Ολυμπιονίκης, αθλητής-σύμβολο με δεκάδες σημαντικές νίκες και διακρίσεις στο ενεργητικό του, για πολλά χρόνια πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Ολυμπιονικών και πηγή έμπνευσης για ολόκληρες γενιές αθλητών. Ο θρύλος της ιστιοπλοΐας Τάσος Μπουντούρης γνώρισε δόξες που ελάχιστοι αθλητές στον κόσμο έχουν ζήσει, ωστόσο σήμερα, κοντά στα εξήντα του χρόνια, η ιστορία του θα μπορούσε να ταυτιστεί με αυτήν του Σαντιάγκο, του ήρωα του μυθιστορήματος «Ο γέρος και η θάλασσα»… Τώρα δίνει τη μεγαλύτερη και ίσως τελευταία του μάχη με τον… μεγάλο ξιφία στα βαθιά νερά! «Τα έχασα όλα» λέει, αλλά δεν δείχνει να ταράζεται. Σηκώνει αργά με τα ροζιασμένα χέρια του το ψηλό ποτήρι που μοιάζει να χάνεται μέσα στη χούφτα του και πίνει με ευχαρίστηση μια γουλιά ούζο, ατενίζοντας το απέραντο γαλάζιο της πιο παθιασμένης ερωμένης του, της θάλασσας…
Το ραντεβού μας δόθηκε στο στέκι του, μια υπερυψωμένη καφετέρια δίπλα στα βράχια κάτω από τον ίσκιο της Καστέλας, όπου όταν έχει καιρό -όπως λένε οι ναυτικοί- σκάνε τα κύματα πάνω τους και η αρμύρα μπερδεύεται με τη μυρωδιά του αχνιστού καφέ πλημμυρίζοντας τις αισθήσεις των θαμώνων. «Δεν ζω χωρίς να τη μυρίζω. Γυρίζω μέσα στα σπλάχνα της από τριών χρόνων» εξηγεί και τα μάτια του ξεχειλίζουν από θυμό για όσα σήμερα στερείται.
Ευθύς, αψύς, αυθόρμητος και χειμαρρώδης, ο Τάσος Μπουντούρης, τέσσερις φορές Ολυμπιονίκης στο άθλημα της ιστιοπλοΐας, με κοιτάζει κατάματα και δεν φοβάται να πει όσα νιώθει: «Χρωστάω στο κράτος, αλλά το έχω γραμμένο εκεί που καταλαβαίνεις. Οσοι βρέθηκαν στην εξουσία πήραν δόξα την εποχή των μεταλλίων μας και μετά μας πέταξαν σαν στυμμένες λεμονόκουπες. Γυρνούσα από τους αγώνες και έτρεχαν κουστουμαρισμένοι δίπλα μου να φωτογραφηθούν. Τώρα πού είναι; Υποκρισία στο έπακρο! Ως Ολυμπιονίκης ήμουν η βιτρίνα μιας χώραας που φαινομενικά ευημερούσε. Τίποτα όμως δεν ήταν αληθινό. Ολα αποδείχτηκαν μια τεράστια φούσκα που έσκασε».
Ο Τάσος Μπουντούρης ξεκίνησε τον αθλητισμό όταν ήταν πέντε χρόνων. Μάλιστα ήταν αυτός που επινόησε την κατηγορία «Οptimist» που στη συνέχεια έγινε γνωστή σε όλο τον κόσμο: «Ο πατέρας μου ήταν ιστιοπλόος και από εκείνον αγάπησα τα σκαριά. Ημουν παιδάκι όταν έπαιζα μέσα στο λιμάνι και χάζευα τα σκάφη. Μια μέρα έπαιζα με αυτά τα μικρά βαρκάκια που τα έχουν οι θαλαμηγοί για να βγαίνει το πλήρωμα στη στεριά. Με είδε ο Γουλανδρής να πηγαίνω σφαίρα πάνω σε ένα από αυτά και αμέσως παρήγγειλε καμιά δεκαριά. Ετσι ξεκίνησαν να βγαίνουν στη θάλασσα μικρότερες ηλικίες και καθιερώθηκε η κατηγορία “Optimist”» εξηγεί στην «Espresso», ενώ χαιρετά όποιον περνάει από μπροστά του. Γέννημα-θρέμμα Τουρκολιμανιώτης, γιος μπακάλισσας, ήταν πάντα απλός: «Δεν είχα προπονητή, δεν είχα αχθοφόρο, δεν είχα κοντά μου ούτε ιατρικό σύμβουλο. Ο,τι έκανα, το έκανα μόνος μου. Σε όποια κατηγορία και να συμμετείχα, γύριζα με διακρίσεις για την Ελλάδα» τονίζει με καμάρι και χαϊδεύει ένα από τα σκαριά που επισκευάζει.
«Βλέπεις; Αυτό κάνω τώρα. Τα φτιάχνω να πηγαίνουν γρηγορότερα. Ξέρω τον τρόπο. Αφού τα έχασα όλα κι έμεινα χωρίς καμία στήριξη, πάλι η θάλασσα με θρέφει. Αυτή δεν με έχει προδώσει ποτέ! Επισκευάζω καράβια προκειμένου να ζήσω τα παιδιά μου. Δεν παραπονιέμαι όμως. Τώρα, όσο παράξενο και αν σου φαίνεται, νιώθω πιο γεμάτος από ποτέ. Αλήθεια, νιώθω ευτυχισμένος. Αν δεν πιάσεις πάτο, δεν καταλαβαίνεις» ξεκαθαρίζει και περιγράφει πώς έφτασε να βγάλει το σπίτι του στο σφυρί και να έρθει στα όρια της ανέχειας: «Στην πιο παραγωγική ηλικία της ζωής μου δεν ήξερα τίποτε άλλο παρά εξαντλητικές προπονήσεις. Κάποια στιγμή επένδυσα τα χρήματά μου σε επιχειρήσεις εστίασης. Είχα τρία μαγαζιά στις Σπέτσες και δύο στο Μικρολίμανο. Δεν μπορούσα να είμαι παρών για να έχω τον έλεγχο, διότι ταξίδευα και αγωνιζόμουν. Τελικά βρέθηκα χρεωμένος, με τη ΔΕΗ να μου ζητάει ένα σωρό χρήματα χωρίς να δέχεται διακανονισμούς» εξηγεί και συνεχίζει: «Η καθημερινότητά μου είναι πλέον ταυτισμένη με τις δυσκολίες. Τα φέρνω δύσκολα βόλτα, μια ζωή τα χρήματά μου τα ξόδευα για προπονήσεις. Εχω δύο άνεργα παιδιά και προσπαθώ να τα βοηθήσω. Αλλά πώς; Αναγκάστηκα να βγάλω προς πώληση μέχρι κι ένα σπίτι που διαθέτω στο Πόρτο Χέλι. Πρόσφατα έλαβα μια ειδοποίηση από το Δημόσιο ότι τους χρωστώ. Τρελαίνομαι και μόνο που το ακούω! Αντί να μου χρωστάει το Δημόσιο για όλα αυτά που τόσα χρόνια προσέφερα, του χρωστάω εγώ!»
Ο Τάσος Μπουντούρης υπήρξε τρεις φορές παγκόσμιος πρωταθλητής, αρκετές φορές πρωταθλητής Ευρώπης, ενώ κέρδισε μια θέση μέσα στην εξάδα σε πολλούς Ολυμπιακούς, με αποκορύφωμα τους θρυλικούς Αγώνες της Μόσχας όπου τρέχοντας με σκάφος τύπου Soling κρέμασε στο στήθος του το χάλκινο μετάλλιο. Αθλητής με διεθνή αναγνώριση, έχει συμμετάσχει σε περισσότερους Ολυμπιακούς Αγώνες από κάθε άλλον Ελληνα αθλητή. Τελευταία του συμμετοχή σε Ολυμπιακούς Αγώνες ήταν το 2000, όταν και αποχαιρέτησε ως αθλητής τις θάλασσες: «Εκτοτε δεν μου πρότεινε κανείς να ασχοληθώ με την προπονητική. Να βοηθήσω νέα παιδιά με τις γνώσεις μου. Αλλά όταν μιλάς τους χαλάς τη συνταγή και εγώ δεν μπορώ να βλέπω το άδικο ή το παράλογο και να κάνω τα στραβά μάτια. Μια φορά μπλέχτηκα με τα δημοτικά συμβούλια και όταν κατάλαβα πως ο νους τους ήταν στο φαγοπότι, έφυγα… νύχτα. Εκτοτε ξεκίνησαν και τα προβλήματά μου στα μαγαζιά που είχα εδώ στο Μικρολίμανο – και όχι τυχαία. Ο πόλεμος ήταν ανηλεής».
Ο Τάσος Μπουντούρης όχι μόνο ισχυρίζεται πως η πολιτεία δεν του πρότεινε ποτέ κάποια τιμητική θέση, αλλά καταγγέλλει πως στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας θέλησε να δει τις εγκαταστάσεις της ιστιοπλοΐας και δεν τον άφηναν να μπει. «Κατάφερα τελικά να μπω μετά από φασαρία και τσαμπουκά. Και στους πρόσφατους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου έθεσα επίσης θέμα η φλόγα να περάσει από τον Ιστιοπλοϊκό Ομιλο Ελλάδος. Δεν κατάλαβα, δεν θα περνούσε το ιερό σύμβολο του Ολυμπισμού από τον σύλλογο που χάρισε το πρώτο Ολυμπιακό μετάλλιο στη χώρα μας;»
Το εκπληκτικό με τον κορυφαίο Ελληνα αθλητή είναι πως παρά την πικρία του δεν μετανιώνει που ασχολήθηκε με τον πρωταθλητισμό: «Ηταν τα ωραιότερα χρόνια της ζωής μου. Ο αθλητισμός είναι κάτι υπέροχο και επομένως αξίζει κάποιος να ασχοληθεί. Εστω κι αν στην Ελλάδα όλα τα φέρνουμε στα μέτρα μας και κατά πώς μας συμφέρουν. Υπήρξε εποχή που έφερναν αθλητές από το εξωτερικό, τους βάφτιζαν Ελληνες και πόνταραν σε αυτούς διαφημίζοντας αθλήματα όπως η άρση βαρών. Κάποιοι μέθυσαν από τη δόξα και τα μετάλλια και προσπάθησαν να μας πείσουν ότι η άρση βαρών είναι το εθνικό μας άθλημα. Δεν σηκώθηκε ποτέ κάποιος να πει ότι εθνικό σπορ ενός λαού που αγαπάει τη ναυτοσύνη, δίνει αγώνα για την υφαλοκρηπίδα και διαφημίζει παντού τα νησιά του δεν μπορεί να είναι άλλο από αυτό που εμπεριέχει θάλασσα, ευγενή άμιλλα και απέχει πολύ από τις τακτικές του ντόπινγκ» δηλώνει, ενώ τονίζει πως όσο και αν η Ελλάδα τον πληγώνει, δεν θέλει να φύγει: «Μου προσφέρουν θέση προπονητή στα Αραβικά Εμιράτα με τεράστιο μισθό, αλλά δεν αλλάζω αυτή τη μαγεία που προσφέρει η χώρα μας» τονίζει και αποκαλύπτει τα νέα του σχέδια: «Πάντα αγωνιζόμουν στη ζωή μου. Είμαι μαχητής. Εχω κερδίσει δεκάδες αγώνες δεν θα με πτοήσει ότι μου ήρθε μια ατυχία. Είμαι χαρούμενος διότι αυτό που περνάω δεν το διδάσκεται κανείς ούτε στα μεγαλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου. Η ζωή δίνει τα καλύτερα μαθήματα» λέει κι εξηγεί: «Στόχος μου είναι να φτιάξω τον καλύτερο όμιλο ιστιοπλοΐας στη Σαντορίνη. Ηδη έχω ξεκινήσει τις επαφές μου και μόλις ανοίξει ο καιρός θα πάω στο νησί για να μεταλαμπαδεύσω τις γνώσεις μου σε νέους ιστιοπλόους. Τα όνειρα δεν σταματούν ποτέ. Αυτό που ξέρω να κάνω καλύτερα από καθετί, θα το κάνω μέχρι να πεθάνω!»
ΑΝΘΗ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
ΦΩΤ. ΛΑΚΗΣ ΓΙΑΚΟΥΜΗΣ
Τα μετάλλια και ο άθλος της Μόσχας
Ο Τάσος Μπουντούρης γεννήθηκε στον Πειραιά τον Αύγουστο του 1955. Γιος επίσης ιστιοπλόου, ο οποίος τον μύησε στο άθλημα, είναι μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες στον χώρο της ελληνικής ιστιοπλοΐας, με ένα χάλκινο Ολυμπιακό μετάλλιο, το οποίο κατέκτησε το 1980 στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας, στην κατηγορία των σκαφών Σόλινγκ (με πλήρωμα τους Γαβρίλη και Ραπανάκη). Υπήρξε μία από τις πιο σταθερές ελληνικές παρουσίες στους Ολυμπιακούς Αγώνες, καθώς ξεκίνησε από το Μόντρεαλ το 1976 (6ος στα σκάφη Φιν) και συνέχισε στη Μόσχα, στο Λος Αντζελες το 1984 (6ος στα σκάφη τύπου Σόλινγκ), στη Σεούλ το 1988 (18ος στα Σόλινγκ) και στη Βαρκελώνη το 1992 (21ος στα Σόλινγκ). Το 1993 κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο παγκόσμιο πρωτάθλημα στο Παλαιό Φάληρο. Υπήρξε επί σειρά ετών πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Ολυμπιονικών.
Ο Τάσος Μπουντούρης μπορεί να πήρε μέρος σε έξι Ολυμπιακές διοργανώσεις, αλλά δεν θεωρεί δύσκολους αγώνες τους Ολυμπιακούς. Οπως άλλωστε συνηθίζει να λέει σε συνεντεύξεις του: «Τα παγκόσμια πρωταθλήματα είναι περισσότερο δύσκολα. Τρέχει πάνω από ένα σκάφος για μία χώρα και υπάρχει τακτική για να νικήσει ο ένας από αυτούς. Εκεί εμείς πηγαίναμε μόνοι μας. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το παγκόσμιο πρωτάθλημα στο Αντζιο, όπου ήρθαμε δεύτεροι. Απ’ όλους τους αγώνες που έχω τρέξει ήταν ο πιο δύσκολος». Ο Μπουντούρης κάνει ιστιοπλοΐα σχεδόν πενήντα χρόνια. Εχει ζήσει πολλές συγκινητικές στιγμές, καμία όμως δεν συγκρίνεται, όπως πάντα υποστηρίζει, με την είσοδο στο Στάδιο. Πλέον ονειρεύεται να δει τον γιο του, Νικόλα, να συνεχίζει τη γεμάτη διακρίσεις ιστορία του. Αλλωστε το ρεκόρ του είναι μοναδικό, καθώς έχει συμμετάσχει σε περισσότερους Ολυμπιακούς Αγώνες από κάθε άλλον Ελληνα αθλητή.