Σε θρίλερ θα εξελιχθεί, τελικά, το ελληνικό αίτημα για επιμήκυνση του χρόνου της δημοσιονομικής προσαρμογής, δεδομένου ότι, όπως όλα δείχνουν, το Βερολίνο θα αφήσει το θέμα ανοιχτό μέχρι τον Σεπτέμβριο, όταν θα γίνουν δύο συνεδριάσεις του Εurogroup, η μία την πρώτη εβδομάδα και η άλλη τη δεύτερη (14 Σεπτεμβρίου).
Παρά την αλλαγή της κυβέρνησης και τη δεδομένη πλέον βούληση των τριών κομμάτων που την απαρτίζουν να βγάλουν τη χώρα από το αδιέξοδο, η καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ, ο υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, και οι διάφοροι παρατρεχάμενοί τους, όπως ο περιβόητος πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας της Γερμανίας (Bundesbank) Γενς Βάιντμαν, εξακολουθούν να διακατέχονται από την εκδικητική λογική πως οι Ελληνες πρέπει να τιμωρηθούν για τα λάθη τους.
Τις τελευταίες μέρες κινούνται έντονα στο παρασκήνιο στέλνοντας στις Βρυξέλλες και σε πρωτεύουσες της ευρωζώνης αρνητικά μηνύματα σχετικά με τη στάση τους στο θέμα της επιμήκυνσης, αφήνοντας να εννοηθεί ότι δεν προτίθενται να συναινέσουν στο ελληνικό αίτημα, το οποίο συνεπάγεται πρόσθετη στήριξη προς τη χώρα μας.
Αφήνοντας να πλανάται το ενδεχόμενο εγκατάλειψης της Ελλάδας από τους εταίρους, στην ουσία ναρκοθετούν κάθε προσπάθεια της κυβέρνησης για ιδιωτικοποιήσεις, ενώ ταυτόχρονα δημιουργούν και κλίμα κατάθλιψης στους Ελληνες, καθώς εμφανίζουν τη χώρα μας ως περίπου ανίατη περίπτωση. Ο τρόπος που το κάνουν είναι τόσο άθλιος που δικαιολογημένα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μας στηρίζουν γιατί δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά και πως ο πραγματικός στόχος τους είναι να μας σπρώξουν στην έξοδο της ευρωζώνης.
Στην τελευταία συνεδρίαση του Εurogroup, στις 9 Ιουλίου, ο Σόιμπλε απέφυγε να κάνει δημόσια οποιαδήποτε δήλωση για τη χώρα μας, αλλά έκανε αυτό που γνωρίζει πολύ καλά, έβαλε τους «δορυφόρους» του, τους υπουργούς Οικονομικών της Αυστρίας, της Ολλανδίας και της Φινλανδίας, να κάνουν σκληρές δηλώσεις. Στόχος του ήταν να μη γίνει συζήτηση για το ελληνικό αίτημα περί επιμήκυνσης, κατεβάζοντας τον πήχυ των προσδοκιών που είχαν δημιουργηθεί προεκλογικά στη χώρα μας.
Στη συνέχεια και για να δώσει χαρακτήρα θρίλερ στο ελληνικό αίτημα, το Βερολίνο ζήτησε, πάλι παρασκηνιακά, από τον πρόεδρο του Εurogroup, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, όπως στην έκτακτη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης στις αρχές Σεπτεμβρίου, να υπάρχει μόνο ένα θέμα συζήτησης, η Ελλάδα, δηλαδή η εκταμίευση της επόμενης δόσης και η επιμήκυνση. Ο Γιούνκερ σχεδίαζε να θέσει προς συζήτηση και απόφαση για το θέμα της χρηματοδοτικής στήριξης της Κύπρου. Μάλιστα, ζήτησαν επίσης να προβλεφθεί και δεύτερη συνεδρίαση του Εurogoup στην Κύπρο, όπου στις 14-15 Σεπτεμβρίου έχει προγραμματιστεί άτυπη διήμερη Σύνοδος του Συμβουλίου ΕCOFIN.
Οπως είναι φυσικό, η συμπεριφορά της Γερμανίας προβληματίζει την Κομισιόν, καθώς διαπιστώνει ότι η κατάσταση παραμένει εξαιρετικά ρευστή παρά τις αποφάσεις της τελευταίας Συνόδου Κορυφής (28-29 Ιουνίου) και ότι μια όξυνση του ελληνικού προβλήματος θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις.
Ενδεικτική της δυσφορίας των Βρυξελλών είναι η συνέντευξη της αντιπροέδρου της Κομισιόν, Βίβιαν Ρέντινγκ, η οποία εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση στους Γερμανούς πολιτικούς και επιχειρηματίες, τονίζοντας ότι, ενώ είναι η χώρα που επωφελείται όσο καμία άλλη από τη συμμετοχή της στην Ε.Ε., οι δημόσιες θέσεις που λαμβάνουν σχετικά με την αντιμετώπιση της κρίσης στην ευρωζώνη περί δημοσιονομικής πειθαρχίας και επιβολής κυρώσεων δεν πρόκειται να επιτρέψουν στην Ευρώπη να πάει μπροστά. «Εμείς οι Λουξεμβούργιοι πληρώνουμε κατά κεφαλήν τα διπλάσια χρήματα σε σχέση με τους Γερμανούς για τη διάσωση χωρών με δημοσιονομικά προβλήματα, διότι γνωρίζουμε πολύ καλά τι σημαίνει αλληλεγγύη», τόνισε, υπενθυμίζοντας στους Γερμανούς ότι η χώρα τους επωφελήθηκε σημαντικά στο παρελθόν από την Ε.Ε., κυρίως κατά την περίοδο της επανένωσης των δύο Γερμανιών.
Υπό τις παρούσες συνθήκες φαίνεται αδιανόητο πως η Γερμανία θα εγκαταλείψει την Ελλάδα, γιατί θα προκαλέσει γενική ανάφλεξη στην ευρωζώνη, κάτι που θα πλήξει πρωτίστως την ίδια. Μάλιστα, τα πρώτα σημάδια κόπωσης της γερμανικής οικονομίας άρχισαν να εκδηλώνονται μέσω των σχετικών επιχειρηματικών και καταναλωτικών δεικτών, οι οποίοι δείχνουν πως βρισκόμαστε ενώπιον μιας σημαντικής μείωσης των εξαγωγών προς τις χώρες του κοινοτικού Νότου, που πλήττονται από την κρίση δημόσιου χρέους.
Ωστόσο, θεωρείται βέβαιο ότι μέχρι και την τελευταία στιγμή οι Γερμανοί θα καλλιεργούν την αβεβαιότητα σε σχέση με την Ελλάδα, ενώ με την τακτική αυτή θεωρείται βέβαιο ότι θα εντείνουν τη γενικότερη αναταραχή που υπάρχει σήμερα στην ευρωζώνη.
«Στα σχοινιά» οι χώρες του Νότου
Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ στάση προβληματίζει και τις χώρες του Νότου της ευρωζώνης, οι οποίες πίστεψαν ότι οι αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής θα εκτόνωναν την κρίση. Αυτό όχι μόνο δεν έγινε, αλλά εκτιμούν ότι η κατάσταση θα καταστεί μη διαχειρίσιμη αν υπάρξει αρνητική εξέλιξη σχετικά με την Ελλάδα.
Η ισπανική κυβέρνηση, παρά τα πρόσθετα μέτρα ύψους 65 δισ. ευρώ που ανακοίνωσε, δεν κατάφερε να πείσει τις αγορές, με αποτέλεσμα τα επιτόκια στα δεκαετή ομόλογα να υπερβούν κατά τη διάρκεια της εβδομάδας το απαγορευτικό για την εξυπηρέτηση του χρέους 7%.
Τεράστιες προσπάθειες για τη συγκράτηση των επιτοκίων καταβάλλει και η ιταλική κυβέρνηση, ενώ στην Πορτογαλία, την οποία η Τρόικα παρουσίαζε μέχρι πρότινος ως «μοντέλο», η κυβέρνηση ετοιμάζεται για λήψη πρόσθετων μέτρων προκειμένου να επιτύχει το στόχο του ελλείμματος.
Και οι τρεις χώρες βρίσκονται σε ύφεση, η οποία στην Πορτογαλία κινείται στο 3% και στην Ισπανία και την Ιταλία πλησιάζει το 2%, ενώ η ανεργία βρίσκεται παντού σε ιστορικά υψηλά.
Και το ΔΝΤ εκπέμπει SOS
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΣ για την κατάσταση στην ευρωζώνη επικρατεί και στους κόλπους του ΔΝΤ, που αποτυπώνεται και στη σχετική έκθεση που δημοσιοποίησε ο διεθνής οργανισμός την περασμένη Τετάρτη. Οπως επισημαίνει, η κρίση εξακολουθεί να απειλεί την επιβίωση του ευρώ παρά τις τελευταίες θετικές αποφάσεις. Σύμφωνα με την έκθεση, η αρνητική διασύνδεση μεταξύ του δημόσιου χρέους, της τραπεζικής κρίσης και της πραγματικής οικονομίας είναι περισσότερο ισχυρή από ποτέ.
Νίκος Μπέλλος στον Τύπο της Κυριακής