Ο πρώην διευθυντής της Wall Street Journal Online και νυν καθηγητής στο Columbia μιλάει για το παρόν και το μέλλον της δημοσιογραφίας
Ο κ. Μπιλ Γκρούσκιν, πρώην διευθυντής της Wall Street Journal Online και νυν καθηγητής της Σχολής Δημοσιογραφίας και πρύτανης Ακαδημαϊκών Υποθέσεων στην Columbia Journalism School της Νέας Υόρκης, επισκέφθηκε την Αθήνα για μια σειρά διαλέξεις σχετικά με τα μέσα ενημέρωσης. Τον συναντήσαμε και μιλήσαμε μαζί του για το μέλλον των εφημερίδων, την ενημέρωση στην εποχή της «στιγμιαίας» πληροφόρησης και τις αλλαγές που έχουν φέρει στο μιντιακό τοπίο το Διαδίκτυο και τα κοινωνικά δίκτυα. «Πριν από περίπου 15 χρόνια οι εφημερίδες αποφάσισαν να προσφέρουν το περιεχόμενό τους online δωρεάν. Τώρα που αισθάνονται την ανάγκη να χρεώσουν, οι αναγνώστες είναι απρόθυμοι να πληρώσουν» τονίζει ο κ. Γκρούσκιν και προσθέτει ότι ο ρόλος των δημοσιογράφων έχει πια αλλάξει. Σήμερα που η αναγνωσιμότητα του κάθε ρεπορτάζ είναι μετρήσιμη online, οι δημοσιογράφοι δημιουργούν το δικό τους ακροατήριο, «το δικό τους brand», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, κυρίως μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. «Για τον λόγο αυτόν δημοσιογραφικοί οργανισμοί θέλουν τους δηµοσιογράφους δραστήριους στα social media, ώστε να προσελκύουν όλο και περισσότερους αναγνώστες στην ιστοσελίδα τους».
Πώς βλέπετε να διαγράφεται το μέλλον των εφημερίδων;
«Οι έντυπες εφημερίδες βρίσκονται τα τελευταία χρόνια κάτω από τρομακτική πίεση, όχι μόνο στις ΗΠΑ, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Βασική αιτία είναι το γεγονός ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι καταφεύγουν στο Διαδίκτυο για την ενημέρωσή τους. Πολλές εφημερίδες διέθεταν το περιεχόμενό τους online δωρεάν, με αποτέλεσμα να συνηθίσουν οι αναγνώστες σε αυτό το μοντέλο. Την ίδια στιγμή η διαφήμιση στο Διαδίκτυο είναι σε πρώιμο στάδιο και δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο με ποιον τρόπο οι εφημερίδες θα μπορέσουν να εξασφαλίσουν τα διαφημιστικά έσοδα που εξασφάλιζαν οι έντυπες εκδόσεις. Οι περισσότεροι δημοσιογραφικοί οργανισμοί αναζητούν λύσεις στα προβλήματα αυτά. Τον τελευταίο καιρό επενδύουν σε εφαρμογές για “έξυπνα” κινητά και iPads, και αυτός ο τομέας δίνει μέχρι στιγμής ενθαρρυντικές ενδείξεις. Πάντως το μεγαλύτερο ποσοστό της σοβαρής δημοσιογραφίας γίνεται από οργανισμούς που εκδίδουν έντυπες εφημερίδες και περιοδικά, γι’ αυτό και πολλοί ανησυχούν για το μέλλον της δημοσιογραφίας γενικότερα».
Συμφωνείτε με όσους προβλέπουν ότι στο κοντινό μέλλον οι έντυπες εφημερίδες θα εκλείψουν;
«Γενικά αποφεύγω να κάνω προβλέψεις. Αν με ρωτούσατε πριν από λίγα χρόνια ποια είναι η επόμενη κινητή συσκευή, δεν θα μπορούσα να είχα προβλέψει την εμφάνιση και την εξάπλωση των “έξυπνων” κινητών και των υπολογιστών τύπου tablets. Είναι εύκολο να κάνει κανείς προβλέψεις και ύστερα από λίγα χρόνια να διαπιστώνει ότι η τεχνολογία έχει κάνει τις προβλέψεις του παρωχημένες. Σίγουρα, αν οι έντυπες εφημερίδες συνεχίσουν να υφίστανται τις πιέσεις που δέχονται, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς με ποιον τρόπο θα επιβιώσουν στο μέλλον. Πολλές εφημερίδες στις ΗΠΑ αναστέλλουν τις ημερήσιες εκδόσεις τους και συνεχίζουν να εκδίδουν τα κυριακάτικα φύλλα, που είναι ακόμη πολύ κερδοφόρα».
Εσείς ενημερώνεστε από τις έντυπες εφημερίδες ή από το Διαδίκτυο;
«Καθημερινά φτάνουν στο σπίτι μου δύο έντυπες εφημερίδες, τις οποίες ξεφυλλίζω, αλλά, για να είμαι ειλικρινής, τις περισσότερες ειδήσεις τις διαβάζω στο iPad».
Τον τελευταίο καιρό γίνεται μεγάλη συζήτηση για το αν οι εφημερίδες πρέπει να χρεώνουν τους επισκέπτες στην ηλεκτρονική τους έκδοση. Η «Wall Street Journal» είναι από τις λίγες εφημερίδες που έχουν με επιτυχία εφαρμόσει το μοντέλο της ηλεκτρονικής συνδρομής. Πού αποδίδετε την επιτυχία αυτή;
«Στον Πίτερ Καν που ήταν διευθύνων σύμβουλος του Dow Jones τη δεκαετία του ’90. Συνεργάστηκα μαζί του για πολλά χρόνια και κάποια στιγμή τον ρώτησα γιατί αποφάσισε να εφαρμόσει αυτό το μοντέλο. Μου απάντησε ότι το έκανε επειδή δεν γνώριζε κανένα άλλο μοντέλο. Η αίσθηση ήταν από την αρχή ότι οι αναγνώστες έπρεπε να πληρώσουν για το περιεχόμενο της εφημερίδας, είτε αγόραζαν την έντυπη μορφή της είτε επισκέπτονταν την ηλεκτρονική της έκδοση».
Ποια κατά τη γνώμη σας είναι η επίδραση των κοινωνικών δικτύων στον τομέα της ενημέρωσης;
«Τα κοινωνικά δίκτυα είναι ένας πολύ αποτελεσματικός τρόπος για τα μέσα ενημέρωσης προκειμένου να διαδώσουν το περιεχόμενό τους σε περισσότερους χρήστες. Είναι ένας τρόπος για να συμβάλουν οι αναγνώστες μιας εφημερίδας ή ενός περιοδικού στη διάδοση μιας είδησης και να την προωθήσουν σε ακόμη περισσότερους αναγνώστες. Διαβάζεις μια είδηση και την ανεβάζεις στο Facebook ή στο Twitter, με αποτέλεσμα να διαδίδεται σε ευρύτερο κοινό. Τα δίκτυα αυτά είναι επίσης ένας αποτελεσματικός δίαυλος ενημέρωσης για όσα συμβαίνουν σε μέρη του κόσμου όπου η ενημέρωση υπόκειται σε περιορισμούς. Το είδαμε να συμβαίνει στην Αραβική Ανοιξη ή στο Ιράν. Τα κοινωνικά δίκτυα αποτελούν πλέον ένα σημαντικό γρανάζι στη μηχανή της ενημέρωσης».
«Με ανησυχούν οι επιθέσεις κατά δημοσιογράφων στην Αθήνα»
Πιστεύετε ότι οργανισμοί όπως η WikiLeaks βοηθούν στην πληρέστερη ενημέρωση;
«Η WikiLeaks είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση. Οι περισσότεροι δημοσιογραφικοί οργανισμοί έχουν συχνά πρόσβαση σε πληροφορίες που θεωρούν ότι πρέπει να δημοσιοποιηθούν. Για παράδειγμα, στη δεκαετία του ’70 είχαμε τα απόρρητα αρχεία του Πενταγώνου ή πιο πρόσφατα τις φωτογραφίες από τη φυλακή Αμπου Γκράιμπ. Στις περιπτώσεις αυτές η κυβέρνηση δεν ήταν και πολύ ευχαριστημένη από τη δημοσιοποίηση αυτών των πληροφοριών και σε πολλές περιπτώσεις προσπάθησε να την εμποδίσει. Την ίδια στιγμή σε ορισμένες περιπτώσεις τα μέσα ενημέρωσης έχουν πρόσβαση σε απόρρητες πληροφορίες που αποφασίζουν να μη δημοσιοποιήσουν. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να είναι τα ονόματα μυστικών πρακτόρων ή το όνομα ενός ανήλικου παιδιού που έπεσε θύμα βιασμού. Με λίγα λόγια σε παλαιότερες εποχές τα μέσα ενημέρωσης ήταν αυτά που αποφάσιζαν ποιες πληροφορίες θα δημοσιοποιούνταν και ποιες όχι. Στις μέρες μας, με το Διαδίκτυο και περιπτώσεις σαν τη WikiLeaks, αυτό δεν ισχύει πλέον».
Πρόσφατα μια εφημερίδα της Νέας Υόρκης δημοσίευσε τα προσωπικά δεδομένα όσων κατείχαν όπλα. Πώς κρίνετε την ενέργεια αυτή;
«Είναι πολύ ενδιαφέρον που το αναφέρετε επειδή τυχαίνει να κατοικώ στην περιοχή της Νέας Υόρκης όπου εκδίδεται η συγκεκριμένη εφημερίδα και έτσι ως κάτοικος αυτής της περιοχής ενδιαφέρθηκα να δω ποιος στην οδό που είναι το σπίτι μου ήταν κάτοχος όπλων. Πολύ συχνά οι δημοσιογραφικοί οργανισμοί αποκτούν πρόσβαση σε δημόσια αρχεία και αποφασίζουν να τα δημοσιεύσουν. Στη συγκεκριμένη περίπτωση θα μπορούσαν να είχαν κάνει καλύτερη χρήση αυτών των δεδομένων. Θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να δουν ποιοι από αυτούς που κατέχουν όπλα έχουν ταυτόχρονα και “λερωμένο” ποινικό μητρώο. Το να δημοσιεύουν απλά όλα αυτά τα δεδομένα έκανε την εφημερίδα ευάλωτη σε πολλές κατηγορίες και αν τα είχαν χειριστεί καλύτερα θα είχαν αποφύγει τον σάλο που προκλήθηκε».
Κάποιο σχόλιο για τα ελληνικά media;
«Είμαι εντυπωσιασμένος από το πόσο πολλές εφημερίδες υπάρχουν στην Ελλάδα. Για μια πόλη με το μέγεθος της Αθήνας το να έχει όλες αυτές τις διαφορετικές φωνές είναι ασυνήθιστο. Δεν το βλέπεις αυτό σε πόλεις της Αμερικής με πολύ μεγαλύτερο πληθυσμό από της Αθήνας, Ταυτόχρονα με ανησυχούν ιδιαίτερα οι πρόσφατες επιθέσεις εναντίον δημοσιογράφων».