Εύσημα για την μέχρι τώρα δημοσιονομική προσαρμογή αλλά και τρεις προειδοποιήσεις για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας περιέχει η καταληκτική αποτίμηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου με βάση την τελευταία αξιολόγηση.
Η αναφορά του ΔΝΤ που δόθηκε στη δημοσιότητα το μεσημέρι της Δευτέρας, ομιλεί για ανεπαρκείς διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις γεγονός που, όπως γράφει, έχει οδηγήσει την προσαρμογή να επιτυγχάνεται αφενός μέσω της υφεσιακής οδού και αφετέρου με ανόμοια κατανεμημένα τα βάρη της.
Χαρακτηρίζει «διαβόητη» την ελληνική φοροδιαφυγή και σημειώνει ότι έχει γίνει πολύ μικρή πρόοδος στην αντιμετώπισή της.
Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Οι πλούσιοι και οι αυτοπασχολούμενοι απλά δεν πληρώνουν δίκαια το μερίδιό τους, γεγονός που έχει οδηγήσει (σσ: το πρόγραμμα) να βασίζεται υπερβολικά σε οριζόντες περικοπές δαπανών και στην επιβολή υψηλότερων φόρων σε μισθωτούς και συνταξιούχους.
Τα κλειστά επαγγέλματα κρατούν ψηλά τις τιμές
Διαπιστώνει επίσης πως «παρότι οι μεταρρυθμίσεις έχουν προκαλέσει αξιοσημείωτη πτώση των ονομαστικών μισθών, αυτό σε περιορισμένο και μόνο βαθμό έχει οδηγήσει και σε χαμηλότερες τιμές, εξαιτίας της αποτυχίας να ανοίξουν τα κλειστά επαγγέλματα και γενικότερα να ανοίξει ο ανταγωνισμός. Και αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που τόσο μεγάλο βάρος έχει μέχρι στιγμής πέσει σε μισθωτούς και συνταξιούχους»
Ταμπού οι απολύσεις
Χαρακτηρίζει τέλος διασωθέν το Δημόσιο από το κόστος της προσαρμογής, αφήνοντας να εννοηθεί ότι όλο το βάρος της κρίσης το σήκωσε ο ιδιωτικός τομέας:
«Αν και η επανισορρόπηση της οικονομίας έχει αιτιακά συσχετισθεί με μεγάλη άνοδο της ανεργίας, ιδιαίτερα ανάμεσα στους νέους, ο υπερστελεχωμένος δημόσιος τομέας έχει διαφυλαχθεί, λόγω ενός ταμπού στις απολύσεις».
Ολόκληρη η έκθεση έχει ως εξής:
1. Η Ελλάδα σημειώνει πρόοδο στην προσπάθειά της να ξεπεράσει τα χρόνια και βαθιά της προβλήματα εν μέσω μιας πολύ σοβαρής και κοινωνικά επώδυνης ύφεσης. Οι προκλήσεις προσαρμογής που αντιμετώπιζε η Ελλάδα το 2010 ήταν τρομακτικές, με τα δημοσιονομικά ελλείμματα και τα ελλείμματα ισοζυγίου αμφότερα σε διψήφια νούμερα, ως αποτέλεσμα της αύξησης των δημοσίων δαπανών και της εμφάνισης ενός μεγάλου κενού ανταγωνιστικότητας στα χρόνια που ακολούθησαν την ένταξη στο ευρώ. Για κάθε χώρα που ανήκει σε κοινή νομισματική περιοχή, η αντιμετώπιση μίας τέτοιου μεγέθους διπλής ανισορροπίας θα συνεπαγόταν μεγάλους κινδύνους για την ανάπτυξη, όπως είχε εξ’ αρχής αναγνωρισθεί. Εν προκειμένω, η ύφεση στην Ελλάδα υπήρξε πολύ μεγαλύτερη της εκτιμηθείσης. Ωστόσο τα επιτεύγματα της Ελλάδας πρέπει επίσης να αναγνωρισθούν:
• Η πρόοδος στη δημοσιονομική προσαρμογή υπήρξε εξαιρετική υπό οιοδήποτε μέτρο διεθνούς σύγκρισης, καθώς η συνολική διόρθωση του ελλείμματος έφθασε σωρευτικά το 10% του ΑΕΠ, στα τέλη του 2013 και εν μέσω συρρίκνωσης του ΑΕΠ άνω του 20%.
• Η Ελλάδα περιόρισε επίσης σημαντικά το κενό ανταγωνιστικότητάς της. Οι ευρείας κλίμακας μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας βοήθησαν στην ευθυγράμμιση των ονομαστικών μισθών και της παραγωγικότητας σε επίπεδο επιχειρήσεων. Εκτιμούμε ότι το κενό ανταγωνιστικότητας μετρώμενο σε Κόστος ανά Μονάδα Εργασίας μειώθηκε κατά περίπου 2/3 από το 2010, ενώ το τρέχον έλλειμμα περιορίστηκε σωρευτικά κατά 10 τοις εκατό του ΑΕΠ.
• Η σταθερότητα του χρηματοοικονομικού τομέα διατηρήθηκε παρά τις μεγάλες απώλειες που προκάλεσε η αναδιάρθρωση χρέους και η ραγδαία άνοδος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, γεγονός που σχετίζεται με την ύφεση.
2. Τα επιτεύγματα αυτά διευκολύνθηκαν από μία άνευ προηγουμένου υποστήριξη εκ μέρους της διεθνούς κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων των 173 δισεκατομμυρίων που έχουν δοθεί μέχρι σήμερα στην Ελλάδα από τους ευρωπαίους εταίρους της. Αυτό απάλυνε σημαντικά τις ανάγκες της προσαρμογής, αποτρέποντας μία ακόμη χειρότερη κοινωνική δοκιμασία και συγκρατώντας αρνητικές επιπτώσεις στην υπόλοιπη περιοχή του ευρώ. Τα μέχρι τούδε επιτεύγματα αποδεικνύουν μία πολύ ισχυρή και επίμονη αποφασιστικότητα εκ μέρους της Ελλάδας και των εταίρων της να κάνουν ό,τι χρειασθεί προκειμένου να επαναφέρουν την Ελλάδα σε βιώσιμη κατάσταση εντός της ευρωζώνης.
3. Ωστόσο, οι ανεπαρκείς διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις έχουν οδηγήσει την προσαρμογή να επιτυγχάνεται κυρίως μέσω της ύφεσης με ανόμοια κατανεμημένα τα βάρη αυτής.
Τρία προβλήματα παραμένουν:
• Πολύ μικρή πρόοδος έχει γίνει στην καταπολέμηση της διαβόητης ελληνικής φοροδιαφυγής. Οι πλούσιοι και οι αυτοπασχολούμενοι απλά δεν πληρώνουν δίκαια το μερίδιό τους, γεγονός που έχει οδηγήσει (σσ: το πρόγραμμα) να βασίζεται υπερβολικά σε οριζόντες περικοπές δαπανών και στην επιβολή υψηλότερων φόρων σε μισθωτούς και συνταξιούχους.
• Παρότι οι μεταρρυθμίσεις έχουν προκαλέσει αξιοσημείωτη πτώση των ονομαστικών μισθών, τούτο σε περιορισμένο και μόνον βαθμό έχει οδηγήσει και σε χαμηλότερες τιμές, εξαιτίας της αποτυχίας να ανοίξουν τα κλειστά επαγγέλματα και γενικότερα να ανοίξει ο ανταγωνισμός. Και αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που τόσο μεγάλο βάρος έχει μέχρι στιγμής πέσει σε μισθωτούς και συνταξιούχους.
• Παρότι η επαναφορά σε ισορροπία της οικονομίας έχει αιτιακά συσχετισθεί με μεγάλη άνοδο της ανεργίας, ιδιαίτερα ανάμεσα στους νέους, ο υπερστελεχωμένος δημόσιος τομέας έχει διαφυλαχθεί, λόγω ενός ταμπού στις απολύσεις.
Είναι αναγκαίες αποφασιστικές διορθρωτικές κινήσεις σε κάθε μία από τις περιοχές αυτές ώστε να δοθεί έγκαιρη απάντηση από την πλευρά της προσφοράς και να επιτευχθεί μία πιο ισορροπημένη κατανομή των βαρών της προσαρμογής. Η αποστολή χαιρετίζει το γεγονός ότι η κυβέρνηση επανακαθορίζει το πρόγραμμα, αναγνωρίζοντας τα προβλήματα αυτά.
4.Σημαντικές δημοσιονομικές προκλήσεις παραμένουν. Δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλο περιθώριο για αύξηση της φορολογίας ή μεγάλων περικοπών σε προαιρετικές δαπάνες, η κυβέρνηση έχει αναγκαστεί να εστιάσει σε κοινωνικά δύσκολες περικοπές μισθών και συντάξεων. Το δημοσιονομικό πρόγραμμα 2013–14 είναι αδιαμφισβήτητη απόδειξη της αποφασιστικότητας της κυβέρνησης να πετύχει τους στόχους της στο πεδίο της δημοσιονομικής προσαρμογής. Οι ευρωπαίοι εταίροι της Ελλάδας έχουν ανταποκριθεί συμφωνώντας να μειώσουν τον μεσοπρόθεσμο στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα από 6, 5 στο 4,5 τοις εκατό και να επιμηκύνουν τηνπερίοδο προσαρμογής έως το 2016. Ομως η Ελλάδα θα χρειαστεί κάποια περαιτέρω διαρθρωτική δημοσιονομική προσαρμογή για να επιτύχει τους στόχους του μεσοπρόθεσμου. Η βασική πρόκληση είναι να βρει η κυβέρνηση έναν τρόπο να το επιτύχει, τηρώντας παράλληλα τις δεσμεύσεις της για αποφυγή νέων οριζόντιων περικοπών. Τρία βασικά ζητήματα πρέπει να αντιμετωπισθούν:
•Μεταρρύθμιση της φορολογικής διοίκησης.Το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα της κυβέρνησης υποθέτει μια βελτίωση στη συλλογή φόρων κατά 1,5% του ΑΕΠ. Η σημαντική τεχνική βοήθεια έχει βοηθήσει ώστε να προσφερθούν στη φορολογική διοίκηση τα τεχνικά εργαλεία που χρειάζεται για να επιτύχει, αλλά ο στόχος παραμένει πολύ φιλόδοξος σε σχέση με την απογοητευτική πρόοδο σε αυτό τον τομέα μέχρι στιγμής. Για να υπάρξει επιτυχία, είναι κρίσιμη η βαθύτερη πολιτική δέσμευση για μεταρρύθμιση της φορολογικής διοίκησης. Για να μονωθεί η φορολογική διοίκηση από τις ακόμη επίμονες πολιτικές παρεμβάσεις, βασικό βήμα εντός του επόμενου έτους θα ήταν η ενίσχυση της ανεξαρτησίας της, με τη χορήγηση νέων εξουσιών στη διαχείριση του προσωπικού και του προϋπολογισμού. Οι πρόσφατες αλλαγές αποτελούν σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.
•Μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης. Το σχέδιο είναι, οι στόχοι στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα για μείωση προσωπικού στο Δημόσιο, να επιτευθχεί πρωτίστως μέσω εθελοντικών αποχωρήσεων. Αυτό είναι κατανοητό. Ωστόσο, δεν είναι αξιόπιστο, χωρίς περιορισμένες υποχρεωτικές απολύσεις, που θα επιτρέψουν την πρόσληψη νέου, μορφωμένου προσωπικού που θα πρέπει να αποτελέσει βασικό συστατικό στο σχέδιο για την αναβάθμιση του Δημόσιου τομέα. Το ταμπού κατά των υποχρεωτικών απολύσεων πρέπει να ξεπεραστεί.
•Διατήρηση και ενδυνάμωση του κοινωνικού δικτύου ασφαλείας. Η κυβέρνηση έχει διατηρήσει προοδευτικές, αλλά υπάρχει ανάγκλη να πάει πέρα από αυτό και να ενδυναμώσει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του δικτύου ασφαλείας, να βοηθήσει αυτούς που πλήττοντα περισσότερο από την κρίση. Προγράμματα επαγγελματικής εκπαίδευσης και στήριξης του εισοδήματος για τους ανέργους πρέπει να επιταχυνθούν, χρησιμοποιώντας κεφάλαια της ΕΕ, όπου είναι αναγκαίο.
5. H αποτελεσματική χρηματοδότηση θα έχει κρίσιμη συνεισφορά σε μία ισχυρή ανάκαμψη. Το πλαίσιο ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών προβλέπει ένα πλήρως ανακεφαλαιοποιημένο σύστημα έως τα μέσα του 2013 και οι τράπεζες θα πρέπει να είναι σε θέση να υποστηρίξουν μία σταδιακή πιστωτική ανάκτηση καθώς καταθέσεις και πρόσβαση στη «χονδρική» αγορά χρηματοδότησης επιστρέφουν. Η μείωση της σύνδεσης δημοσίου χρέους – τραπεζών (οι τράπεζες τώρα διακρατούν μικρό τμήμα ελληνικού χρέους στα χαρτοφυλάκιά του) θα βοηθήσει επίσης την επιστροφή στην πρόσβαση στις αγορές. Ετσι περιμένουμε ότι η πιστωτική συρρίκνωση που έλαβε χώρα στα πρόσφατα έτη σύντομα θα ανακοπεί.
Παραμένουν ωστόσο σοβαρές προκλήσεις:
•Σημαντική ανησυχία είναι να διασφαλιστεί ότι η διοχέτευση στις τράπεζες μεγάλων ποσών δημοσίου χρήματος δεν θα αυξήσει την μη αιτιολογημένη κυβερνητική ανάμειξη (προκαλώντας) συνεπακαλούθως προβληματικές πιστωτικές επιλογές. Η ελληνική εμεπιρία με τις κρατικά ελεγχόμενες τράπεζες είναι πολύ κακή. Ενα ενδυναμωμένο κυβερνητικό πλαίσιο που θα υποστηρίζει την ισχυρή επίβλεψη και πάνω απ΄όλα την τάχιστη επανιδιωτικοποίηση, πρέπει να είναι καίριος στόχος της στρατηγικής του τραπεζικού συστήματος των «τεσσάρων πυλώνων» που θα αναπτυχθεί τον Ιούνιο.
•Βασική προτεραιότητα του τραπεζικού συστήματος είναι να συγκρατήσει και να αναστρέψει το ογκούμενο κύμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η επεξεργασία των χρεών, εντός του πλαισίου της ανακεφαλαιοποίησης, θα βοηθήσει και τις τράπεζες και τους χρεώστες να εξομαλύνουν τάχιστα τις εργασίες τους. Ενα πιο περιεκτικό πλαίσιο επίλυσης χρεών πρέπει να αναπτυχθεί και να υιοθετηθεί το συντομότερο δυνατόν. Υπ΄αυτή την έννοια, η αποστολή χαιρετίζει την αποφασιστικότητα των αρχών να θέσουν σε εφαρμογή ένα πλαίσιο αντιμετώπισης των υπερχρεωμένων νοικοκυριών.
6. Είναι ανάγκη η ισχυρή ανάκαμψη να βασισθεί κυρίως στην εμβάθυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Το βάρος πρέπει να δοθεί στην αναζωογόνηση των ελληνικών εξαγωγικών και εισαγωγικών ανταγωνιστικών επιχειρήσεων. Αυτό θα απαιτήσει μία πιο αφοσιωμένη και φιλόδοξη προσπάθεια να μειωθούν οι περιορισμοί εισόδου σε διάφορες αγορές, συμπεριλαμβανομένων των αδιαφανών και χρονοβόρων διαδικασιών αδειοδότησης. Η πρόθεση της κυβέρνησης να βελτιώσει το επιχειρηματικό περιβάλλον πρέπει τώρα να συνοδευτεί από αποτελέσματα.
7. Απόπειρες τεχνητής ώθησης της ανάπτυξης πρέπει να αποφευχθούν. Η διεθνής εμπειρία παρουσιάζει στην καλύτερη περίπτωση μικτά αποτελέσματα για τη χρησιμότητα των αναπτυξιακών τραπεζών, των ζωνών μηδενικής φορολογίας και επιχορηγήσεων (ή φορολογικών ελαφρύνσεων) που στοχεύουν σε συγκεκριμένους τομείς. Η Ελλάδα δεν αντέχει να διοχετεύσει πόρους σε μη οπαραγωγικές χρήσεις ούτε να αφιερώσει την περιορισμένη δυνατότητα εφαρμογής στο σχεδιασμό και την υιοθέτηση τέτοιων πολιτικών. Ιδίως η Ελλάδα δεν αντέχει ένα ακόμη πιο πολύπλοκο φορολογιοκό σύστημα, που θα μπορούσε να αποβεί ευθέως εις βάρος της σημαντικής προσπάθειας για βελτίωση των φοροεισπαρκτικών μηχανισμών.
8. Η αποκατάσταση της ανάπτυξης παραμένει η πρωταρχική προϋπόθεση για το κατά πόσον η Ελλάδα θα επιτύχει ή όχι. Εξετάζοντας την περίοδο 2010 – 2012, η πολύ βαθύτερη ύφεση αυτής που αναμενόταν ήταν αποτέλεσμα πάνω από όλά της απώλειας εμπιστοσύνης, της κορύφωσης των έντονων ανησυχιών για έξοδο από το ευρώ καθώς η πολιτική αβεβαιότητα συνέχιζε να αυξάνει, καθιστώντας ολοένα και πιο εμφανές ότι δεν υπήρχε καμία ισχυρή πολιτική δύναμη να αντισταθεί στα προστατευθμένα συμφέροντα που μανιωδφώς αντιστέκονταν στις αλλαγές. Αυτό οδήγησε σε μια δραματική συρρίκνωση των επενδύσεων όχι μόνο λόγω μειωμένου κλίματος εμπιστοσύνης αλλά και εξαιτίας της μείωσης κερδών μια μιας επακόλουθης πιστωτικής συρρίκνωσης. Στο μέλλον, δύο είναι οι σημαντικές παρατηρήσεις:
•Δεδομένου ότι η δημοσιονομική προσαρμογή θα παραμείνει για χρόνια και θα «περιορίζει» την αύξηση του ΑΕΠ η βασική πρόκληση είναι να δημιουργηθεί η εμπιστοσύνη που απαιτείται για την ανάκαμψη των επενδύσεων ώστε να αρθεί αυτό το μειονέκτημα. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί αν δεν εξασφαλιστεί ευρεία εσωτερική υποστήριξη στο πρόγραμμα καθώς και η πολιτική σταθερότητα που αυτή συνεπάγεται. Το μάθημα του παρελθόντος, είναι ότι μόνο με πλήρη εφαρμογή των πολιτικών και δέσμευση στο πρόγραμμα μπορούν να μπουν σε λειτουργία οι βάσεις της ανάκαμψης και ο φόβος αναστροφής να αποτελέσει παρελθόν.
•Το δημόσιο χρέος παραμένει πολύ υψηλό παρά την αναδιάρθρωση και την υποστήριξη του «επίσημου» τομέα. Είναι έτσι ιδιαίτερα ευπρόσδεκτο το γεγονός πως οι ευρωπαίοι εταίροι έχουν τώρα αποδεχθεί ότι «σημαντική» επιπλέον βοήθεια σε όρους καλύτερους από αυτούς της αγοράς, θα απαιτηθεί για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους και ότι έχουν δεσμευτεί να προσφέρουν επιπλέον «ανακούφιση» αν χρειαστεί προκειμένου να παραμείνει το πρόγραμμα σε τροχιά και το χρέος να πέσει σημαντικά κάτω του 110% του ΑΕΠ ως το 2022. Με το ελληνικό χρέος τώρα να βρίσκεται κατά το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος στα χέρια του επίσημου τομέα, μια τέτοια δέσμευση είναι κρίσιμο για να πείσει τους πιστωτικές ότι ένα αξιόπιστο σχέδιο για τη διαχείριση του ελληνικού χρέους είναι τώρα έτοιμο».
9. Συνολικά, αν και θα απαιτηθεί κάποιος χρόνος προτού η κατάσταση της χώρας πλήρως εξομαλυνθεί, η ελληνική κυβέρνηση έχει διανύσει μεγάλο τμήμα της προσπάθειας προσαρμογής. Το να υιοθετηθούν οι αναγκαίες πολιτικές για το επόμενο σκέλος της προσαρμογής, που θα αποτελέσει και σημείο καμπής για την Ελλάδα, πρέπει να καταστεί προτεραιότητα.
ΕΘΝΟΣ