Η αποκάλυψη ότι υψηλόβαθμο στέλεχος της Βουλής που έχει υποβάλει αίτηση συνταξιοδότησης θα λάβει ως εφάπαξ το αστρονομικό για τα δεδομένα της εποχής ποσό των 550.000 ευρώ αποτελεί μόνο την κορυφή του «παγόβουνου» που αναδεικνύει το προνομιακό καθεστώς αμοιβών που απολαμβάνουν οι, κατά τα άλλα πράγματι σκληρά εργαζόμενοι, υπάλληλοι της Βουλής.
Η απόφαση της κυβέρνησης, την περασμένη Τετάρτη, να αποσύρει, για δεύτερη φορά μέσα σε λιγότερο από έναν μήνα, την επίμαχη ρύθμιση για τη μισθολογική εξίσωση των υπαλλήλων της Βουλής με τους άλλους δημοσίους υπαλλήλους επανέφερε με εμφατικό τρόπο στο προσκήνιο τη σιωπηρή πραγματικότητα μιας προνομιακής μεταχείρισης που χρόνια καλυπτόταν από το πολιτικό σύστημα, αλλά σε μια περίοδο σκληρής λιτότητας για την πλειονότητα των πολιτών δεν μπορεί να γίνεται πλέον ανεκτή.
Μπροστά στην απειλή των εργαζομένων της Βουλής για την κήρυξη απεργίας, για πρώτη φορά στα χρονικά του Κοινοβουλίου, η οποία θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, η κυβέρνηση υποχώρησε και απέσυρε από την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου τη διάταξη για τη μισθολογική εξίσωση και τις υπερωρίες των υπαλλήλων της Βουλής, εγείροντας μείζον πολιτικό και ηθικό ζήτημα.
Άμεση ήταν, ωστόσο, η αντίδραση του πρωθυπουργού, ο οποίος έσπευσε να στείλει από τις Βρυξέλλες ηχηρό μήνυμα ξεκαθαρίζοντας ότι δεν πρόκειται να δεχθεί εκβιασμούς και ότι αποτελεί αμετάκλητη απόφαση της κυβέρνησης να επιβάλει την αναγκαία ρύθμιση προκειμένου να μην υπάρχουν υπάλληλοι δύο ταχυτήτων και να έχουν όλοι οι εργαζόμενοι την ίδια μεταχείριση.
Για να γίνει αντιληπτό με τον πιο σαφή τρόπο το μέγεθος των προνομίων που κατέχουν οι εργαζόμενοι της Βουλής, ο Τύπος της Κυριακής παρουσιάζει τρία από τα πιο ισχυρά ευεργετήματα των υπαλλήλων της Βουλής, σύμφωνα με κυβερνητική πηγή και με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, επιχειρώντας μια σύγκριση μεταξύ δύο υπαλλήλων της ίδιας κατηγορίας (ΠΕ) με τα ίδια (30) έτη υπηρεσίας, δηλαδή ενός υπαλλήλου της Βουλής και ενός δημοσίου υπαλλήλου (π.χ. εφοριακού ή εκπαιδευτικού).
1ον. Βασικός μισθός προσαυξημένος δύο φορές: Σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής, ο βασικός μισθός του υπαλλήλου (2.023 ευρώ) καταβάλλεται προσαυξημένος κατά 25%, ενώ λίγο πριν από την αποχώρησή του για συνταξιοδότηση χορηγείται στον ήδη προσαυξημένο μισθό και δεύτερη, επιπλέον, προσαύξηση κατά 15%. Έτσι, ο βασικός μισθός του υπαλλήλου της Βουλής προσδιορίζεται σε 2.908 ευρώ, ενώ του δημοσίου υπαλλήλου παραμένει στα 2.023 ευρώ. Ήτοι, υπάρχει μια μηνιαία διαφορά της τάξεως των 900 ευρώ περίπου μόνο από το βασικό μισθό.
2ον. Διπλάσια σύνταξη:
Εάν αποχωρήσει ο υπάλληλος της Βουλής μετά 30 έτη υπηρεσίας δικαιούται να λάβει ως κύρια σύνταξη το 100% των συντάξιμων αποδοχών του, ενώ ο δημόσιος υπάλληλος με τα ίδια χρόνια υπηρεσίας το 68,6% των συντάξιμων αποδοχών και υπό την προϋπόθεση ότι έχει το απαιτούμενο όριο ηλικίας. Δηλαδή, ο υπάλληλος της Βουλής λαμβάνει το ποσό των 3.049 ευρώ (2.908 + 140,8), ενώ ο δημόσιος υπάλληλος μόλις 1.480 ευρώ (2.023 +140,8) x 68,6%. Δηλαδή η σύνταξη του υπαλλήλου της Βουλής είναι υπερδιπλάσια.
3ον. Διπλό εφάπαξ: Ο υπάλληλος της Βουλής δικαιούται δύο εφάπαξ. Ένα από το Ταμείο Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων και ένα από το Ταμείο Αρωγής Υπαλλήλων Βουλής. Το εφάπαξ του ΤΑΥΒ υπολογίζεται με 2,5 μισθούς ανά έτος υπηρεσίας. Δηλαδή ο υπάλληλος της Βουλής λαμβάνει ως εφάπαξ 75 μισθούς (30 έτη επί 2,5), ήτοι περίπου 220.000 ευρώ (2.908 x 75), χωρίς να προσθέτουμε στο βασικό μισθό τις λοιπές παροχές που συνυπολογίζονται για το εφάπαξ και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το δεύτερο εφάπαξ που θα πάρει από το ΤΠΔΥ. Αντιθέτως ο δημόσιος υπάλληλος λαμβάνει εφάπαξ μόνο από το ΤΠΔΥ, το οποίο προσδιορίζεται σήμερα για τον υπάλληλο του παραδείγματος με τα 30 έτη υπηρεσίας στα 32.000 ευρώ.
Η διαφορά είναι, προφανώς, πολλαπλάσια και θα πρέπει να επισημανθεί ότι από τη στιγμή που οι ανταποδοτικές παροχές, όπως π.χ. το εφάπαξ, βασίζονται κυρίως σε κοινωνικούς πόρους και όχι στις εισφορές των εργαζομένων, παύουν να έχουν αυτό το χαρακτήρα και μετατρέπονται σε χαριστικές πράξεις, όπως στην περίπτωση του ΤΑΥΒ.
Στις συνθήκες της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης που βιώνει η χώρα την τελευταία τριετία, είναι αυτονόητο ότι δεν μπορεί να υπάρχουν εργαζόμενοι δύο ταχυτήτων και οι υπάλληλοι της Βουλής, με το επιχείρημα του αυτοδιοίκητου του Κοινοβουλίου, να εξακολουθούν να εξαιρούνται από το ενιαίο μισθολόγιο, την ώρα που οι άλλοι μισθωτοί και συνταξιούχοι υποβάλλονται σε αιματηρές οικονομικές θυσίες την τελευταία τριετία.
Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι είναι θεμιτή η διαφορετική οικονομική μεταχείριση μεταξύ των διαφόρων κλάδων εργαζομένων λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών εργασίας αυξημένης βαρύτητας που μπορεί να επικρατούν σε συγκεκριμένους κλάδους. Προφανώς όμως αυτή η μεταχείριση μπορεί να εκφράζεται με επιδόματα, υπερωρίες κ.λπ. και όχι με πάγιες παροχές που έχουν συνταξιοδοτικές επιπτώσεις. Ωστόσο άλλοι υπάλληλοι που μπορεί να εργάζονται ακόμα σκληρότερα, όπως οι νοσοκομειακοί, οι εκπαιδευτικοί ή οι εργαζόμενοι σε βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, δεν έχουν την ίδια αντιμετώπιση με τους υπαλλήλους της Βουλής.
Μπορεί τα συγκεκριμένα προνόμια να είναι μέχρι τώρα νόμιμα, σίγουρα όμως δεν μπορεί να είναι και ηθικά, με δεδομένη την κοινωνική αδικία που δημιουργούν. Oχι βεβαίως για τους υπαλλήλους που τα λαμβάνουν, αλλά για το πολιτικό σύστημα που τα κάλυπτε μέχρι σήμερα. Από τη στιγμή, όμως, που η ισότητα των πολιτών θα πρέπει να εφαρμόζεται και απέναντι στη λιτότητα, η επίμαχη ρύθμιση που δεσμεύθηκε ότι θα επαναφέρει η κυβέρνηση είναι καιρός να καταργήσει τα προνόμια αυτά και νομοθετικά.
Τύπος της Κυριακής