Ταινία του του Giuseppe Tornatore με τη μελωδική μουσική του Ennio Moricone
Η 7η τέχνη, μετά από την ευχάριστη εμπειρία του Καλοκαιριού, με τις τρείς προβολές στο προαύλιο της Βιβλιοθήκης και την οραματική επίζηλη προσπάθεια της Ανθής, του Ευθύμη, του Δημήτρη και του Χρήστου απέκτησε στέγη, για τους κινηματογραφόφιλους της πόλης μας. Η Βιβλιοθήκη, που είχε, μέσα στη φαρέτρα των στόχων της, τη δημιουργία «Λέσχης Κινηματογράφου», με ασίγαστη αδημονία καρτερούσε και ενθάρρυνε την πρωτοβουλία, για να την υιοθετήσει και να τη στεγάσει, ώστε, να στερεώσει έναν ακόμη δίαυλο επικοινωνίας με τους συμπολίτες μας.
Χτες, λοιπόν, έγινε η «πρεμιέρα» της υπό ίδρυση Κινηματογραφικής Λέσχης, με την αριστουργηματική και συμβολική ταινία του Giuseppe Tornatore : «Σινεμά ο Παράδεισος».
Η αίθουσα του αναγνωστηρίου είχε σχεδόν κατακλυστεί από τους πενήντα (50) και πλέον φίλους του κινηματογράφου. Τα μακρινά φώτα του Κέντρου Πολιτισμού δεν εμπόδισαν να επικρατήσει το μυσταγωγικό ημίφως, που χρειαζόταν για την προβολή. Στο κρεμασμένο πανί, στην είσοδο του Κέντρου Πληροφόρησης, με το έντονο φως του προβολέα, έκαναν την εμφάνιση τους, έγχρωμες και ζωντανές οι εικόνες της μαγικής σκηνοθεσίας του Tornatore που, επικέντρωσαν και τον τελευταίο αποστάτη οφθαλμό. Και η ατμόσφαιρα πλημμύρισε από την μελωδική μουσική του Moricone που, πραγματικά, αφαίρεσε και τον τελευταίο συνωμοτικό ψίθυρο.
Η πλοκή του έργου, μ’ έναν τρόπο μοναδικό, μας έβαλε στα φτερά της και μας μετέφερε , παράλληλα και ταυτόχρονα από την Ιταλική κωμόπολη στη δική μας πόλη, στα Γρεβενά στις δεκαετίες του 1950, 1960, 1970. Τότε, που ο ερχομός μιας νέας ταινίας αποτελούσε το μεγαλύτερο γεγονός της πόλης. Θυμάμαι τα σαββατοκύριακα, που με τη δύση του ήλιου, μαζευόταν οι συμπολίτες μας, με τα γιορτινά τους φορέματα, στις εισόδους: του «Αχίλλειον» ιδιοκτησίας Μητσιόπουλου και του «Ολύμπιον» ιδιοκτησίας Κυπριτζή.
Ο μαγνητισμός της σκοτεινής αίθουσας πυροδοτούσε και την δική μας φαντασία, παιδιά τότε, στην ηλικία του Τοτό. Και η επιθυμία μας έφτανε σε σημείο να αποτολμήσουμε το εγχείρημα να βρεθούμε μέσα της, μ’ όλες τις αρνητικές επιπτώσεις ( νουθεσία, ξυλοδαρμός από τους γονείς , αποβολή από το Γυμνάσιο κτλ.). Πόσο αντιφατική ήταν η ρητή απαγόρευση από το Γυμνάσιο, όταν στην πόρτα του κινηματογράφου, διαβάζαμε ότι η ταινία ήταν «Κατάλληλη για Ανηλίκους» και δίπλα ακριβώς «Η Είσοδος Ελεύθερη»?.. Οι αναπολήσεις δεν έχουν τελειωμό, ίσως να είναι και περισσότερες απ’ αυτές του Salvatore.
Στο πανί εμφανίζεται ο «λογοκριτής» καθολικός παπάς και στον νου μου έρχεται ο καλοκάγαθος καθηγητής μας , ο Τάκης ο Βασιλόπουλος, καθηγητής στο μάθημα της Θεολογίας και ανεπαίσθητα μου ξεφεύγει μια ηχηρή θυμηδία. «Απρόσμενη σαν κεραυνός έπεσε η είδηση, ότι βρίσκεται στην πλατεία του κινηματογράφου και αναζητά μαθητές ο Βασιλόπουλος, εξοπλισμένος και με φακό. Οι συμμαθητές μου που είχαμε θρονιαστεί στο πατάρι, (στον εξώστη), ξεσηκώθηκαν πάραυτα και αφηνιασμένοι, ορμητικά, κατέβηκαν τα σκαλοπάτια, εφορμώντες προς την έξοδο. Εικόνες και αναμνήσεις απείρου κάλλους…
Πόσο αλήθεια ζηλεύαμε τον Μπατζέλη στο Αχίλλειον και την όμορφη Σουλτάνα στο Ολύμπιον που είχαν την ευνοϊκή τύχη του Τοτό να βλέπουν ανεμπόδιστα, μέσα από τη θυρίδα προβολής, όλες τις κινηματογραφικές επιτυχίες της εποχής!…
Το σενάριο της ταινίας είναι ένας ύμνος για τον κινηματογράφο. Η μαεστρική σκηνοθεσία του είναι ένα ποίημα και η μουσική του μια διαχρονική μελωδία, που θα μας έρχεται στο νου κάθε φορά που θα ταξιδεύουμε στο παρελθόν.
Η 7η τέχνη, εκείνα τα χρόνια, μας προσέφερε, αφειδώλευτα, πολιτισμό. Μας έδωσε παραστάσεις ζωής, μας δημιούργησε πρότυπα συμπεριφορών και μας αναβάθμισε πολιτισμικά. Οι μεγάλες αίθουσες διαμόρφωναν την κοινή όσμωση μέσα από την κοινή συγκίνηση και ως εκ τούτου και την κοινωνικοποίηση των ατόμων. Μια κοινωνικοποίηση που ήταν απότοκη της ανάγκης, η οποία δεν άντεξε στους θυελλώδεις ανέμους της «αυτοκίνησης», της αυτάρκειας, της ιδιοτέλειας και των εξατομικευμένων συγκινήσεων. Σήμερα συνειδητά επιζητούμε το στήσιμο της Λέσχης για να δημιουργήσουμε μια ομόθυμη κοινωνικοποίηση. Μια κοινωνικοποίηση που με τη δυναμική της θα συμβάλλει καθημερινά στην ανέλιξη της μικρής, αλλά, αγαπημένης μας πόλης.
Με το συγκινητικό της φινάλε, τη συρραφή των λογοκριμένων περιπαθών φιλιών, άναψαν και τα φώτα της αίθουσας. Στην έκφραση των φίλων θεατών ήταν ζωγραφισμένη η κοινή όσμωση της όμορφης εξιστόρησης και ευδιάκριτα διάβαζες τον ρομαντισμό, την τρυφερότητα, την συγκίνηση, και τη νοσταλγία, όπως και την βαθειά επιθυμία για την ευόδωση του στόχου της ίδρυσης της Λέσχης και την επιτυχία.
Για την πρωτοβουλία ευχαριστούμε την Ανθή Τσιάλτα, τον Ευθύμη Παπαθεοδώρου, τον Δημήτρη Προφέντζα, ο οποίος προλογικά μας μύησε στην όμορφη πλοκή της ταινίας και τον Χρήστο Προφέντζα που ήταν ο χειριστής του προτζέκτορα.
Σίμος Ζαγκανίκας