΠΑ και Ισραήλ στοχεύουν να πλήξουν το Ιράν προκαλώντας ενδοϊσλαμική σύραξη σουνιτών – σιιτών και έχοντας ως αιχμή του δόρατος την ισλαμική Τουρκία. Πώς όμως θα μπορούσαν να το επιτύχουν αυτό, αν παρέμεινε στην εξουσία το λαϊκό κεμαλικό καθεστώς ή εάν επανήρχετο;
Η πρόσφατη αναταραχή στην Κωνσταντινούπολη κυρίως αλλά και σε άλλες τουρκικές πόλεις φαίνεται να έγινε για «ασήμαντη» αφορμή. Αντέδρασαν κάποιοι στην πρόθεση της ισλαμικής κυβέρνησης να αφανίσει χώρο αναψυχής προκειμένου να ανεγείρει εμπορικό κέντρο. Σε τί η πολιτική αυτή της «αξιοποίησης» διαφέρει από την άλλη των κεμαλιστών αστών; Ίσως να έδωσαν αφορμή για την αντίδραση και κάποιοι νόμοι σχετικοί με τη διακίνηση οινοπνεύματος και τις ερωτικές εκδηλώσεις δημοσίως. Τελικά οι αντιδρώντες είναι νοσταλγοί του κεμαλικού καθεστώτος ή κάποιοι με χαλαρές έως ανύπαρκτες σχέσεις προς το Ισλάμ, που ονειρεύονται τον πλήρη εκδυτικισμό της χώρας; Δικαιολογείται, από την άλλη, η αγριότητα των επιθέσεων της αστυνομίας, που είχε ως αποτέλεσμα νεκρούς και τραυματίες; Μήπως οι κεμαλικοί του στρατού επιχείρησαν να επωφεληθούν από ασήμαντη αφορμή για να πάρουν εκδίκηση για τη διαπόμπευσή τους λόγω του σκανδάλου «Εργκενέκον»; Επιμένουμε πάντως ότι δεν συμφέρει στους ισχυρούς αυτή τη στιγμή η αποδυνάμωση της ισχύος του Ερντογάν, αφού ο πονοκέφαλος του ιρανικού καθεστώτος παραμένει αμείωτος σε ένταση και ο Άσαντ ανθίσταται, παρά την ανεπαρκή στήριξη εκ μέρους της Ρωσίας. Αν τελικά ο Άσαντ ανατραπεί, τότε οδεύουμε στην τελική ευθεία για την σύγκρουση της Δύσης, περιλαμβανομένης και της Τουρκίας, με το Ιράν. Μετά όμως από αυτή η Τουρκία θα χάσει την αξία της. Μήπως τότε θα θεωρήσουν οι ισχυροί κατάλληλη τη στιγμή να τακτοποιήσουν το επί αιώνα εκκρεμές κουρδικό ζήτημα σε βάρος ασφαλώς της Τουρκίας; Αυτό που τρέμουν οι γείτονες, στη χώρα μας οι κυβερνήσεις και ο ελεγχόμενος τύπος όχι μόνο δεν προβάλλουν, αλλά για λόγους εσωτερικής δικαιολόγησης του ενδοτισμού συγκαλύπτουν, ώστε να σχηματίζει ο λαός ψευδή εικόνα πανίσχυρης Τουρκίας. Στο μέλλον η Τουρκία θα χρησιμοποιείται από τους ισχυρούς μόνο ως μπαμπούλας κατά της χώρας μας, αν ποτέ αυτή αποκτήσει αξιοπρέπεια. Εν όψει της νομής των υδρογονανθράκων της λεκάνης της Ανατολικής Μεσογείου είναι αδιανόητο στους άπληστους πλουτοκράτες της Δύσης να είναι σημαντικά από αυτά πηγή πλούτου Ελλήνων (Ελλάδος και Κύπρου). Το πόσο αφελείς στάσεις υπήρξαν η επικρότηση της προσέγγισης Ελλάδος και Κύπρου προς το Ισραήλ και η ανακούφιση ότι αυτή θα θέσει τέρμα στις τουρκικές προκλήσεις είναι πλέον πασιφανές. Το Ισραήλ δεν ζήτησε συγγνώμη από την Τουρκία, επειδή έχει την ανάγκη της, αλλά επειδή η συγγνώμη είναι επωφελής για την πολιτική του. Όπως ο σιωνισμός διέλυσε την οθωμανική αυτοκρατορία και αφάνισε τον μικρασιατικό ελληνισμό μετά τη λήξη του Α΄ μεγάλου πολέμου, δεν θα διστάσει να τεμαχίσει και τη σύγχρονη Τουρκία, η οποία, καλό είναι να τονίζεται, δεν αποτελεί τον μεγαλύτερο εχθρό μας.
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»