Το αγελαδινό γάλα αποτελεί τη βασική πηγή βιταμίνης D για τα παιδιά, ενώ τα γαλακτοκομικά προϊόντα συνδέονται άμεσα και με την απορρόφηση του σιδήρου. Ποια είναι όμως η κατάλληλη ποσότητα γάλακτος που πρέπει να καταναλώνουν τα παιδιά καθημερινά;
Την απάντηση δίνει μια νέα έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το πανεπιστήμιο του Τορόντο και είχε θέμα τη σχέση του αγελαδινού γάλακτος με τη βιταμίνη D και τον σίδηρο στα παιδιά προσχολικής ηλικίας. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, συνήθως δύο ποτήρια είναι αρκετά για να υπάρχει ισορροπία στον παιδικό οργανισμό. Η έρευνα διεξήχθη από τον Δεκέμβριο του 2008 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2010 με τη συμμετοχή 1.311 παιδιών ηλικίας από δύο έως πέντε ετών, τα οποία δεν παρουσίαζαν κάποιο πρόβλημα υγείας.
Οι επιστήμονες μέτρησαν τα επίπεδα του σιδήρου και της βιταμίνης D στο αίμα των παιδιών, ενώ για να καταλήξουν στο συμπέρασμά τους έλαβαν υπόψη τους και άλλους παράγοντες, όπως την ηλικία των παιδιών, τον δείκτη σωματικής μάζας, το χρώμα του δέρματός τους, τις εποχές του χρόνου κ.ά. Οπως διαπίστωσαν, δύο ποτήρια γάλα τη μέρα είναι αρκετά για να υπάρχει στον παιδικό οργανισμό επαρκής ποσότητα βιταμίνης D (λίγο παραπάνω από 30 νανογραμμάρια ανά ml αίματος).
Τα αποτελέσματα της έρευνας δημοσιεύονται στην επιθεώρηση «Pediatrics», όπου οι επιστήμονες διευκρινίζουν ότι τα παιδιά που έχουν σκούρο δέρμα μπορεί κατά τους χειμερινούς μήνες να χρειάζονται τρία ή τέσσερα ποτήρια γάλακτος. Κατά την έρευνα διαπίστωσαν επίσης ότι η αυξημένη κατανάλωση γάλακτος σχετίζεται με τη μειωμένη φερριτίνη ορού και την αυξημένη 25-υδροξυβιταμίνη D, τα επίπεδα της οποίας ρυθμίζονται από τη διατροφή.
Επίσης, τονίζουν ότι η ποσότητα γάλακτος που χρειάζεται κάθε παιδί καθημερινά εξαρτάται και από την ηλικία του, τον ρυθμό ανάπτυξής του, αλλά και την υπόλοιπη διατροφή του. Μετά τον πρώτο χρόνο της ζωής τους, τα παιδιά μεγαλώνουν με πιο αργό αλλά σταθερό ρυθμό, ενώ μέχρι να φτάσουν στην εφηβεία ο ρυθμός αυξάνεται και πάλι.