Η ευρωπαϊκή κρίση έχει εισέλθει σε μια ήρεμη φάση, η οποία συμπίπτει με την προεκλογική περίοδο της Γερμανίας το 2013. Η κρίση όμως θα επιστρέψει, θέτοντας το ζήτημα του κατά πόσον η ΕΕ μπορεί να επιβιώσει χωρίς το ενιαίο νόμισμα, γράφει στο project-syndicate.org ο Barry Eichengreen, καθηγητής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών στο University of California και πρώην σύμβουλος του ΔΝΤ.
Η κρίση στην Ευρώπη έχει εισέλθει σε μια ήρεμη φάση, η οποία δεν είναι τυχαία. Η τρέχουσα περίοδος σχετικής ηρεμίας συμπίπτει με την προεκλογική περίοδο των ομοσπονδιακών εκλογών στη Γερμανία το 2013, στην οποία η κατεστημένη καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ, θα κατέβει ως η γυναίκα που έσωσε το ευρώ.
Η κρίση όμως θα επιστρέψει, αν όχι πριν από τις επερχόμενες εκλογές της Γερμανίας, μετά. Η Νότια Ευρώπη δεν έχει κάνει αρκετά για να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα, ενώ η Βόρεια Ευρώπη δεν έχει κάνει αρκετά για να τονώσει τη ζήτηση. Ο φόρτος του χρέους παραμένει συντριπτικός και η ευρωπαϊκή οικονομία παραμένει ανίκανη να αναπτυχθεί. Σε ολόκληρη την ήπειρο, ο πολιτικός διχασμός μεγαλώνει. Για όλες αυτές τις αιτίες, το φάντασμα της κατάρρευσης της ευρωζώνης δεν έχει φύγει.
Οι συνέπειες μιας κατάρρευσης δεν θα ήταν όμορφες. Όποια χώρα την επιταχύνει -η Γερμανία απειλώντας να εγκαταλείψει το ευρώ, η Ελλάδα ή η Ισπανία κάνοντάς το πραγματικότητα- θα προκαλέσει οικονομικό χάος και την οργή των γειτόνων της. Για να προστατεύσουν τον εαυτό τους από τις οικονομικές επιπτώσεις, οι κυβερνήσεις θα επικαλεστούν τις σκοτεινές ρήτρες των ευρωπαϊκών συνθηκών, προκειμένου να απορρίψουν τους προσωρινούς ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων και να διαχωρίσουν τα τραπεζικά τους συστήματα. Θα έκλειναν τα σύνορά τους για να ανακόψουν τη διαρροή κεφαλαίων. Θα ήταν κάθε χώρα για τον εαυτό της.
Θα επιβιώσει η Ευρωπαϊκή Ένωση; Η απάντηση εξαρτάται από το τι σημαίνει Ευρωπαϊκή Ένωση για τον καθένα. Αν κάποιος εννοεί με τον όρο τα πολιτικά της όργανα – την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο- τότε η απάντηση είναι ναι. Τα ιδρύματα αυτά έχουν κλείσει πλέον μισό αιώνα ζωής –δεν πρόκειται να καταργηθούν.
Όσο για την ενιαία αγορά, το επίτευγμα-ορόσημο της ΕΕ, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι μια διάλυση της ευρωζώνης θα διαταράξει σοβαρά τη λειτουργία της άμεσα. Τα φορτηγά θα σταματούν στα εθνικά σύνορα. Οι τράπεζες και τα χρηματοπιστωτικά συστήματα θα διαιρεθούν. Η ελεύθερη διακίνηση των εργαζόμενων θα απαγορευτεί.
Τι θα συμβεί όμως στη συνέχεια; Υπήρχε πάντα μια διαμάχη για το αν είναι πιθανό να υπάρχει μια ενιαία αγορά χωρίς ενιαίο νόμισμα. Οι επικριτές του ευρώ ανέκαθεν αναρωτιούνταν «γιατί όχι»; Υπό αυτό το σενάριο, η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, η οποία υπεγράφη το 1986, θα εξακολουθήσει να ισχύει. Τα κράτη μέλη θα υποχρεωθούν να αποκαταστήσουν την ελεύθερη διακίνηση αγαθών, κεφαλαίων, υπηρεσιών και ανθρώπων – τις «τέσσερις ελευθερίες» της ΕΕ – το συντομότερο δυνατό. Λαμβάνοντας υπόψη τα σαφή οφέλη που προέρχονται από την Ευρώπη της ενιαίας αγοράς, θα έχουν κάθε κίνητρο να το πράξουν.
Οι υπέρμαχοι του ενιαίου νομίσματος, διαφωνούν ως προς το ότι αν η Ευρώπη είχε ξεχωριστά εθνικά νομίσματα θα είχε και χωριστά τραπεζικά συστήματα, το καθένα με το δικό του σύστημα δανεισμού έσχατης ανάγκης. Τόσο πολύ φασαρία, λοιπόν, για μια ενιαία αγορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, ή για την εναρμόνιση των κανονισμών και την άρση των εμπορικών φραγμών πίσω από τα σύνορα. Το ελεύθερο εμπόριο αγαθών και η ελεύθερη κυκλοφορία του κεφαλαίου και της εργασίας δεν θα επιβιώσουν από την κατάρρευση του ευρώ, προειδοποιούν οι σκληροπυρηνικοί ευρωπαϊστές. Υπάρχουν ακόμα περιθώρια να μάθουμε αν έχουν δίκιο.
Και τι γίνεται με το κοινοτικό κεκτημένο, το νομοθετικό σώμα που κατοχυρώνει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών όχι μόνο με όρους οικονομικών πολιτικών, αλλά ακόμα και με δημοκρατικούς όρους, του κράτους δικαίου και των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων; Ο σκοπός του κοινοτικού κεκτημένου δεν είναι απλά να καταστήσουμε την Ευρώπη πιο ευημερούσα, αλλά και πιο πολιτισμένη. Η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα έπρεπε να αποκαταστήσουν τη δημοκρατική τους λειτουργία προτού υποβάλουν αίτηση για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ακόμη και τώρα, η Ουγγαρία και η Ρουμανία αισθάνονται πίεση από τους ομότιμούς τους και αντιμετωπίζουν κυρώσεις από την ΕΕ όταν εμπλέκονται σε αμφίβολες εκλογικές πρακτικές, θέτοντας σε κίνδυνο την δικαστική τους εξουσία ή κάνοντας διακρίσεις εις βάρος μειονοτήτων.
Η συνεργασία που απαιτείται για να γίνει αυτή η άσκηση πίεσης αποτελεσματική, θεωρητικά, θα μπορούσε να επιβιώσει μετά την κατάρρευση του ευρώ. Αν όμως είναι δακτυλοδεικτούμενη η χώρα που ευθύνεται για την οικονομική διάλυση της Ευρώπης, θα είναι δύσκολο για τα μέλη της να διατηρήσουν ένα κοινό μέτωπο. Φαίνεται πιθανό ότι το κοινοτικό κεκτημένο θα έχανε μεγάλο μέρος της ισχύος του.
Ένας τελικός τρόπος σκέψης για την ΕΕ θα ήταν μια «διαρκώς στενότερη ένωση» που αναφέρεται στη Συνθήκη της Ρώμης και επαναλαμβάνεται στη Συνθήκη του Μάαστριχτ. «Όλο και μεγαλύτερη ένωση» σημαίνει μια Ευρώπη που κινείται αναπόφευκτα από μια οικονομική και νομισματική ένωσης προς μια τραπεζική ένωση, στη συνέχεια, σε δημοσιονομική ένωση, και, τέλος, στην πολιτική ένωση. Αυτό είναι ό,τι οι Ευρωπαίοι ηγέτες είχαν στο μυαλό τους όταν δημιουργήθηκε το ευρώ. Ήλπιζαν ότι καθιερώνοντας μια νομισματική ένωση δημιουργούν αφόρητες πιέσεις για τη δημιουργία μιας ΕΕ που θα λειτουργούσε, απ’ όλες τις απόψεις, ως ένας συνεκτικός οικονομικός και πολιτικός συνασπισμός.
Οι ευρωπαίοι ηγέτες είχαν δίκιο για την πίεση. Νομισματική ένωση χωρίς τραπεζική ένωση δεν θα λειτουργήσει, και μια λειτουργική τραπεζική ένωση απαιτεί τουλάχιστον κάποια στοιχεία της δημοσιονομικής και πολιτικής ένωσης. Έκαναν λάθος όμως για το ακαταμάχητο κομμάτι. Δεν υπάρχει τίποτα αναπόφευκτο για το τι θα επακολουθήσει.
Η Ευρώπη μπορεί είτε να προχωρήσει προς μια βαθύτερη ολοκλήρωση, είτε να οπισθοδρομήσει προς την εθνική κυριαρχία. Οι ηγέτες της, και αυτή τη φορά και οι άνθρωποι, πρέπει να αποφασίσουν. Από τη δική τους απόφαση εξαρτάται το μέλλον του ευρώ και η ΕΕ.