Τσάρλι Τσάπλιν, Ορσον Γουέλς και Αλφρεντ Χίτσκοκ
Μιλώντας για τα βραβεία Οσκαρ, σε συνέδριο στη Νέα Υόρκη, το 2009, ο διάσημος Αμερικανός σκηνοθέτης Γουίλιαμ Φρίντκιν, βραβευμένος με Οσκαρ («Ο άνθρωπος από τη Γαλλία») και για ένα διάστημα παραγωγός της τελετής της απονομής των βραβείων, δήλωσε χαρακτηριστικά πως η όλη διαδικασία «είναι το μεγαλύτερο σχέδιο προώθησης που θα μπορούσε να επινοήσει για τον εαυτό της οποιαδήποτε βιομηχανία».
Ακριβώς αυτή η προώθηση ήταν πάντα πίσω από τη δημιουργία των Οσκαρ της Αμερικανικής Ακαδημίας: να ξεχωρίζει δηλαδή, στο τέλος κάθε χρονιάς, κάποιες ταινίες που ήταν τέλειες σε παραγωγή (κοστούμια, ντεκόρ, φωτογραφία, μοντάζ), με ωραίες ερμηνείες και καλές ιστορίες, που τα αφεντικά των στούντιο και οι υπάλληλοί τους (μαζί ηθοποιοί και σκηνοθέτες, που τις πρώτες δεκαετίες των Οσκαρ ήταν δεμένοι με συμβόλαια σ’ αυτούς) ήθελαν, για λόγους εμπορικούς, να προωθήσουν.
Κάπου στο φόντο, σε δεύτερο πλάνο, υπήρχε και η καλλιτεχνική αξία της ταινίας. Η πιο τρανή απόδειξη γι’ αυτό είναι η λίστα των καλύτερων αμερικανικών ταινιών από καταβολής κινηματογράφου που επέλεξε (και εξακολουθεί να επιλέγει), για να διασώσει για τις επόμενες γενιές, το Αμερικανικό Κογκρέσο – επιλογή που γίνεται από ειδικούς (κριτικούς, ιστορικούς και σκηνοθέτες). Σ’ αυτή τη λίστα περιέχονται λιγοστές ταινίες από τις 84 που έχουν πάρει Οσκαρ στα 84 χρόνια της ιστορίας του.
Αν κοιτάξουμε τα βραβεία και τις υποψηφιότητες όλων αυτών των χρόνων θα δούμε πολλές και, συχνά, απίθανες αδικίες που έγιναν εις βάρος πολλών μεγάλων δημιουργών. Αν ξεκινήσουμε από τα πρώτα κιόλας χρόνια του, θα δούμε πως τη χρονιά 1928/29 το Οσκαρ καλύτερης ταινίας κέρδισε το μιούζικαλ «The Broadway Melody», ενώ στις υποψηφιότητες δεν υπήρχαν καν οι ταινίες «Το τσίρκο» του Τσάρλι Τσάπλιν, «Γαμήλιο εμβατήριο» του Εριχ φον Στροχάιμ, «Ενα κορίτσι σε κάθε λιμάνι» του Χάουορντ Χοκς, «Ο άνεμος» του Βίκτορ Σγιόστρομ. Ταινίες που σήμερα πια θεωρούνται από τις κλασικές εκείνης της περιόδου. Κάτι παρόμοιο επαναλήφθηκε και το 1930/31, με το Οσκαρ να πηγαίνει στο γουέστερν «Cimarron», ενώ από τη λίστα έλειπαν αριστουργήματα όπως «Ο γαλάζιος άγγελος» του Τζόζεφ φον Στέρνμπεργκ, «Τα φώτα της πόλης» του Τσάπλιν και «Ταμπού» του Μούρναου.
Ο Τσάρλι Τσάπλιν ήταν αναμφισβήτητα από τους πιο αδικημένους των Οσκαρ. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι «Μοντέρνοι καιροί», που το 1936 δεν ήταν καν στη λίστα των 10 υποψήφιων για Οσκαρ καλύτερης (ναι, και τότε, για ένα μικρό διάστημα, τα μέλη της Ακαδημίας πρότειναν συνολικά δέκα ταινίες). Με το Οσκαρ να απονέμεται στο βιογραφικό μιούζικαλ «The Great Ziegfeld», παραμερίστηκαν οι πολύ καλύτερες ταινίες της λίστας, «Dodsworth» του Γουίλιαμ Γουάιλερ και «Mr. Deeds Goes to Town» του Φρανκ Κάπρα. Οσο για τον «Δικτάτορα» του Τσάπλιν, και άλλα δύο αριστουργήματα, «Τα σταφύλια της οργής» του Τζον Φορντ και η κωμωδία «The Philadelphia Story» του Τζορτζ Κιούκορ, το 1940 παραμερίστηκαν για να δώσουν τη θέση τους στη «Ρεβέκκα», μία όχι από τις καλύτερες ταινίες του Χίτσκοκ.
Το ίδιο βλέπουμε και την επόμενη χρονιά όταν, με υποψήφιες μεγάλες ταινίες όπως ο «Πολίτης Κέιν» του Ορσον Γουέλς, «Οι μικρές αλεπούδες» του Γουίλιαμ Γουάιλερ, «Το γεράκι της Μάλτας» του Τζον Χιούστον και «Ο λοχίας Γιορκ» του Χοκς, το Οσκαρ απονεμήθηκε στην «Κοιλάδα της κατάρας» του Τζον Φορντ, μία από τις λιγότερο καλές ταινίες του σκηνοθέτη. Ο μόνος λόγος που προτιμήθηκε η ταινία του Φορντ είναι μάλλον γιατί τα μέλη της Ακαδημίας αισθάνθηκαν τύψεις και θέλησαν να τον αποζημιώσουν γιατί την προηγούμενη χρονιά δεν του έδωσαν το Οσκαρ για «Τα σταφύλια της οργής».
Χωρίς Οσκαρ και ο Ορσον Γουέλς
Ο άλλος παραγνωρισμένος ήταν βέβαια ο Ορσον Γουέλς, που το μόνο Οσκαρ που κέρδισε ήταν για το σενάριο του «Πολίτη Κέιν», ενώ ποτέ δεν κέρδισε για τη σκηνοθεσία του, παρ’ όλο που «Οι υπέροχοι Αμπερσον» ήταν υποψήφια το 1942και το Οσκαρ κέρδισε η «Κυρία Μίνιβερ», ταινία που συγκίνησε τα μέλη της Ακαδημίας (η συγκίνηση πρέπει να πω πάντα κέρδιζε και κερδίζει ψήφους).
Αδικημένος και ο Χίτσκοκ
Από τους μεγάλους αδικημένους ήταν και ο Αλφρεντ Χίτσκοκ. Παρ’ όλο που η «Ρεβέκκα» του κέρδισε το Οσκαρ καλύτερης ταινίας, ο ίδιος δεν κέρδισε ποτέ το Οσκαρ σκηνοθεσίας. Ενώ καμιά από τις σπουδαίες ταινίες του («Στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων», «Σιωπηλός μάρτυς», «Ψυχώ», ή ο «Δεσμώτης του ιλίγγου», που πρόσφατα τοποθετήθηκε στην κορφή των δέκα καλύτερων ταινιών από καταβολής κινηματογράφου), δεν ήταν καν στις λίστες των υποψηφιοτήτων.
Κάποια στιγμή βέβαια τα μέλη της Ακαδημίας, αναγνωρίζοντας το λάθος τους, τους απένειμαν, εκ των υστέρων πια, το Οσκαρ για το σύνολο του έργου τους, που είναι, κατά κάποιο τρόπο, Οσκαρ παρηγοριάς. Παρόμοιες αδικίες έγιναν και γίνονται και με τις υποψηφιότητες των ηθοποιών, με αποτέλεσμα η Ακαδημία να τους βραβεύει αργότερα για ρόλο όχι το ίδιο σημαντικό όσο για εκείνο που έπρεπε να τους είχε αρχικά βραβεύσει.
Πολλές αδικίες σημειώθηκαν ιδιαίτερα την περίοδο του Μακαρθισμού (1947-1960), όπου ταινίες με επίκαιρα κοινωνικά θέματα αποκλείονταν από τις υποψηφιότητες, όπως αποκλείονταν και οι καλλιτέχνες εκείνοι που είχαν μπει στο μαυροπίνακα από ένα Χόλιγουντ έρμαιο της κομμουνιστικής φοβίας που είχε ενσπείρει στους κόλπους του ο γερουσιαστής Μακ Κάρθι. «Ο κύριος Βερντού» του Τσάπλιν, «Δάφνες στο ρινγκ» (Body and Soul) του Ρόμπερτ Ρόσεν, «Ο δήμιος των κολασμένων» του Ντασσέν, «Ο νόμος των γκάνγκστερ» του Αβραάμ Πολόνσκι, «Φανατισμένη κοινωνία» του Τζόζεφ Λόουζι, «Πίνκι, η μιγάς» και «Πανικός στους δρόμους» του Ελία Καζάν, ήταν ταινίες που αποκλείστηκαν για τα θέματά τους, γυρισμένες από σκηνοθέτες και σεναριογράφους που αντιμετώπιζαν προβλήματα με την επιτροπή του Μακ Κάρθι και ορισμένοι αναγκάστηκαν να αυτοεξοριστούν στην Ευρώπη ενώ άλλοι, όπως ο Καζάν, υπέκυψαν στις πιέσεις.
«Ο ταξιτζής» Είναι γνωστό πως αρκετοί από τους «μαυροπινακισμένους» σεναριογράφους συνέχισαν να γράφουν στη διάρκεια του Μακαρθισμού με ψευδώνυμο. Το 1956, το Οσκαρ σεναρίου κέρδισε κάποιος ονόματι Ρόμπερτ Ριτς, για το σενάριο της ταινίας «Ο ατρόμητος» (The Brave One) του Ερβινγκ Ράπερ, αλλά δεν εμφανίστηκε κανένας να παραλάβει το βραβείο. Το όνομα αυτό, όπως αποκαλύφθηκε ύστερα από αρκετά χρόνια, ήταν ψευδώνυμο του «μαυροπινακισμένου» Ντάλτον Τράμπο, ο οποίος παρέλαβε το Οσκαρ του 21 χρόνια αργότερα, το 1975, λίγο πριν από το θάνατό του. Ενώ ένα άλλο Οσκαρ, που ο Τράμπο κέρδισε για την ταινία «Διακοπές στη Ρώμη» (1953), την περίοδο δηλαδή του Μακαρθισμού, καλυμμένος τη φορά αυτή πίσω από το όνομα ενός αληθινού σεναριογράφου, του Ιαν ΜακΛέλαντ Χάντερ, του απονεμήθηκε τελικά μετά θάνατον, το 1993.
Κάτι άλλο που παρατηρείται στις βραβεύσεις από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και ύστερα, είναι πως, ενώ η τελετή μετατρέπεται σε ένα ολοένα και μεγαλύτερο και εμπορικό σόου, οι βραβεύσεις περιορίζονται είτε σε μπλοκμπάστερ είτε σε ταινίες εύπεπτες είτε σε ταινίες που συγκινούν (όταν μάλιστα ήρωες και ηρωίδες έχουν κάποια αναπηρία). Ετσι, το 1976, νικητής των Οσκαρ αναδεικνύεται ο «Ρόκι», ενώ διαγωνιζόταν με εξαιρετικές ταινίες όπως «Ο ταξιτζής» του Μάρτιν Σκορσέζε, «Ολοι οι άνθρωποι του Προέδρου» του Αλαν Πακούλα και «Το δίκτυο» του Σίντνεϊ Λιούμετ. Το 1979, η «Αποκάλυψη, τώρα» του Κόπολα παραμερίστηκε για την ταινία «Κράμερ εναντίον Κράμερ» του Ρόμπερτ Μπέντον, και το 1980 οι «Συνηθισμένοι άνθρωποι» του Ρόμπερτ Ρέντφορντ προτιμήθηκαν από το αριστουργηματικό «Οργισμένο είδωλο» του Σκορσέζε. Το 1989, «Ο σοφέρ της κυρίας Ντέιζι» προτιμήθηκε από το «Γεννημένος τη 14η Ιουλίου» του Ολιβερ Στόουν και «Ο κύκλος των χαμένων ποιητών» του Πίτερ Γουίαρ. Οπως προτιμήθηκε το 1994, ο «συγκινητικός» «Φόρεστ Γκαμπ» από το πρωτότυπο «Pulp Fiction» του Ταραντίνο και το 1996 «Ο Αγγλος ασθενής» από το «Φάργκο» των αδερφών Κοέν. Αντίστοιχη αδικία και το 1998, με τον «Ερωτευμένο Σέξπιρ» (1998) να παραμερίζει τη συγκλονιστική «Λεπτή κόκκινη γραμμή» του Τέρενς Μάλικ.
Παρόμοιες αδικίες έγιναν και για τα Οσκαρ ξενόγλωσσων ταινιών, βραβείο που καθιερώθηκε το 1956.
…Και οι ξενόγλωσσες
Για παράδειγμα τη χρονιά (1977) που ο Λουίς Μπουνιουέλ διαγωνιζόταν με «Το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου» και ο Ετορε Σκόλα με το «Μια ξεχωριστή μέρα» το Οσκαρ κέρδισε η μέτρια γαλλική «Μαντάμ Ρόζα» του Μόσε Μιζραχί. Ενώ το 1980, όταν ο Κουροσάβα διαγωνιζόταν με το «Καγκεμούσα» και ο Φρανσουά Τριφό με «Το τελευταίο μετρό», το Οσκαρ δόθηκε στην εύπεπτη «Η Μόσχα δεν πιστεύει στα δάκρυα» του Βλαντίμιρ Μένσοβ. Το 1990, το εξαιρετικό «Ζου Ντου» του Κινέζου Ζανγκ Γιμού παραμερίστηκε για το «Ταξίδι ελπίδας» του Ελβετού Ξαβιέ Κολέ, ενώ την επόμενη χρονιά η νέα ταινία του Γιμού, «Σήκωσε τα κόκκινα φανάρια» παραμερίστηκε για το μέτριο «Mediterraneo» του Γκαμπριέλε Σαλβατόρες. Η αδικία αυτή, πρέπει να πω, χάρη σε μια αλλαγή που έγινε πολύ πρόσφατα, δίνει τη δυνατότητα και σε νεότερα μέλη (ιδιαίτερα σκηνοθέτες) να συμπεριλάβουν στη λίστα και τις δικές τους επιλογές.