Γενναίο «ψαλίδι» στις συντάξεις βουλευτών, δημάρχων, κοινοταρχών, συνδικαλιστών και υπαλλήλων της Βουλής
Οριστικό τέλος σε μια σειρά προνομιακών ρυθμίσεων που απολάμβαναν επί δεκαετίες ειδικές κατηγορίες εργαζομένων δίνει η κυβέρνηση.
Ταυτόχρονα με την ανακοίνωση των νέων μέτρων και σε μια προσπάθεια να εξαλειφθούν κραυγαλέες περιπτώσεις χαριστικών συντάξεων και εφάπαξ που εισέπρατταν επί χρόνια τα αποκαλούμενα «ρετιρέ», το υπουργείο Εργασίας προωθεί στη Βουλή συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις από τις οποίες το δημοσιονομικό κόστος θα είναι μεν ελάχιστο αλλά οι πολιτικοί συμβολισμοί θα είναι ισχυροί και θα ικανοποιούν το περί δικαίου αίσθημα της ελληνικής κοινωνίας. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι το διπλό εφάπαξ που εισέπρατταν ως σήμερα οι υπάλληλοι της Βουλής και το οποίο καταργείται.
Επίσης καταργείται το προνομιακό συνταξιοδοτικό καθεστώς που ισχύει για τους βουλευτές, τους δημάρχους και τους κοινοτάρχες, ενώ καταργείται και η επικουρική σύνταξη που λαμβάνουν σήμερα οι συνδικαλιστές.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής, οι υπάλληλοι του Κοινοβουλίου, εκτός από το εφάπαξ που λαμβάνουν κατά τη συνταξιοδότησή τους όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι, λαμβάνουν και ένα δεύτερο εφάπαξ που ισούται με δυόμισι μισθούς για κάθε χρόνο υπηρεσίας. Δηλαδή, κάθε υπάλληλος της Βουλής που συνταξιοδοτείται με 35 χρόνια υπηρεσίας δικαιούται επιπλέον εφάπαξ περίπου 210.000 ευρώ.
Μετά τις νέες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις που προωθούνται στη Βουλή η ρύθμιση αυτή θεωρείται πλέον πρόκληση για την ελληνική κοινωνία και έχει συμφωνηθεί από τα κόμματα που συμμετέχουν στην κυβέρνηση ότι πρέπει να καταργηθεί αμέσως, παρά τις αντιδράσεις που προκαλούνται ήδη και τις απειλές για κινητοποιήσεις από τους υπαλλήλους της Βουλής.
Ως τώρα επίσης κάθε βουλευτής θεμελίωνε συνταξιοδοτικό δικαίωμα εφόσον συμπλήρωνε δύο πλήρεις θητείες στο Κοινοβούλιο, δηλαδή μια προϋπηρεσία οκτώ ετών. Ως το 2009 οι βουλευτές μπορούσαν να εισπράττουν σύνταξη μόλις συμπλήρωναν το 55ο έτος της ηλικίας τους, ενώ μετά
το 2009 το όριο αυξήθηκε στα 60 έτη. Με τις νέες ρυθμίσεις και οι βουλευτές εντάσσονται στις γενικές συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις και θα έχουν δικαίωμα είσπραξης σύνταξης στα 67, ενώ αυξάνεται σημαντικά και ο χρόνος της απαιτούμενης θητείας στη Βουλή για να θεμελιώσουν δικαίωμα πλήρους συντάξεως.
Οι ίδιες ρυθμίσεις θα ισχύουν στο εξής και για τους εκλεγμένους άρχοντες της τοπικής αυτοδιοίκησης, οι οποίοι ως τώρα θεμελίωναν συνταξιοδοτικό δικαίωμα συμπληρώνοντας δύο θητείες στο αξίωμα του περιφερειάρχη ή κοινοτάρχη.
«Δεν μπορεί να σταθεί όχι μόνο η κυβέρνηση αλλά ολόκληρο το πολιτικό σύστημα εφόσον διατηρούνται τόσο κραυγαλέα προνόμια όσων συγκατοικούν με κόμματα και πολιτικούς την ώρα που περικόπτονται κι άλλο μισθοί και συντάξεις Ελλήνων που έχουν επιβαρυνθεί υπέρμετρα» τονίζουν κυβερνητικές πηγές, αναμένοντας ισχυρές αντιδράσεις από τα ισχυρά λόμπι όσων θίγονται.
Με την ίδια λογική εξάλλου επανεξετάζονται οι συντάξεις που ήδη χορηγούνται σε ειδικές κατηγορίες συνταξιούχων, στις οποίες υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι καταστρατηγείται ο νόμος.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης κ. Ι. Βρούτσης έχει δώσει εντολές στις σχετικές υπηρεσίες να επανεξεταστούν οι 400.000 συντάξεις που χορηγούνται σε χήρες επειδή υπάρχουν ενδείξεις ότι ένας μεγάλος αριθμός έχουν ξαναπαντρευτεί χωρίς να το δηλώσουν.
Φαίνεται ότι ένας μεγάλος αριθμός αλλοδαπών γυναικών παντρεύτηκαν εικονικά τα τελευταία χρόνια ηλικιωμένους Ελληνες που περιέθαλπαν για να καταστούν δικαιούχοι της σύνταξής τους μετά τον θάνατό τους. Στη συνέχεια ξαναπαντρεύτηκαν χωρίς να το δηλώσουν στις σχετικές υπηρεσίες, οι οποίες δεν έχουν τη δυνατότητα αυτόματων ηλεκτρονικών διασταυρώσεων.
Το ίδιο έχει διαπιστωθεί ότι συμβαίνει και με πολλές από τις 4.000 άγαμες θυγατέρες στρατιωτικών, οι οποίες ενώ παντρεύτηκαν δεν αποποιήθηκαν το δικαίωμά τους.
Οικογενειακή υπόθεση
3.500 διορισμοί συγγενών σε σωματεία
Με το νέο πλαίσιο συνταξιοδοτικών ρυθμίσεων που προωθούνται στη Βουλή καταργείται οριστικά και το δικαίωμα επικουρικής σύνταξης 400-600 ευρώ που εισέπρατταν οι συνδικαλιστές. Σύμφωνα με έναν νόμο του 1937, δικαίωμα επικουρικής σύνταξης είχαν όλοι οι συνδικαλιστές που συμπλήρωναν 12 χρόνια σε οργανώσεις, αλλά από το 1999 η ρύθμιση αυτή καταργήθηκε.
Ως σήμερα τη σύνταξη αυτή εξακολουθούν να εισπράττουν περίπου 70 παλαιοί συνδικαλιστές, ενώ πολλοί έχουν αποποιηθεί αυτό το δικαίωμα. Με τον νέο νόμο οι συνδικαλιστές αυτοί θα χάσουν την επικουρική τους σύνταξη και θα αρκεστούν στην κύρια. Βάσει όμως του νόμου του 1937, την ίδια σύνταξη δικαιούνται και όλοι οι εργαζόμενοι στα σωματεία οι οποίοι διορίστηκαν με καθαρά πελατειακά κριτήρια και στη συντριπτική πλειονότητά τους είναι συγγενείς συνδικαλιστών. Σήμερα επικουρική σύνταξη από το ΤΕΑΜ εισπράττουν περίπου 3.500 συνταξιούχοι που εργάζονταν σε συνδικαλιστικές οργανώσεις ως υπάλληλοι, η οποία δεν μπορεί να καταργηθεί, αλλά είναι πιθανόν να περιοριστεί.
Το πιο εντυπωσιακό όμως είναι ότι στη λίστα των δικαιούχων (που έχει στη διάθεσή του «Το Βήμα») κυριαρχούν επώνυμα παλαιών συνδικαλιστών οι οποίοι είχαν διορίσει στα σωματεία τους αμέτρητους συγγενείς τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι στον σχετικό κατάλογο υπάρχουν ολόκληρες οικογένειες με το ίδιο επώνυμο, ενώ υπάρχουν περιπτώσεις όπου το ίδιο επώνυμο υπάρχει για περισσότερους από δέκα δικαιούχους! Υπάρχουν περιπτώσεις, δηλαδή, που ένας συνδικαλιστής είχε διορίσει όχι μόνο παιδιά και αδέλφια αλλά και ξαδέλφια, ανίψια, εγγόνια κ.ο.κ.