Τελευταία έχει γίνει πολύ λόγος για τη δυσανεξία στη γλουτένη, με διάφορα άρθρα που έχουν δημοσιευτεί. Όπως και οι περισσότερες διατροφικές μόδες, έτσι και η τρέλα με την δίαιτα χωρίς γλουτένη μπορεί να αφορά μάλλον το μάρκετινγκ παρά την υγεία, υποστηρίζει η Kiera Butler, σε άρθρο της στο Mother Jones.
Πριν από λίγους μήνες, επισκέφθηκα έναν καλοπροαίρετο αλλά αναποτελεσματικό χειροπράκτη. Ήθελα να ανακουφιστώ από έναν πόνο στο ισχίο, αλλά αυτός φαινόταν να ενδιαφέρεται περισσότερο για την ψυχική υγεία μου.
«Αισθάνεσαι άγχος;» ρώτησε. «Ε, ναι» είπα. «Όπως και όλοι μας». «Λοιπόν, νομίζω ότι θα πρέπει να δοκιμάσεις μια δίαιτα χωρίς γλουτένη» μου είπε. Στη συνέχεια έβγαλε ένα μπλοκ συνταγών και έγραψε τα ονόματα κάποιων κατασκευαστών τροφίμων που ειδικεύονται σε αυτό.
Έγνεψα συγκαταβατικά και σκέφτηκα να πετάξω το σημείωμά της στον πρώτο κάδο ανακύκλωσης. Καθώς το ψωμί, τα ζυμαρικά και τα δημητριακά χωρίς γλουτένη πολλαπλασιάζονται κατά τα τελευταία λίγα χρόνια, είχα αρχίσει να υποψιάζομαι ότι η λεγόμενη ευαισθησία στη γλουτένη δεν ήταν τόσο πολύ μια ιατρική κατάσταση αλλά μια διατροφική μανία. Λίγες ημέρες αργότερα, όμως, ξαναβρήκα το σημείωμα στο πορτοφόλι μου και από περιέργεια αποφάσισα να ψάξω στο Google για μια από τις μάρκες που ανέφερε η συνταγή του χειροπράκτη. «Πολλοί άνθρωποι θεωρούν ότι αισθάνονται καλύτερα με μια δίαιτα χωρίς γλουτένη και όχι μόνο οι άνθρωποι που έχουν Κοιλιοκάκη ή Ευαισθησία στη Γλουτένη» υποστηρίζει η ιστοσελίδα του Udi, ενός από τους μεγαλύτερους κατασκευαστές τροφίμων χωρίς γλουτένη. «Οι άνθρωποι αναφέρουν αυξημένα επίπεδα ενέργειας, καθώς και μια καλύτερη ικανότητα συγκέντρωσης. Ο μεγαλύτερος λόγος για να απέχετε από τη γλουτένη, όταν δεν απαιτείται ιατρικά, είναι απλώς και μόνο επειδή δεν υπάρχει κανένα μειονέκτημα αν δοκιμάσετε μια δίαιτα χωρίς γλουτένη, με την προϋπόθεση ότι διατηρείται η σωστή διατροφή».
Η Udi είχε ένα δίκιο: Αν η αποφυγή της γλουτένης -μιας σύνθετης πρωτεΐνης που βρίσκεται στο σιτάρι και τα συναφή δημητριακά- έχει όλα αυτά τα πιθανά οφέλη για την υγεία, τότε γιατί να μην μείνουμε μακριά από αυτά; Αποφάσισα να ζητήσω τη γνώμη κάποιων ειδικών. Οι γιατροί που ρώτησα συμφώνησαν όλοι ότι οι διαταραχές που σχετίζονται με τη γλουτένη γίνονται όλο και πιο συχνές, ειδικά η κοιλιοκάκη, η οποία προκαλεί το σώμα να απορρίπτει τη γλουτένη αντί να την απορροφά, καταστρέφοντας τον βλεννογόνο του λεπτού εντέρου με την πάροδο του χρόνου. Αν ο ασθενής δεν ακολουθήσει θεραπεία, η κοιλιοκάκη μπορεί να προκαλέσει πόνο, φούσκωμα, οστεοπόρωση, ορισμένους καρκίνους και αυξημένο κίνδυνο πρόωρου θανάτου.
«Αρχικά, νόμιζα ότι αυξήθηκε η κοιλιοκάκη, επειδή απλά μπορούσαμε ευκολότερα να την εντοπίσουμε» είπε ο δρ Joseph Murray, ένας γαστρεντερολόγος και καθηγητής ιατρικής στη Mayo Clinic. Αλλά έκανε λάθος. Για μια μελέτη του 2009 στην επιθεώρηση Γαστρεντερολογίας, η ερευνητική ομάδα του Murray συνέκρινε δείγματα αίματος που συλλέχθηκαν από περίπου 6.500 νεαρούς άνδρες σε μια βάση Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ μεταξύ 1948 και 1954, με ένα συγκρίσιμο αριθμό σύγχρονων δειγμάτων.
Οι σύγχρονοι νέοι, όπως βρήκαν, ήταν θετικοί για κοιλιοκάκη σε ποσοστό τεσσεράμισι φορές μεγαλύτερο από αυτό των προγενέστερών τους. Επιπλέον, τα μέλη της γηραιότερης ομάδας με αδιάγνωστη κοιλιοκάκη είχαν περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν στη μέση ηλικία από αυτούς που δεν είχαν πρόβλημα.
Όσο για την ευαισθησία στη γλουτένη, η οποία προκαλεί πόνο και φούσκωμα, αλλά όχι βλάβη στο μικρό έντερο που σχετίζεται με κοιλιοκάκη, δεν υπάρχει οριστική δοκιμασία και επομένως ούτε σίγουρος τρόπος για να τεκμηριώσουν οποιαδήποτε αύξηση των περιπτώσεων. Οι γιατροί που μίλησα, ωστόσο, λένε ότι τη συναντούν όλο και περισσότερο στις πρακτικές τους.
Αλλά γιατί; Οι άνθρωποι τρώνε σιτάρι εδώ και χιλιάδες χρόνια και μάλλον φαίνεται περίεργο το γεγονός ότι έχει αρχίσει να μας ενοχλεί μόνο τις τελευταίες δεκαετίες. Μέχρι στιγμής, κανείς δεν έχει εξηγήσει αυτό το μυστήριο, αλλά υπάρχουν μερικές θεωρίες. Ορισμένοι ειδικοί εικάζουν ότι είναι οι αλλαγές στο ίδιο το σιτάρι, ότι οι υβριδικές ποικιλίες που τρώμε σήμερα περιέχουν περισσότερη γλουτένη από αυτό που έτρωγαν οι πρόγονοί μας. Ωστόσο, τρώμε ήδη υβρίδιο σιταριού εδώ και μισό αιώνα. Μια άλλη θεωρία είναι η ολοένα και πιο δημοφιλής «υπόθεση υγιεινής», η ιδέα ότι η έλλειψη των «καλών» βακτηρίων στον ανεπτυγμένο κόσμο προκαλεί δυσλειτουργία στο ανοσοποιητικό μας σύστημα και θεωρεί τις πρώην αβλαβείς πρωτεΐνες σε ξηρούς καρπούς, δημητριακά και άλλα τρόφιμα ως επικίνδυνους εισβολείς- μια κατάσταση που ίσως επιδεινώνεται από την υπερβολική χρήση των αντιβιοτικών μας, που καταστρέφουν την εντερική χλωρίδα.
Οι γαστρεντερολόγοι ήταν σαφείς ως προς ένα σημείο: όποια και αν είναι η αιτία της μείωσης της ικανότητάς μας να χωνέψουμε τη γλουτένη, η δίαιτα χωρίς γλουτένη δεν είναι η λύση. Ο δρ Daniel Leffler, διευθυντής έρευνας στο Κέντρο Κοιλιοκάκης Beth Israel Deaconess Medical Center στη Βοστώνη, βρίσκει τη συμβουλή της Udi ανησυχητική.
«Δεν θεωρώ σωστό να κάνουμε γενικεύσεις, ότι η κατανάλωση γλουτένης μειώνει τα επίπεδα της ενέργειας», είπε. Η αποφυγή της γλουτένης μπορεί στην πραγματικότητα να είναι επικίνδυνη, προσθέτει ο Leffler, δεδομένου ότι οι περισσότεροι άνθρωποι παίρνουν το μεγαλύτερο μέρος των απαραίτητων φυτικών ινών τους και ορισμένων βιταμινών από σιτηρά που περιέχουν γλουτένη. Ορισμένα προϊόντα χωρίς γλουτένη έχουν εμπλουτιστεί με επιπλέον φυτικές ίνες, αλλά η χορήγηση αυτών των εξειδικευμένων τροφίμων μπορεί να είναι εξαιρετικά ακριβή.
Ο Murray προειδοποιεί ότι οι άνθρωποι που δεν καταναλώνουν γλουτένη για να διευκολύνουν τα προβλήματα στο στομάχι τους μπορεί να καταλήξουν να συγκαλύπτουν συμπτώματα υποκείμενων νόσων, όπως η νόσος του Crohn, μια διαταραχή του ανοσοποιητικού που επηρεάζει το πεπτικό σύστημα. «Μπορεί να αισθανθείτε καλύτερα για λίγο, αλλά δεν θα ξέρετε τι είναι πραγματικά λάθος με σας», είπε.
Η Udi δεν απάντησε στις ερωτήσεις μου, αλλά η εκπρόσωπος του FDA Shelly Burgess σχολίασε ότι ο οργανισμός δεν έχει πρόβλημα με τους ισχυρισμούς της εταιρείας, η οποία «μιλά για ένα σχέδιο διατροφής ή δίαιτας και όχι για τα χαρακτηριστικά ενός συγκεκριμένου τροφίμου». Παρά το γεγονός ότι η κοιλιοκάκη είναι συνήθως ανιχνεύσιμη μέσω ενός απλού τεστ αίματος, η διάγνωση της ευαισθησίας στη γλουτένη μπορεί να απαιτήσει κάποια διαιτητική δοκιμή. Leffler και Murray προτείνουν να συμβουλευτείτε έναν γιατρό πριν να το δοκιμάσετε.