Σε χθεσινό άρθρο του βρετανικού Spectator αναλύεται μια πραγματικότητα που έχει καταστεί τον τελευταίο καιρό αρκετά αισθητή: στα πλαίσια του γενικευμένου φαινομένου μεικτών γάμων, ειδικά στην Αγγλία και ειδικά αγγλίδων χριστιανών γυναικών με μουσουλμάνους, παρατηρείται ένα εξαιρετικά γενικευμένο φαινόμενο μεταστροφής στο Ισλάμ. Ο μελλοντικός σύζυγος το επιθυμεί σφόδρα, η αγγλίδα χριστιανή αδιαφορεί παντελώς και προσεγγίζει την αλλαγή θρησκεύματος λιγώτερο σοβαρά από την αλλαγή γκαρνταρόμπας κάθε σαιζόν, ενώ τα μελλοντικά παιδιά δεσμεύονται στην ισλαμική πίστη.
Σύμφωνα με το άρθρο, ο αριθμός των προσήλυτων μουσουλμάνων στην Μεγάλη Βρετανία έχει αυξηθεί κατά δύο τρίτα τα τελευταία δέκα χρόνια, από 60.000 το 2001 σε περίπου 100.000 σήμερα. Περίπου 5.200 άνθρωποι προσηλυτίζονται στον μουσουλμανισμό κάθε χρόνο, προερχόμενοι κυρίως από χριστιανικά δόγματα. Το 62% των προσηλύτων είναι γυναίκες με μέσο όρο ηλικίας τα 27 έτη, δηλαδή κατά προσέγγιση την μέση ηλικία γάμου – κάτι που μας δίνει το στοιχείο ότι πολλές από αυτές τις μεταστροφές οφείλονται σε μεικτούς γάμους.
Φυσικά, δεν πρόκειται για ένα φαινόμενο που περιορίζεται στην Μεγάλη Βρετανία: απλώς, λόγω της φύσης της χώρας αυτής και της αδυναμίας και αμηχανίας της Αγγλικανικής Εκκλησίας, ξεκινά από κεί.
Ο ταχύτατος θρησκευτικός αποχρωματισμός των γηγενών πληθυσμών της Ευρώπης δεν οδηγεί, όπως θα υπέθεταν κάποιοι, απλώς και μόνον στην αύξηση του ποσοστού των αθέων. Σε συνάρτηση με την παντελή απουσία ενός τέτοιου θρησκευτικού αποχρωματισμού στους αλλοθρήσκους αλλοεθνείς πληθυσμούς και κυρίως στους μουσουλμάνους, η αφομοίωση των οποίων περνά μέσα από τους μεικτούς γάμους, η τάση αυτή του αποχρωματισμού έχει ως αποτέλεσμα την ραγδαία αύξηση του νεο-μουσουλμανικού πληθυσμού, ακόμα κι αν πρόκειται (στα πρώτα στάδια) για μια μεταστροφή χωρίς πραγματική πίστη. Αλλάζει το πολιτισμικό πλαίσιο αναφοράς, και ως εκ τούτου οι εντελώς προσωπικές «πεποιθήσεις» του υποκειμένου έχουν σχετική σημασία όταν λαμβάνει χώρα η αλλαγή αυτού του πλαισίου.
Σε αυτήν την ιστορία παίζουν ρόλο κάποια συγκεκριμένα στοιχεία:
α) Η μεταστροφή στο Ισλάμ είναι μια εξαιρετικά εύκολη υπόθεση, κι ως εκ τούτου καθόλου «μπελαλίδικη» για όποιον έχει την θρησκεία στο περιθώριο της ζωής του (κι ακόμα παραπέρα). Φτάνει να λεχθούν κάποια λόγια με ή χωρίς την παρουσία Ιμάμη, και να υπογραφούν κάποια έγγραφα – σε απόλυτη αντιδιαστολή με τον Ρωμαιοκαθολικισμό, ο οποίος απαιτεί πλήρη, εκτενέστατη κατήχηση, τον Ιουδαϊσμό, ο οποίος υποβάλλει τον ενδιαφερόμενο σε διάφορες δοκιμές πριν τον δεχθεί, ή τον Ινδουισμό, στον οποίο κυριαρχεί η αντίληψη ότι πρόκειται για εκ γενετής χαρακτηριστικό που δύσκολα μεταφέρεται σε κάποιον εκ νέου.
β) Εν αντιθέσει, η έξοδος από το Ισλάμ δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Σε «βαθιά» μουσουλμανικές κοινωνίες μπορεί να σημαίνει τον θάνατο του αποστάτη, αλλά μην υποθέσετε ότι στα πλαίσια των δυτικών κοινωνιών είναι μια ακόμα «καταναλωτική» επιλογή. Αυτό παραθεωρείται συστηματικά από τις νεαρές ενθουσιώδεις που σπεύδουν στην μεταστροφή.
γ) Η χριστιανική ιδιότητα είναι για την μεγάλη πλειονότητα όσων Άγγλων κυρίως και γενικότερα ευρωπαίων αυτοπροσδιορίζονται ως χριστιανοί ένα τυχαίο, αμελητέο χαρακτηριστικό στο περιθώριο της ζωής τους, χωρίς πραγματικό αντίκρισμα (να σημειωθεί ότι πέρα από ρητορείες και λεονταρισμούς, το ίδιο συμβαίνει και στην Ελλάδα: ο μέσος «Χ.Ο.», ακόμα και μετά από πολυετές σχολικό μάθημα θρησκευτικών αγνοεί θεμελιωδέστατα, ακόμα και εγκυκλοπαιδικά στοιχεία της «πίστης» του, ενώ όταν του εκτεθεί το τί διατείνεται πως πιστεύει στις ακρότατές του συνέπειες, συνήθως το απορρίπτει μετά βδελυγμίας). Ως εκ τούτου, οι υποψήφιες προσήλυτες δεν φέρονται ως εαν να μεταστρέφοντο από την μία θρησκεία στην άλλη, μα πράττουν σαν να μην έχουν καθόλου θρησκεία. Είναι χαρακτηριστικό ότι η πρωταγωνίστρια του άρθρου του Spectator δηλώνει στην δημοσιογράφο πως δεν ενοχλείται που τα παιδιά της θα μεγαλώσουν ως μουσουλμάνοι, αφού τουλάχιστον «θα είναι καλό να έχουν μια πίστη και ένα σύνολο κανόνων για την ζωή τους» – λες και ο χριστιανισμός δεν παρέχει μια εκδοχή αμφοτέρων.
Χωρίς λυρισμούς και συναισθηματισμούς, το τί σημαίνει η περαιτέρω γενίκευση μιας τέτοιας εξέλιξης για το πολιτισμικό πλαίσιο της Ευρώπης είναι τόσο αυτονόητο, που δεν χρήζει καν ρητής αναφοράς.
Σε πολλούς αναγνώστες θα προκύψει ενδεχομένως αυθόρμητα η σκέψη «αυτό πρέπει να σταματήσει, ή τουλάχιστον να μη συμβεί στην Ελλάδα». Κόμματα που εμπορεύονται επαγγελματικά την ορθοδοξία, είτε οψίμως εξωκοινοβουλευτικά είτε προσφάτως ενδοκοινοβουλευτικά είτε εις το διηνεκές παγανιστικά, ίσως να νιώσουν πως «κάτι πρέπει να κάνουν». Επιτρέψτε μου να υποβάλω αυτήν την σκέψη σε ολίγη κριτική βάσανο:
Για ποιό λόγο θα «έπρεπε» να μην συμβεί κάτι τέτοιο στην Ελλάδα; Για λόγους «πολιτισμικούς», για λόγους «εθνικούς», για λόγους «συνοχής»; Μα τότε ξεπερνάμε τις προσηλυτιζόμενες σε απαξίωση απέναντι στην χριστιανική πίστη: τουλάχιστον εκείνες αδιαφορούν, εμείς όμως την καθιστούμε δεκανίκι «πολιτισμού», «έθνους», «συνοχής». Η χριστιανική πίστη καταξιώνεται, λόγω της «χρησιμότητάς» της στους παραπάνω στόχους – έτσι την διαστρεβλώνουμε και την απαξιώνουμε με τρόπο πολύ βαρβαρώτερο από αυτόν της απόρριψής της.
Άν πάλι «δεν θα έπρεπε να συμβεί» για λόγους πίστης καθ΄ εαυτήν, λόγω της σημασίας της ίδιας της πίστης, τότε εξ ορισμού ο προβληματισμός μας δεν αφορά τους άμεσα ενδιαφερόμενους: η απόρριψη της πίστης από αυτούς δείχνει ότι δεν αφορά την ζωή τους, δεν έχει περιεχόμενο σ’ αυτήν. Και αυτό δεν αλλάζει ούτε με ρητορεύματα, ούτε με φοβέρες, ούτε με πειθώ. Προξενεί όμως αυτοκριτική: πώς κατάφεραν πληθυσμοί που διατηρούσαν μια συγκεκριμένη πίστη ζωντανή επί δισχιλιετία να την καταστήσουν τόσο ανούσια, τόσο αδιάφορη, τόσο ασήμαντη για τα παιδιά τους.
Στην Ελλάδα, η κριτική ματιά ενδεχομένως να διαπιστώσει ότι και η εδώ πίστη και ο εδώ θρησκευτικός αποχρωματισμός έχουν καθαρά προ-χριστιανικά, ειδωλολατρικά χαρακτηριστικά. Ένα καλό παράδειγμα γι’ αυτό είναι το Άγιο Φως κάθε Πάσχα. Ας αρχίσουμε από μια εκκλησιαστική εκδοχή: για τον μετέχοντα στο ευχαριστιακό γεγονός, η πλήρης, σκανδαλώδης υπέρβαση των περιορισμών της φυσικής και κτιστής πραγματικότητας είναι το θεμέλιο της μαρτυρίας του, αφού μαρτυρεί το ακρότατο ενδεχόμενό της: μαρτυρεί Θεό σεσαρκωμένο, τον απεριόριστο, άχρονο δημιουργό του παντός μωρό, που κλαίει μέσα σε φάτνη σε συγκεκριμένο χρόνο, χωρίς η υπέρβαση να συνιστά την απώλεση των “απεριόριστων” προκαθορισμών του, κάτι που για την λογική είναι φυσικά «μωρία» και «σκάνδαλο» – κάθε άλλη μετέπειτα υπέρβαση των περιορισμών της φυσικής πραγματικότητας «μετά Χριστόν» είναι απλή συνέπεια, απλώς ένα «σημείο» αυτού του γεγονότος. Ως εκ τούτου, η πίστη του μετέχοντα στην Εκκλησία δεν έχει ανάγκη μιας φωτιάς που ανάβει μόνη της, μα αν την διαπιστώσει υπαρκτή, αν μαρτυρηθεί συμβαίνουσα, τότε αυτή είναι απλώς ένα ακόμη «σημείο»-θαύμα σε μια αλληλουχία πολλών, έτι και έτι.
Όμως, ο Έλληνας προσλαμβάνει το ζήτημα του Αγίου Φωτός με τρόπο προ-χριστιανικό, κατ’ ουσίαν παγανιστικό. Από την μία πλευρά για τον ειδωλολάτρη Έλληνα πιστό η φωτιά αυτή είναι η κορωνίδα της πίστης του: αν αποδειχθεί υπαρκτή, ο Θεός του υπάρχει – αν όχι, ατυχήσαμε, κάτι δεν πάει καλά. Και από την άλλη, άλλοι Έλληνες που αυτοπροσδιορίζονται «Χ.Ο.» και δηλώνουν πως αποδέχονται την χριστιανική πίστη (δηλαδή, πράγματα απείρως πιο εξωφρενικά από μια θαυματουργική φλόγα: αναστάσεις, ενσαρκώσεις, θαυματουργικές ιάσεις, μετά θάνατον ύπαρξη και άλλα πολλά) σκανδαλίζονται βαθύτατα με το ενδεχόμενο μιας τέτοιας φλόγας και δηλώνουν πως «πιστεύουν, αλλά όχι και μέχρις εκεί – αυτό είναι too much. Μα είναι δυνατόν να συμβαίνουν τέτοια πράγματα;». Κοινό χαρακτηριστικό της πίστης και των δύο τελευταίων εκδοχών, ο προ-χριστιανικός και ειδωλολατρικός τους χαρακτήρας – και η αβυσσαλέα απόστασή τους από το χριστιανικό ευ-αγγέλιο, την χριστιανική Ελπίδα.
Εξετάζοντας αυτά τα φαινόμενα, ίσως οι μαζικοί προσηλυτισμοί να καθίστανται πιο ευεξήγητοι. Λιγότερο σκανδαλώδεις. Και στα δικά μας, ή με τις υγείες μας.