«Τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις καισίου 137 εντοπίσαμε στο βόρειο τμήμα του Νομού Τρικάλων και στο νότιο τμήμα του Νομού Γρεβενών»
Ποσότητες του ραδιενεργού καισίου 137 εντόπισαν επιστήμονες σε περιοχές της Βορειοδυτικής Ελλάδας, γεγονός που αποδεικνύει ότι, 26 χρόνια μετά, το Τσερνόμπιλ εξακολουθεί να στοιχειώνει μεγάλες εκτάσεις εδαφών της χώρας.
Η έρευνα των ελλήνων ειδικών από τα Πανεπιστήμια της Αθήνας και των Ιωαννίνων παρουσιάστηκε χθες στο Πανελλήνιο Συμπόσιο Πυρηνικής Φυσικής που πραγματοποιείται στο Τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Αυτό που προκαλεί έκπληξη στους ειδικούς είναι ότι το καίσιο 137, το οποίο αποτελεί ένα ανθρωπογενές στοιχείο – κατάλοιπο πυρηνικής έκρηξης – έμεινε στις ίδιες περιοχές της Ελλάδας στις οποίες έπεσε πριν από 26 χρόνια. Το καίσιο 137 είναι κατεξοχήν ραδιενεργό στοιχείο αλλά επί του παρόντος στη χώρα μας κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά τι επιπτώσεις είχε ή έχει στον άνθρωπο και στο οικοσύστημα. Εντοπίστηκε βεβαίως σε μικρότερες ποσότητες από ό,τι στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όμως όλα αυτά τα χρόνια ούτε τα χιόνια ούτε οι βροχές στάθηκαν ικανές να ξεπλύνουν τα εδάφη από την παρουσία του. Ο μεγαλύτερος όγκος του καισίου 137 – που εκπέμπει ακτινοβολία Γ – βρίσκεται στα πρώτα 10 εκατοστά του εδάφους.
«Τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις καισίου 137 εντοπίσαμε στο βόρειο τμήμα του Νομού Τρικάλων και στο νότιο τμήμα του Νομού Γρεβενών», λέει στα «ΝΕΑ» ο Θανάσης Γκοντελίτσας, επίκουρος καθηγητής Ορυκτοχημείας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, που μετείχε στην έρευνα. «Επισκεφθήκαμε περιοχές στις οποίες, όπως είχε αποδειχθεί από μετρήσεις που είχε διενεργήσει τη δεκαετία του 1990 ο καθηγητής του Πολυτεχνείου Σίμος Σιμόπουλος, είχαν κατακαθήσει μεγάλες ποσότητες καισίου 137, προερχόμενες από την έκρηξη στον πυρηνικό αντιδραστήρα του Τσερνόμπιλ».
Τα δείγματα που έλαβαν οι ειδικοί έδειξαν ότι τα κατάλοιπα εκείνης της καταστροφής δεν έχουν εξαλειφθεί από εδάφη της χώρας.
Ο κ. Γκοντελίτσας μαζί με τον Θοδωρή Μερτζιμέκη, επίκουρο καθηγητή Φυσικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, και τον τελειόφοιτο φοιτητή Γιάννη Ιωαννίδη, έλαβαν δείγματα εδάφους σε βάθος μέχρι 30 εκατοστά από μη καλλιεργούμενες εκτάσεις ημιορεινών περιοχών των δύο νομών. Τα αποξήραναν με αέρα και τα κοσκίνισαν ώστε κάθε σωματίδιο εδάφους να είναι μικρότερο από 2 χιλιοστά. Στη συνέχεια τα μετέφεραν στο Τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων όπου με τη μέθοδο της φασματοσκοπίας ακτίνων Γ υψηλής διακριτικής ικανότητας, και υπό την εποπτεία του καθηγητή Κωνσταντίνου Ιωαννίδη, μέτρησαν πόσο επιβαρημένα ήταν τα δείγματα από τη ραδιενέργεια του εκλύθηκε από το Τσερνόμπιλ. Διαπίστωσαν ότι η περιεκτικότητα των εδαφών σε καίσιο 137 κυμαινόταν ως επί το πλείστον από 20 μπεκερέλ αν κιλό χώματος μέχρι 97 μπεκερέλ η μέγιστη τιμή, που συνιστά «ανησυχητικό επίπεδο».
Το καίσιο 137 δεν υπάρχει μόνο του στη φύση. Προέρχεται από εκρήξεις σε πυρηνικούς αντιδραστήρες ή πυρηνικές δοκιμές. Ακόμη και από εκρήξεις ατομικών βομβών. Αν μπορούσε κανείς να δει με μικροσκόπιο τα εδάφη της χώρας στα οποία υπάρχει ακόμη, θα έβλεπε άτομα καισίου προσκολλημένα σε σωματίδια εδάφους. «Το γεγονός ότι ακόμη και σε βάθος μόλις πέντε εκατοστών εντοπίστηκε καίσιο 137 σημαίνει ότι όλα αυτά τα χρόνια παρέμεινε έτσι όπως έπεσε για πρώτη φορά».