Γενετική μελέτη δείχνει ένα μεγάλο κύμα μετανάστευσης από την Ινδία προς την Ωκεανία πριν από 4.000 χρόνια
Εδώ και δεκαετίες οι ανθρωπολόγοι πιστεύουν ότι η Ωκεανία έμεινε απομονωμένη από τον υπόλοιπο κόσμο για 40.000 χρόνια μετά τον πρώτο εποικισμό της. Κι όμως, γενετική μελέτη εντοπίζει ενδείξεις ενός μεγάλου κύματος μετανάστευσης από την Ινδία πριν από 4.000 χρόνια. Μάλιστα οι ασιάτες έποικοι δεν αποκλείεται να έφεραν μαζί τους σκύλους που εξελίχθηκαν αργότερα στο αγριόσκυλο ντίνγκο της Αυστραλίας.
Από τις αρχαιότερες ενδείξεις ανθρώπινης παρουσίας
Στην Αυστραλία έχουν βρεθεί ορισμένες από τις αρχαιότερες ενδείξεις ανθρώπινης παρουσίας εκτός της Αφρικής. Οι άνθρωποι έφτασαν στην ήπειρο μέσω της Ασίας πριν από τουλάχιστον 45.000 χρόνια, όταν μεγάλο μέρος της Ευρώπης ήταν ακόμα άγνωστο στους Homo sapiens.
Οι ανθρωπολόγοι πίστευαν μέχρι σήμερα ότι ο ιθαγενείς Αβορίγινες -ένας από τους αρχαιότερους λαούς του κόσμου- παρέμειναν στη συνέχεια απομονωμένοι μέχρι την άφιξη των Ευρωπαίων στα τέλη του 18ου αιώνα.
Ανατροπή της κρατούσας άποψης
Τώρα, έρευνα που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση PNAS δείχνει να ανατρέπει την κρατούσα άποψη. Ο Μαρκ Στόουνκινγκ και οι συνεργάτες του στο Ινστιτούτο Εξελικτικής Ανθρωπολογίας Max Planck, στη Λειψία της Γερμανίας, μέτρησαν τη γενετική ποικιλότητα ανάμεσα σε 344 εθελοντές, οι οποίοι προέρχονταν από την Ινδία, την Κίνα, άλλες χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας, τις ΗΠΑ, την Κίνα και την Αυστραλία.
Το 11% των γονιδίων των Αβορίγινων είναι… ινδικά
Η ανάλυση έδειξε ότι το 11% των γονιδίων των σημερινών Αβορίγινων προέρχεται από κατοίκους της Ινδίας που έφτασαν στην Ωκεανία γύρω στο 2200 π.Χ.
Το ενδιαφέρον είναι ότι η χρονολογία αυτή συμπίπτει με την ηλικία των αρχαιότερων απολιθωμάτων ντίνγκο -των αυστραλιανών αγριόσκυλων που ανήκουν στο ίδιο είδος με τον λύκο (όπως όλα τα σκυλιά) αλλά έχουν πια εξελιχθεί σε διαφορετική φυλή.
Αυτό αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να προέρχονται τα ντίνγκο από κατοικίδια στην Ινδία.
Οι ερευνητές θα ήθελαν τώρα να συνεχίσουν τη μελέτη σε ιθαγενείς από περισσότερες περιοχές, διαπιστώνουν όμως ότι οι Αβορίγινες τείνουν να είναι καχύποπτοι και δύσκολα δέχονται να δώσουν δείγματα.