Ο ελληνοαμερικανός μεγιστάνας ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του για δήμαρχος της Ν. Υόρκης
«To 1949 οι γονείς μου μετανάστευσαν
(σ.σ. στις ΗΠΑ από τη Νίσυρο) αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Οπως τόσοι πολλοί μετανάστες, έφθασαν στην πόλη μας (σ.σ τη Νέα Υόρκη) με ελάχιστα χρήματα στην τσέπη και γνωρίζοντας μόνο λίγες λέξεις αγγλικά. Ηρθαν όμως με πολλές ελπίδες και την επιθυμία να δουλέψουν σκληρά για να μου προσφέρουν τις ευκαιρίες που δεν είχαν οι ίδιοι. Εγκατασταθήκαμε στο Χάρλεμ και ο πατέρας μου (σ.σ. πρώην φαροφύλακας) βρήκε δουλειά ως βοηθός σερβιτόρου ενώ η μητέρα μου έμεινε σπίτι να με φροντίζει. Ημασταν φτωχοί και οι καιροί ήταν δύσκολοι… Σήμερα, 64 χρόνια αργότερα, ανακοινώνω επισήμως την υποψηφιότητά μου για δήμαρχος της Νέας Υόρκης. Μπαίνω στην κούρσα ως βέρος Νεοϋορκέζος. Μεγάλωσα σ’ αυτές τις γειτονιές, μορφώθηκα στα δημόσια σχολεία τους και άνοιξα ένα μικρό παντοπωλείο με πελατεία τους κατοίκους τους».
Με αυτά τα λόγια ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του στις εκλογές για τη δημαρχεία της Νέας Υόρκης ο ελληνοαμερικανός δισεκατομμυριούχος Τζον Κατσιματίδης. Ο αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας, που έφυγε έξι μηνών από την Ελλάδα και αυτοπαρουσιάζεται ως «ο δισεκατομμυριούχος της διπλανής πόρτας», ήταν υποστηριχτής του Δημοκρατικού Κόμματος (επί Μπιλ Κλίντον) αλλά βάζει υποψηφιότητα με τους Ρεπουμπλικανούς στις δημοτικές εκλογές του Νοεμβρίου φιλοδοξώντας να διαδεχθεί τον Μάικλ Μπλούμπεργκ που ολοκληρώνει την τρίτη θητεία του.
«Από τον ένα δισεκατομμυριούχο δήμαρχο της Νέας Υόρκης στον άλλο;» αναρωτιούνται τα αμερικανικά ΜΜΕ. Η αλήθεια είναι ότι το προσωπικό χρήμα που έριξε στην κούρσα ο Μπλούμπεργκ και εκείνο που θα ρίξει ο Κατσιματίδης βοηθάει την εκλογή στο ανώτατο πόστο του Μεγάλου Μήλου. Οπως βοηθούν και οι πολιτικές κωλοτούμπες που έκαναν αμφότεροι. Οι Νεοϋορκέζοι είναι προοδευτικοί – οι Δημοκρατικοί λαβαίνουν ως και 80% στις εκλογές. Όμως στην πόλη τους την τελευταία 20ετία εκλέγουν «Ρεπουμπλικανό» δήμαρχο – ο Μπλούμπεργκ ξεκίνησε ως Δημοκρατικός, πρωτοεξελέγη ως Ρεπουμπλικανός και στη συνέχεια έγινε Ανεξάρτητος.
«Είμαι Ρεπουμπλικανός; Ναι. Είμαι Δημοκρατικός; Ναι. Είμαι συντηρητικός; Ναι. Είμαι προοδευτικός; Ναι. Βρίσκομαι ακριβώς στη μέση. Τι είμαι; Είμαι υπέρ του λαού. Αλλά και υπέρ των επιχειρηματιών», δηλώνει ο Κατσιματίδης.
«Μια κάποια ιδεολογική ευελιξία είναι απαραίτητη όταν ένας ζάπλουτος επιχειρηματίας με μηδενική πολιτική πείρα ζητά το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών σε μια πόλη που είναι αναφανδόν Δημοκρατική» σχολίασαν οι «New York Times».
Ο Κατσιματίδης ξεκίνησε σπουδές ηλεκτρολόγου μηχανικού στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης αλλά τις παράτησε _ «όπως ο Μπιλ Γκέιτς παράτησε το Χάρβαρντ», δικαιολογείται ο ίδιος– για να πιάσει δουλειά στο παντοπωλείο ενός γνωστού του το οποίο τελικά αγόρασε. Το ένα παντοπωλείο έγινε αλυσίδα 50 παντοπωλείων (με την επωνυμία Red Apple) ενώ προστέθηκαν εταιρείες ενοικίασης επιχειρηματικών αεροσκαφών -«το υπ’ αριθμόν ένα χόμπι μου ήταν να πετάω αεροπλάνα. Το εγκατέλειψα όταν γεννήθηκαν τα παιδιά μου», λέει ο Κατσιματίδης που έχει άδεια πιλότου – διυλιστήρια, βενζινάδικα, περισσότερα από 300 ακίνητα-«φιλέτα» σε Νέα Υόρκη και Φιλαδέλφεια καθώς και η ομογενειακή εφημερίδα «The Hellenic Times».
Ο Κατσιματίδης παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο το 1988 την πρώην γραμματέα του, Μάργκο Βοντερσάαρ, με την οποία απέκτησε δυο παιδιά. Η κόρη, Αντρέα, παντρεύτηκε πρόσφατα τον Ρίτσαρντ Κοξ, εγγονό του Ρίτσαρντ Νίξον («Η δεξίωση στο Waldorf-Astoria κόστισε πάνω από ένα εκατομμύριο δολάρια», είπε σε συνέντευξή του ο ευτυχής μπαμπάς) ενώ ο γιος, Τζον Τζούνιορ σπουδάζει.
Αθυρόστομος στα όρια του γραφικού, ο Κατσιματίδης αναμένεται να προκαλέσει πολλούς πονοκεφάλους στους υπεύθυνους Τύπου του στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Κορυφαία γκάφα του: τον περασμένο μήνα παρομοίασε τη φορολόγηση των πλουσίων με τον ναζισμό.
Με περιουσία 3 δισ. δολάρια, ο Κατσιματίδης φιγουράρει στην 132η θέση στη λίστα Forbes με τους 400 πλουσιότερους Αμερικανούς. «Δεν είμαι δισεκατομμυριούχος τύπου Μπλούμπεργκ», λέει. «Δεν φοράω κοστούμια 5.000 δολαρίων». Αλλωστε θα κάνει και… οικονομία στους Νεοϋορκέζους: ενώ ο Μπλούμπεργκ εισέπραττε μισθό 1 δολάριο τον μήνα, ο Κατσιματίδης λέει ότι θα αμείβεται με 99 σεντς.