Ο ρόλος των γαλακτοκομικών στην οστική πυκνότητα είναι γνωστός, όμως, σύμφωνα με νέα μελέτη, υπάρχουν λεπτομέρειες που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην υγεία των οστών και έχουν να κάνουν με το είδος των γαλακτοκομικών που καταναλώνονται.
Μελέτη του Institute for Aging Research, το οποίο συνεργάζεται με την Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ, έδειξε ότι η κατανάλωση γαλακτοκομικών όχι μόνο συνδέεται άμεσα με την υγεία των οστών, αλλά και ότι κάθε προϊόν επηρεάζει κάποιο διαφορετικό σημείο του σώματος!
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τους επιστήμονες, το γάλα και το γιαούρτι δημιουργούν μεγαλύτερη οστική πυκνότητα στη λεκάνη, όχι όμως και στη σπονδυλική στήλη. Αντίθετα, η κρέμα γάλακτος ίσως ευθύνεται για τη μικρότερη οστική πυκνότητα που μπορεί να υπάρχει σε ολόκληρο το σώμα. Αυτό συμβαίνει επειδή η σύνθεση κάθε γαλακτοκομικού προϊόντος είναι διαφορετική – για παράδειγμα όσοι προτιμούν γάλα και γιαούρτι με χαμηλά λιπαρά αντί της κρέμας γάλακτος αυξάνουν την πρόσληψη πρωτεΐνης, ασβεστίου και βιταμίνης D από τον οργανισμό τους, ενώ περιορίζουν την κατανάλωση κορεσμένων λιπών.
Οπως τονίζουν οι επιστήμονες, η μελέτη αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του τομέα μελέτης της σχέσης ανάμεσα στη διατροφή και την οστική υγεία, που αναπτύσσεται και εξειδικεύεται όλο και περισσότερο. «Τα γαλακτοκομικά παρέχουν στον οργανισμό σημαντικά θρεπτικά στοιχεία που είναι πολύτιμα για την υγεία των οστών, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι επιδρούν όλα με τον ίδιο τρόπο» εξηγεί η βασική συντάκτρια της επιστημονικής έκθεσης δρ Σιβάνι Σάνι. «Ωστόσο, η κρέμα γάλακτος και κάποια προϊόντα της, όπως το παγωτό, παρουσιάζουν χαμηλότερα επίπεδα αυτών των συστατικών και υψηλότερα επίπεδα λίπους και σακχάρων. Κατά τη μελέτη διαπιστώθηκε ότι 2,5-3 μερίδες γάλακτος και γιαουρτιού τη μέρα παρέχουν καλύτερη οστική πυκνότητα. Ωστόσο, θα πρέπει να γίνουν περισσότερες έρευνες για την κατανάλωση των τυριών (ορισμένα από τα οποία μπορεί να έχουν πολύ υψηλά ποσοστά λίπους και νατρίου), καθώς και για το αν και κατά πόσο τα μεμονωμένα γαλακτοκομικά προϊόντα παίζουν σημαντικό ρόλο στη μείωση των καταγμάτων».
Η μελέτη δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Archives of Osteoporosis».