Μία από τις πιο θλιβερές επετείους στην ιστορία του Ελληνισμού μνημονεύουμε σήμερα, καθώς την 29η Μαϊου 1453, πριν ακριβώς 560 χρόνια έπεσε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς.
Η παρακμή του Βυζαντίου- Αναδρομή πριν την κατάκτηση
Για την επιβίωσή της η Κωνσταντινούπολη αντιστάθηκε με σθένος, αλλά η μοίρα της είχε ήδη προδιαγραφεί 249 χρόνια πριν, όταν την είχαν κουρσέψει οι Σταυροφόροι και οι Ενετοί της χριστιανικής Δύσης.
Το βυζαντινό κράτος διασπάστηκε τότε σε τρία μέρη: στην Αυτοκρατορία της Νικαίας, στο Δεσποτάτο της Ηπείρου και στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας.
Η κατάσταση της διαιρεμένης Αυτοκρατορίας μόνο τον πάλαι ποτέ πανίσχυρο πολιτισμό δεν θύμιζε. Τα άλλοτε πλούσια βυζαντινά λιμάνια και αστικά κέντρα τα κατείχαν Φράγκοι, και στη Μικρά Ασία οι Τούρκοι γίνονταν όλο και πιο απειλητικοί. Το εσωτερικό της αυτοκρατορίας σπαρασσόταν από εμφύλιες διαμάχες. H αδυναμία – και πολλές φορές η αμέλεια – των αυτοκρατόρων να προφυλάξουν τα ανατολικά σύνορα από την επέλαση των Οθωμανών στέρησε το Βυζάντιο από τους πλούσιους σιτοβολώνες της Μικράς Ασίας και από τη δυνατότητα στρατολόγησης ανδρών. Ετσι, ταλανισμένη από εμφυλίους πολέμους, από την πανώλη του 1347 που εξόντωσε πάνω από το ένα τρίτο του πληθυσμού της, έχοντας χάσει όλες σχεδόν τις κτήσεις της (ακόμη και τη Θεσσαλονίκη), με μόνο το Δεσποτάτο του Μορέως να επιβιώνει και να ανθεί πνευματικά κα πολιτιστικά, και με τον κλοιό των Τούρκων να σφίγγει αδιάκοπα γύρω της, η Κωνσταντινούπολη στις αρχές του 15ου αιώνα ήταν πλέον μια πόλη-κράτος και όχι πρωτεύουσα αυτοκρατορίας. H μοναδική ελπίδα της ήταν η Δύση.
Ενωτικοί και ανθενωτικοί
H Δύση ωστόσο, δεν είχε καλόβουλες προθέσεις. Με επικεφαλής τον πάπα, για να προσφέρει βοήθεια ζητούσε ως αντάλλαγμα την ένωση των δύο Εκκλησιών, με τους δικούς της όρους φυσικά.
Οι προσπάθειες για την ένωση της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας είχαν ξεκινήσει σχεδόν αμέσως μετά το Σχίσμα τού 1054. Πριν από την άλωση του 1204 είχαν γίνει γύρω στις τριάντα προσεγγίσεις και συμβούλια. Μετά το 1204 έγιναν τρεις ακόμη προσπάθειες προσέγγισης των δύο Εκκλησιών: H πρώτη επιβλήθηκε βίαια από τους φράγκους κατακτητές στους υπόδουλους Βυζαντινούς. H δεύτερη είχε τη μορφή περισσότερο πολιτικής παρά θρησκευτικής προσέγγισης Ανατολής – Δύσης με πρωτεργάτες τον αυτοκράτορα Μιχαήλ H’ και τον πάπα Γρηγόριο I’ (Σύνοδος της Λυών, 1274). Τέλος, η τρίτη ξεκίνησε στη Φεράρα το 1438 και ολοκληρώθηκε στη Φλωρεντία έναν χρόνο αργότερα με την υπογραφή της συμφωνίας της Ενωσης.
Ο απελπισμένος για βοήθεια αυτοκράτορας Ιωάννης H’, μαζί με τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωσήφ και μεγάλη αντιπροσωπεία κληρικών και διανοητών της Ορθοδοξίας, είχε φθάσει στη Φεράρα αποφασισμένος να κάνει οποιεσδήποτε παραχωρήσεις προκειμένου να του παρασχεθεί η πολυπόθητη στρατιωτική αρωγή ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει την τουρκική απειλή. Στο μεταξύ όμως ο Ιωσήφ πέθανε και έτσι το πρωτόκολλο της Ενωσης δεν έφερε την υπογραφή πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Τα υπόλοιπα μέλη της ορθόδοξης αντιπροσωπείας υπέγραψαν, εκτός από ένα, τον Μάρκο Ευγενικό, ο οποίος, ως επικεφαλής των ανθενωτικών, αντέκρουσε τα επιχειρήματα του επικεφαλής των ενωτικών Βησσαρίωνος, επισκόπου Νικαίας.
Ωστόσο, αν οι καιροί, σύμφωνα με την άποψη του αυτοκράτορα και των υψηλά ισταμένων κληρικών και πολιτικών, απαιτούσαν την ένωση των δύο Εκκλησιών, ο ορθόδοξος κλήρος στη συντριπτική πλειονότητά του και σύσσωμος ο λαός ήταν αντίθετοι με αυτήν. Οσοι τάχθηκαν υπέρ της Ενωσης αντιμετώπισαν τη λαϊκή οργή. Ο νέος πατριάρχης Γρηγόριος Μάμμας δεν έγινε ποτέ αποδεκτός από το ποίμνιό του. Ο λαός θεωρούσε πνευματικό του ηγέτη τον Μάρκο Ευγενικό και μετά τον θάνατό του τον φιλόσοφο Γεώργιο Σχολάριο, ο οποίος, μολονότι στη Φλωρεντία είχε ταχθεί υπέρ της Ενωσης, επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη άλλαξε γνώμη και μετανοημένος έγινε μοναχός με το όνομα Γεννάδιος και πύρινος υπερασπιστής της καθαρής πίστης.
Στέψη Κωνσταντίνου Παλαιολόγου
Ο Κωνσταντίνος IA’ έμελλε να είναι ο τελευταίος αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στέφθηκε στον Μυστρά το 1448 από τον τοπικό μητροπολίτη και όχι στην Κωνσταντινούπολη από τον πατριάρχη. Ο λόγος ήταν ότι, αν η στέψη γινόταν από τον ενωτικό πατριάρχη Γρηγόριο Μάμμα – ο οποίος τελικά αυτοεξορίστηκε στη Ρώμη, θα ήταν πρόκληση στο λαϊκό αίσθημα και θα μπορούσαν να ξεσπάσουν ταραχές.
Ο νέος αυτοκράτορας έφθασε στην πρωτεύουσά του στις 12 Μαρτίου 1449 και έγινε δεκτός με ειλικρινή αισθήματα αγάπης από τον λαό του. Πίστευε στην Ένωση, βαριά κληρονομιά που του είχε αφήσει ο αποθανών αδελφός του.
Ειρήνη σε σαθρά θεμέλια
Μόλις ανέλαβε τα καινούργια του καθήκοντα ο Κωνσταντίνος φρόντισε να στείλει πρεσβευτές στον σουλτάνο Μουράτ B’ για να συβθηκολογήσει. Ο Μουράτ αναγνώρισε τον νέο αυτοκράτορα και συμφώνησε για την ειρήνη.
Δύο χρόνια αργότερα ο Μουράτ πέθανε, και στον θρόνο της οθωμανικής αυτοκρατορίας ανέβηκε ο 19χρονος γιος του Μωάμεθ B’, ο οποίος έσπευσε να διαβεβαιώσει την Δύση για τις ειρηνικές του προθέσεις. Ο νέος σουλτάνος μάλιστα ορκίστηκε στο Κοράνι ότι θα σεβόταν την ακεραιότητα της βυζαντινής επικράτειας.
H απειλή εναντίον της Κωνσταντινούπολης φάνηκε να απομακρύνεται. Ακόμη και ο πάπας θεώρησε εντελώς ακίνδυνο τον νεαρό. Οταν όμως ο Κωνσταντίνος έστειλε αντιπροσώπους του στην Αδριανούπολη, πρωτεύουσα τότε της οθωμανικής επικράτειας, να ζητήσουν τα χρήματα του Ορχάν, που υποχρεούτο να καταβάλει, ο Μωάμεθ θύμωσε και αντί άλλης απαντήσεως έδιωξε τους έλληνες κατοίκους από τις πόλεις της κοιλάδας του Στρυμόνα. Ο Μωάμεθ έψαχνε την αφορμή που ζητούσε για να απαλλαγεί από τον όρκο του.
Ξεκάθαρες προθέσεις
Τον χειμώνα του 1451 ο Μωάμεθ άρχισε να ανεγείρει στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου, σε έδαφος το οποίο τυπικά εξακολουθούσε να είναι βυζαντινό, το κάστρο Μπογάζ Κεσέν («ο κόφτης των Στενών» στα τουρκικά), το σημερινό Ρούμελη Χισάρ, ακριβώς απέναντι από το κάστρο Αναντολού Χισάρ.
Δεν υπήρχε πλέον αμφιβολία ότι ο Μωάμεθ ετοιμαζόταν να εξουδετερώσει την Κωνσταντινούπολη, η οποία εξακολουθούσε να στέκεται σφήνα ανάμεσα στις ασιατικές και στις ευρωπαϊκές κτήσεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το Μπογάζ Κεσέν ολοκληρώθηκε στα τέλη Αυγούστου του 1452 και ο Μωάμεθ, αφού το επιθεώρησε και έδωσε εντολή να βυθίζεται κάθε πλοίο το οποίο θα αρνιόταν να σταματήσει για έλεγχο, έφθασε ως τα τείχη της Κωνσταντινούπολης και μελέτησε τις οχυρώσεις επί τρεις ημέρες.
Οι προθέσεις του Μωάμεθ ήταν πλέον ξεκάθαρες. Αφού κατέλαβε τα απομεινάρια των βυζαντινών κτήσεων στον Εύξεινο Πόντο και στην Προποντίδα, άρχισε να ναυπηγεί έναν τρομερό στόλο, ο οποίος δεν υπήρχε ως τότε στις δυνάμεις του. Τον Μάρτιο του 1453 συγκεντρώθηκαν στην Καλλίπολη γύρω στα 150 πλήρως εξοπλισμένα πολεμικά πλοία, εκτός από τα καΐκια που χρησίμευαν για τη μεταφορά μηνυμάτων, με ναύαρχο τον βουλγαρικής καταγωγής εξωμότη Σουλεϊμάν Μπαλτόγλου.
Παράλληλα στη Θράκη ο Μωάμεθ συγκέντρωνε τον στρατό του. Με τους πιο συντηρητικούς υπολογισμούς, ο στρατός του Μωάμεθ θα πρέπει να έφθανε τις 100.000 άνδρες: 80.000 τακτικούς, με τα επίλεκτα συντάγματα των γενιτσάρων του, 20.000 ατάκτους και αρκετές χιλιάδες βοηθητικούς και μη μάχιμους για τις διάφορες δουλειές.
Προετοιμασίες για την άμυνα
Ολα αυτά γίνονταν γνωστά στην Κωνσταντινούπολη και ο αυτοκράτορας προσπαθούσε να οργανώσει όσο μπορούσε καλύτερα την άμυνα της πόλης περιμένοντας την υποστήριξη του πάπα. Στο μεταξύ η Δύση είχε αλλάξει γνώμη για τον Μωάμεθ, ο οποίος τον Νοέμβριο του 1452 δεν δίστασε όχι μόνο να βυθίσει ένα ενετικό πλοίο που κατέπλεε από τον Εύξεινο Πόντο και δεν σταμάτησε για έλεγχο, αλλά αποκεφάλισε και όλο το πλήρωμά του και τον πλοίαρχό του τον θανάτωσε με ανασκολοπισμό. Ωστόσο η πολυπόθητη βοήθεια προς τους Βυζαντινούς καθυστερούσε.
Ως απόδειξη καλής θέλησης προς τους ρωμαιοκαθολικούς, στις 12 Δεκεμβρίου του 1452 ο αυτοκράτορας οργάνωσε επιτέλους το περίφημο συλλείτουργο στην Αγία Σοφία, όπου μνημονεύτηκαν ο πάπας και ο απών πατριάρχης Μάμμας και αναγνώστηκαν οι όροι της συμφωνίας της Φλωρεντίας. H ένωση των δύο Εκκλησιών είχε τυπικά επιτευχθεί αλλά η βοήθεια από τη Δύση δεν ερχόταν.
Αν όμως οι κυβερνήσεις των χωρών της Δυτικής Ευρώπης αγνοούσαν τις απελπισμένες εκκλήσεις των παγιδευμένων Βυζαντινών, υπήρξαν μερικοί εθελοντές που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στον αυτοκράτορα για τη σωτηρία των χριστιανών της Βασιλεύουσας. H ενετική παροικία της Κωνσταντινούπολης διέθεσε στον αυτοκράτορα όλους τους μάχιμους άνδρες της και όλα της τα πλοία που βρίσκονταν αγκυροβολημένα στον Κεράτιο Κόλπο, τα οποία μετατράπηκαν σε πολεμικά. Επίσης διάφοροι θαρραλέοι Γενουάτες τέθηκαν υπό τις διαταγές του Ιωάννη Ιουστινιάνη Λόνγκο, διάσημου υπερασπιστή οχυρωμένων πόλεων, ο οποίος κατέφθασε τον Ιανουάριο του 1453 στην Πόλη φέρνοντας μαζί του 700 καλά εξοπλισμένους στρατιώτες. Επιπλέον υπήρχαν και μερικοί Ισπανοί και Κρητικοί. Ακόμη και ο πρίγκιπας Ορχάν αποφάσισε να πολεμήσει εναντίον τον ομοφύλων του προσφέροντας στον αυτοκράτορα τη δύναμη της προσωπικής του φρουράς και μερικούς μισθοφόρους.
Συνολικά η δύναμη των υπερασπιστών της Πόλης δεν ξεπερνούσε τους 7.000 άνδρες, εκ των οποίων οι 5.000 ήταν Βυζαντινοί και οι άλλες 2.000 διάφοροι αλλοεθνείς εθελοντές. Αλλά η πραγματική άμυνα βασιζόταν στα πανίσχυρα τείχη της πόλης, τα οποία είχαν στο μεταξύ επισκευαστεί, η τάφρος γύρω από το χερσαίο μέρος είχε καθαριστεί και ο Κεράτιος Κόλπος είχε κλείσει με την αλυσίδα του.
H πολιορκία αρχίζει
Τον Μάρτιο του 1453 ο στρατός του Μωάμεθ άρχισε τμηματικά να συγκεντρώνεται έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Το μεγάλο κανόνι του Ουρβανού, πάνω σε ειδικά φτιαγμένο τροχοφόρο που το έσερναν 60 βόδια, έφθασε και αυτό. Ο Μωάμεθ εμφανίστηκε στις 5 Απριλίου επικεφαλής των 12.000 επιλέκτων γενιτσάρων του και έστησε τη χρυσοκόκκινη σκηνή του στην Κοιλάδα του Λύκου, μερικές εκατοντάδες μέτρα έξω από την πύλη του Αγίου Ρωμανού.
Στο μεταξύ ο τουρκικός στόλος, αφού κατέλαβε τα Πριγκιποννήσια, περιπολούσε τις ακτές της Προποντίδας ώστε να μην μπορεί να πλησιάσει κανένα σκάφος για ανεφοδιασμό της Πόλης.
Στις 6 Απριλίου ο Μωάμεθ, τηρώντας το ισλαμικό τυπικό, έστειλε στην Πόλη μήνυμα λέγοντας ότι αν του παραδινόταν δεν θα πείραζε τους πολίτες της ενώ σε αντίθετη περίπτωση δεν θα έδειχνε τον παραμικρό οίκτο. H απάντηση ήταν αρνητική και η επίθεση των Τούρκων άρχισε αμέσως.
Τα κανόνια του Ουρβανού προξένησαν σοβαρές ζημιές στα τείχη κοντά στη Χαρίσια πύλη, αλλά τη νύχτα οι πολιορκημένοι μπόρεσαν να τα επισκευάσουν ικανοποιητικά.
Οι βομβαρδισμοί συνεχίζονταν με αμείωτη ένταση κάθε μέρα γκρεμίζοντας μεγάλα τμήματα του εξωτερικού τείχους, που οι πολιορκούμενοι τη νύχτα τα επισκεύαζαν όπως μπορούσαν. Εξαλλος ο Μωάμεθ διέταξε τον Ουρβανό να φτιάξει αποτελεσματικότερα κανόνια.
Στόλος μπουνταλάδων
Στο μεταξύ στην Πόλη οι προμήθειες όλο και λιγόστευαν. Το πρωί της Παρασκευής 20 Απριλίου οι σκοποί πάνω στα τείχη προς τη θάλασσα είδαν με αγαλλίαση να πλησιάζουν προς την Προποντίδα τρεις γενοβέζικες γαλέρες που είχε μισθώσει ο πάπας φορτωμένες με όπλα και προμήθειες και ένα μεγάλο βυζαντινό μεταγωγικό με κυβερνήτη τον Φλαντανελά, που είχε σταλεί στη Σικελία για να αγοράσει σιτάρι. Τα πλοία ωστόσο τα είδαν και οι Τούρκοι και αμέσως ο στόλος του Μπαλτόγλου κινήθηκε εναντίον τους.
H ναυμαχία ήταν σίγουρα άνιση. Αλλά οι Γενουάτες και οι Ελληνες ήταν καλύτεροι ναυτικοί από τους Τούρκους και τα πλοία τους πολύ περισσότερο ευέλικτα. Τα τουρκικά πλοία συγκρούονταν μεταξύ τους σπάζοντας τα κουπιά τους. Τελικά, μόλις έπεσε το σούρουπο, τα τέσσερα σωτήρια πλοία γλίστρησαν μέσα στην ασφάλεια του Κερατίου Κόλπου.
Ηταν μια μεγάλη και εμψυχωτική νίκη. Παρά τις απώλειές τους σε έμψυχο υλικό, τα τέσσερα πλοία, εκτός από τις προμήθειες, πρόσθεσαν και μερικούς άνδρες στους υπερασπιστές της Πόλης.
Ο Μωάμεθ όμως εξοργίστηκε πολύ με το πάθημα του στόλου του. Ο άμοιρος Μπαλτόγλου μόλις που γλίτωσε το κεφάλι του, έχασε όμως όχι μόνο τον τίτλο του ναυάρχου αλλά και όλη του την περιουσία.
Πλοία στη στεριά
H αποτυχία αυτή έκανε τον Μωάμεθ να αναζητήσει τρόπο για να εισχωρήσει στον Κεράτιο Κόλπο. Και αφού δεν μπορούσε να σπάσει το φράγμα, ακολούθησε τη συμβουλή ενός ιταλού μηχανικού να μεταφέρει τα πλοία του από την ξηρά. Πράγμα που έκανε, ενώ ταυτόχρονα κρατούσε τους Βυζαντινούς απασχολημένους με τους συνεχείς βομβαρδισμούς στα χερσαία τείχη της Πόλης. Οι χιλιάδες εργάτες που είχε στη διάθεσή του ο σουλτάνος κατασκεύασαν κιλλίβαντες οι οποίοι ποντίστηκαν στη θάλασσα από την πλευρά του Γαλατά, δέθηκαν πάνω τους τα πλοία και μετά τα τράβηξαν με τροχαλίες. Με τον τρόπο αυτόν γύρω στα 70 πλοία μεταφέρθηκαν μέσα στον Κεράτιο Κόλπο.
Στις 22 Απριλίου οι Βυζαντινοί βρέθηκαν προ τετελεσμένου γεγονότος. H απόπειρα του ηρωικού Ενετού Τζιάκομο Κόκο να πυρπολήσει τα τουρκικά πλοία απέτυχε. H εκδίωξη του τουρκικού στόλου από τον Κεράτιο ήταν πλέον αδύνατη.
Ωστόσο ο Μωάμεθ εξακολουθούσε να έχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο πεζικό του παρά στον στόλο του. Οι βομβαρδισμοί των τειχών εντάθηκαν ακόμη περισσότερο. Αλλά η Πόλη άντεχε και ο Σουλτάνος προβληματιζόταν. Ο χαλίφης Χαλίλ Τσανταρλί, τον οποίο ο Μωάμεθ είχε κρατήσει στη θέση του Μεγάλου Βεζίρη παρ’ όλο που δεν τον συμπαθούσε, πρότεινε να λύσουν την πολιορκία. Αλλά ο Μωάμεθ προτίμησε την πρόταση σέρβων μηχανικών που υπηρετούσαν στο στράτευμά του, να δοκιμάσουν να μπουν στην Πόλη σκάβοντας υπόγειες σήραγγες. Τότε άρχισε μια άλλου είδους μάχη: οι Τούρκοι έσκαβαν λαγούμια απ’ έξω προς τα μέσα και οι υπερασπιστές της Πόλης τα εντόπιζαν και απέκρουαν τους επίδοξους εισβολείς.
Ο Μάιος μπήκε μουντός και βροχερός. H θλιβερή εικόνα της Πόλης γινόταν φρικιαστική με τις προειδοποιήσεις των καλογήρων που περιφέρονταν στους δρόμους φωνάζοντας ότι η καταστροφή επέρχεται εξαιτίας της Ενωσης. Τα παλιά πάθη αναζωπυρώθηκαν: οι Ενετοί μάλωναν με τους Γενουάτες, οι Ελληνες με τους Λατίνους, οι ενωτικοί με τους ανθενωτικούς. Και όλοι μαζί ήλπιζαν στο θαύμα.
Εάλω η Πόλις
Ο Μωάμεθ αποφάσισε να εξαπολύσει την τελική επίθεση στις 29 Μαΐου. Εξι ημέρες πριν, στις 23 Μαΐου, ο σουλτάνος είχε ζητήσει και πάλι από τον αυτοκράτορα να του παραδώσει την Πόλη και ο Κωνσταντίνος απάντησε με τα λόγια που έχει καταγράψει ο Φραντζής: «Το δε την πόλιν σοι δούναι, ούτ’ εμόν εστιν ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών».
Το βράδυ της 28ης Μαΐου στην Αγία Σοφία ορθόδοξοι και καθολικοί ιερείς φόρεσαν τα επίσημα άμφιά τους και λειτούργησαν από κοινού μπροστά σε ένα ποίμνιο ενωμένο για πρώτη και τελευταία φορά.
H επίθεση άρχισε λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Οι Τούρκοι βασίστηκαν στον όγκο των δυνάμεών τους. Οι λιγοστοί υπερασπιστές της πόλης ωστόσο συνέχιζαν να τους αποκρούουν, τόσο που μια κάποια ελπίδα έλαμψε για λίγο. Αλλά σε κάποια στιγμή ο Ιουστινιάνης τραυματίστηκε και ζήτησε από τους άνδρες του να τον μεταφέρουν στο πλοίο του. H γραμμή της άμυνας έσπασε. Ο Κωνσταντίνος τον παρακάλεσε να μη φύγει, μα φαίνεται ότι αυτός την τελευταία στιγμή δείλιασε. Τότε ο τελευταίος βυζαντινός αυτοκράτορας ξήλωσε από τη στολή του τα διακριτικά που μπορούσαν να προδώσουν το αξίωμά του και όρμησε προς τα τείχη. Δεν τον ξαναείδε ποτέ κανείς.
Με το ξημέρωμα ο Μωάμεθ έριξε στη μάχη τους γενιτσάρους του. Τα κανόνια είχαν προξενήσει ένα μεγάλο άνοιγμα στα εξωτερικά τείχη και, όπως λέγεται, μέσα από την πόλη δεν είχαν κλείσει καλά μια μικρή και από χρόνια αχρησιμοποίητη πύλη, την Κερκόπορτα. Τα στίφη των Τούρκων εισόρμησαν και ξεχύθηκαν στα σπλάχνα της Βασιλεύουσας, η οποία παραδόθηκε σε αδυσώπητη λεηλασία, σφαγή και υποδούλωση. Εάλω η Πόλις!
Δοξασίες, θρήνοι και ποιήματα μετά την Άλωση
Παραδοσιακοί και θαυμαστοί θρύλοι, αναπτύχθηκαν γύρω από την άλωση της Πόλης, για να θρέψουν τις ελπίδες και το θάρρος του εθνους επί αιώνες.
“ΠΑΛΙ ΜΕ ΧΡΟΝΟΥΣ ΜΕ ΚΑΙΡΟΥΣ”
Όταν έπεσε η Κωνσταντινούπολη στους Τούρκους, ένα πουλί ανέλαβε να πάει ένα γραπτό μήνυμα στην Τραπεζούντα στην Χριστιανική Αυτοκρατορία του Πόντου για την Άλωση της Πόλης. Μόλις έφτασε εκεί πήγε κατευθείαν στη Μητρόπολη που λειτουργούσε ο Πατριάρχης και άφησε το χαρτί με το μήνυμα πάνω στην Άγια Τράπεζα. Κανείς δεν τολμούσε να πάει να διαβάσει το μήνυμα. Τότε πήγε ένα παλικάρι, γιός μιας χήρας, και διάβασε το άσχημο μαντάτο “Πάρθεν η Πόλη, Πάρθεν η Ρωμανία”.
Το εκκλησίασμα και ο Πατριάρχης άρχισαν τον θρήνο, αλλά ο νέος τους απάντησε “Κι αν η Πόλη έπεσε, κι αν πάρθεν η Ρωμανία, πάλι με χρόνους και καιρούς, πάλι δικά μας θα’ ναι”.
Πάρθεν η Ρωμανία
Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν’ από την Πόλην
ουδέ στ’ αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια,
επήγεν καιν εκόνεψεν α σου Ηλί’ τον κάστρον.
Εσείξεν τ’ έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον,
εσείξεν τ’ άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον,
Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ’ ο μητροπολίτης
έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει.
Σίτ’ αναγνώθ’ σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν.
“Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!”
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια
κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται,
– Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι
– Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία ‘πάρθεν.
– Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.
(Δημοτικό τραγούδι του Πόντου).
“ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΠΟΥ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΝΑ ΚΥΛΑΕΙ”.
Οι περισσότεροι τοπικοί θρύλοι για την άλωση της Κωνσταντινούπολης μοιάζουν σε ένα σημείο: όλοι δείχνουν ότι ο χρόνος σταμάτησε με την κατάληψη της ιερής πόλης της Ορθοδοξίας από τους άπιστους Τούρκους και ότι η τάξη στον κόσμο θα επανέλθει με την ανακατάληψη της Βασιλεύουσας από τους Έλληνες. Έτσι, και στην Ήπειρο υπάρχει μια αντίστοιχη λαϊκή δοξασία. Συγκεκριμένα, ένα πουλί φέρνει την αναγγελία της πτώσης της Πόλης σε μια ομάδα βοσκών που εκείνη τη στιγμή ποτίζουν τα κοπάδια τους σε ένα ποτάμι. Ο θρύλος λέει ότι στο άκουσμα της φοβερής είδησης τα νερά του ποταμιού σταμάτησαν να κυλάνε, αφού και το φυσικό στοιχείο θεώρησε ότι η πτώση της Κωνσταντινούπολης ήταν κάτι το ανήκουστο. Το ποτάμι θα συνεχίσει και πάλι να κυλάει, μόλις απελευθερωθεί η Πόλη, συνεχίζει ο λαϊκός θρύλος…
“ΟI ΚΡΗΤΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ”.
Έναν από τους πύργους των τειχών της Πόλης τον υπεράσπιζαν τρία αδέρφια, άρχοντες Κρητικοί που πολεμούσαν με το μέρος των Βενετών (η Κρήτη τότε ήταν κάτω από την κυριαρχία των Βενετών). Μετά την πτώση της πόλης τα τρία αδέρφια και οι άντρες τους εξακολουθούσαν να πολεμούν και παρά τις λυσσώδεις προσπάθειες τους οι Τούρκοι δεν είχαν κατορθώσει να καταλάβουν τον πύργο. Για το περιστατικό αυτό ενημερώθηκε ο Σουλτάνος και εντυπωσιάστηκε από την παλικαριά τους.
Αποφάσισε, λοιπόν, να τους επιτρέψει να φύγουν με ασφάλεια από τον πύργο και να πάρουν ένα καράβι με τους άντρες τους και να γυρίσουν στην Κρήτη. Πραγματικά η πρόταση του έγινε δεκτή με τη σκέψη ότι έπρεπε να μείνουν ζωντανοί για να πολεμήσουν να ξαναπάρουν τη Βασιλεύουσα πίσω από τους απίστους. Έτσι οι Κρητικοί επιβιβάστηκαν στο πλοίο τους και ξεκίνησαν για το νησί τους. Το πλοίο δεν έφτασε ποτέ στην Κρήτη και ο θρύλος λέει ότι περιπλανιούνται αιώνια στο πέλαγος μέχρι τη στιγμή που θα ξεκινήσει η μάχη για την ανακατάληψη της Πόλης από τους Έλληνες. Τότε το πλοίο των Κρητικών θα τους ξαναφέρει στην Κωνσταντινούπολη για να πάρουν και αυτοί μέρος στη μάχη και να ολοκληρώσουν την αποστολή τους και το ελληνικό έθνος να ξανακερδίσει την Πόλη.
“Η ΑΓΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΟΦΙΑΣ”
Εκείνη την τρομερή ημέρα που λεηλατήθηκαν τόσες εκκλησίες και βεβηλώθηκαν τόσα ιερά σκεύη, οι Βυζαντινοί, όπως λέει ο θρύλος, προσπάθησαν να κρύψουν από τους άπιστους την άγια εικόνα την αγίας του Θεού Σοφίας και όλα τα πολύτιμα λείψανα, που ήταν στο ιερό της. Γύρω απ’ αυτό, διηγούνται μια παράξενη ιστορία: Την ημέρα που πάρθηκε η Πόλη, βιάστηκαν να φορτώσουν την Αγία Τράπεζα σ ένα πλοίο για να την πάνε στην χώρα των Φράγκων. Στη θάλασσα του Μαρμαρά όμως, το πλοίο βρήκε μεγάλη φουρτούνα. Καθώς το είχαν ετοιμάσει πολύ βιαστικά και το φορτίο του ήταν βαρύ, δεν μπόρεσε ν’ αντέξει και βούλιαξε στα κύματα, όπως ήταν. Έτσι η Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας ξέφυγε από τη βεβήλωση, όχι με τον τρόπο που είχαν ελπίσει οι Βυζαντινοί, αλλά όπως άρεσε στο Θεό.
Η Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας αναπαύεται στο βυθό της θάλασσας, πάνω στην άμμο και στα κοχύλια. Το σημείο όπου βούλιαξε το καράβι το ξέρουν καλά οι ναυτικοί και εύκολα το βρίσκουν. Πραγματικά, ακόμα κι όταν η πιο άγρια τρικυμία, φουσκώνει ολόγυρα τα κύματα και κάνει τη θάλασσα να μουγκρίζει, εκεί είναι γαλήνη και ησυχία. Από τη λεία και λαμπρή επιφάνεια του νερού ανεβαίνουν γλυκές ευωδιές και αντίλαλος από αγγελικές ψαλμωδίες. Πολλοί άξιοι δύτες που μαζεύουν κοράλλια ή ψαρεύουν σφουγγάρια, προσπάθησαν να κατέβουν και να δουν το ναυαγισμένο καράβι. Κανείς δεν τα κατάφερε.
Η θάλασσα, πολύ βαθιά σ’ αυτό το μέρος, φυλάει την Αγία Τράπεζα και τα λείψανα των Αγίων από κάθε βέβηλο μάτι. Όταν όμως θα ξαναπάρουμε την Πόλη, η Αγία Τράπεζα, που μένει στην άμμο του βυθού, θ’ ανέβει στην επιφάνεια όπως ανεβαίνει ο δύτης. Θ’ αρμενίσει μόνη της κατά το Βυζάντιο και θα την πάρουμε από κει που θ’ αράξει. Θα την ξαναφέρουμε στην Αγία Σοφία και με χαρούμενους ύμνους, θα την αφιερώσουμε πάλι στη Σοφία του Θεού. Τότε, μέσα στη Βασιλική που έχτισε ο μεγάλος Ιουστινιανός, θα λάμψουν πάλι τα μωσαϊκά, οι εικόνες των Αγίων, τα λόγια του Ευαγγελίου, και ο σταυρός θα ξαναφανεί πάνω από το μαρμάρινο τραπέζι που ξέπλυναν τα κύματα.
“ΟΙ ΕΙΚΟΝΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΝΤΑΝ”
Όταν οι Τούρκοι μπήκαν στην Πόλη ξεκίνησαν να καταστρέφουν τις εκκλησίες και τα μοναστήρια. Στην Αγία Σοφιά είχε καταφύγει πολύ λαός, κυρίως γυναικόπαιδα, για να αποφύγουν τον θάνατο. Όμως η παρουσία τους εκεί δεν τους έσωσε, καθώς φανατισμένοι από τους δερβίσηδες μωαμεθανοί μπήκαν στην εκκλησία και άρχισαν να σφάζουν αδιακρίτως όποιον έβρισκαν μπροστά τους.
Ο σωρός των πτωμάτων έφτασε τα δέκα μέτρα. Όταν μάλιστα ο Σουλτάνος Μωάμεθ προσπάθησε να μπει στο ναό το άλογο του σκόνταψε πάνω στα πτώματα. Με την οπλή του το άλογο άφησε ένα σημάδι στην κορυφή ενός στύλου, το οποίο σώζεται μέχρι σήμερα.
Τις πιο πολλές εικόνες και τοιχογραφίες της Αγία Σοφιάς τις κατέστρεψαν οι Τούρκοι. Όταν, όμως, οι άπιστοι εισβολείς έφτασαν στον εξώστη – γυναικωνίτη και ένας τσαούσης (Τούρκος αξιωματικός) προσπάθησε με έναν πέλεκυ να καταστρέψει μια τοιχογραφία της Παναγίας που κρατά στα χέρια της τον Ιησού μωρό, έγινε το θαύμα! Τη στιγμή που ο Τούρκος προσπάθησε να καταφέρει το πρώτο χτύπημα στην τοιχογραφία κεραυνοβολήθηκε κι έπεσε νεκρός. Τη θέση του πήρε ένας άλλος Τούρκος, αλλά την ίδια στιγμή κι εκείνος είχε την ίδια τύχη. Οι υπόλοιποι βάρβαροι πανικοβλήθηκαν απ’ το πρωτόγνωρο γι΄ αυτούς θαύμα και γεμάτοι τρόμο, αλλά και σεβασμό εγκατέλειψαν την ανόσια προσπάθεια τους. Η συγκεκριμένη τοιχογραφία σώζεται μέχρι σήμερα στον δεξιό εξώστη της Αγία Σοφιάς.
“Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ”
Όταν οι Τούρκοι μπήκαν στη Βασιλική Εκκλησία, ένας ιερέας τελούσε τη Θεία Λειτουργία. Βλέποντας τους άπιστους να μπαίνουν, δε σκεπτόταν παρά πώς να σώσει από τη βεβήλωση τον ιερό άρτο και το πολύτιμο Αίμα του Χριστού. Ανέβηκε, λοιπόν, βιαστικός στον Άμβωνα, κρατώντας τ’ Άγιο Δισκοπότηρο κι εξαφανίστηκε σε μια μικρή πόρτα. Την έκλεισε πίσω του, μα δυστυχώς οι Τούρκοι τον είχαν δει κι έτρεξαν να τον προφτάσουν. Όταν όμως έφθασαν στο σημείο που θα έπρεπε να βρίσκεται η πόρτα, ξαφνιάστηκαν γιατί δεν είδαν παρά μόνο μια γυμνή, λεία επιφάνεια χωρίς το παραμικρό σημάδι ανοίγματος. Αγριεμένοι, προσπάθησαν να γκρεμίσουν τον τοίχο, αλλά έσπασαν τα όπλα τους, χωρίς να καταφέρουν τίποτε!
– Ας φέρουν τους χτίστες του στρατού μας, αποφάσισε ο Σουλτάνος. Έτσι θα δούμε τι είναι πίσω απ’ αυτόν τον τοίχο.
Οι χτίστες ήρθαν με τα εργαλεία τους κι άρχισαν να χτυπούν τον τοίχο. Παρ’ όλες τους τις προσπάθειες όμως, δεν μπόρεσαν ούτε να τον τρυπήσουν κι ομολόγησαν πως σίγουρα υπήρχε κάποιο τεχνικό μέσο, που τους ήταν άγνωστο. -Είστε ανίκανοι, φώναξε καταθυμωμένος ο Σουλτάνος και θα τιμωρηθείτε! Να φέρουν βυζαντινούς χτίστες! Τότε έφεραν βιαστικά όσους μπόρεσαν και απειλώντας τους με θάνατο, τους πρόσταζαν να ρίξουν αυτόν τον τοίχο! Μα, ούτε κι αυτοί δεν τα κατάφεραν!
Γιατί, το θέλημα του Θεού, πιο δυνατό από κάθε ανθρώπινη δύναμη, κρατούσε αυτές τις πέτρες δεμένες γερά, για να προστατεύει τον ιερέα. Όλους αυτούς τους αιώνες, ο ιερέας αγρυπνεί, σφίγγοντας το δισκοπότηρο, που προστάτευσε από τους άπιστους! Μα, όταν θα ξαναπάρουμε την Πόλη, η πόρτα θα ξανανοίξει μόνη της, ο ιερέας θα βγει, θα ξαναμπεί στο ιερό και θα συνεχίσει τα λόγια της λειτουργίας, από κει ακριβώς που είχε σταματήσει!
www.koolnews.gr