Αρχαίο… μεσογειακό γεύμα αθάνατο
Εν αρχή ήταν τα βελανίδια. Μετά… εγένετο άρτος και οίνος και στη συνέχεια οι καρποί αυξάνονταν και πληθύνονταν. Όσπρια, κρέας, σίτος και λάδι. Μέχρι σήμερα, που τα λίπη φθάνουν και περισσεύουν στο ελληνικό τραπέζι.
Κάπως έτσι θα μπορούσε να αποδοθεί εν συντομία η ιστορία της μεσογειακής διατροφής. Πρόκειται βεβαίως για μια ιστορία που συνεχίζεται ή μάλλον για ένα πείραμα που ξεκίνησε πριν από 4.000 χρόνια στον ελληνικό χώρο κι εξακολουθεί να βρίσκεται σε εξέλιξη.
Όπως αναφέρει στον Ελεύθερο Τύπο ο αναπληρωτής καθηγητής βιολογίας του ΑΠΘ, Θωμάς Σαββίδης, η μεσογειακή διατροφή δεν είναι εύρημα κάποιων ευφυών κατοίκων της Μεσογείου αλλά το αποτέλεσμα μιας διαρκούς αλληλεπίδρασης ανθρώπων και περιβάλλοντος.
Η διατροφική κατάσταση στην προ-ομηρική εποχή, πριν από την εισαγωγή της καλλιέργειας των δημητριακών, ήταν δραματική.
Οι αρχαίοι Αρκάδες τρέφονταν κυρίως με βελανίδια. Στη μυκηναϊκή εποχή η μετάβαση στη σιτοφαγία ήταν η μεγαλύτερη διατροφική επανάσταση. Οι καρποί των δημητριακών ήταν η σπουδαιότερη πηγή συμπυκνωμένων πρωτεϊνών και υδατανθράκων για τον άνθρωπο και τα ζώα.
Τα κύρια συστατικά ενός γεύματος, σύμφωνα με τον Όμηρο ήταν ο άρτος, το κρέας και ο οίνος. Ουδέποτε αναφέρονται τα λαχανικά, παρά τις συχνές αναφορές των γευμάτων. Ο λόγος της έντονης κρεατοφαγίας μπορεί να αποδοθεί στην αναζήτηση λιπών τα οποία δεν ανεύρισκαν από άλλες πηγές.
Όσο για το έλαιον ήταν ήδη γνωστό στην ομηρική εποχή. Όμως η χρήση του ήταν τότε κυρίως καλλωπιστική και τελετουργική.
Στην κλασική εποχή συμπληρώθηκε η «μεσογειακή τριάδα» σίτος, οίνος και έλαιον με την εισαγωγή του ελαιολάδου στη διατροφή.
Κατά τον Ηρόδοτο, η Αθήνα ήταν το κέντρο της ελαιοκαλλιέργειας. Έχει υπολογιστεί ότι κάθε ενήλικος Αθηναίος πολίτης που πήγαινε στο γυμναστήριο χρησιμοποιούσε κατά μέσο όρο 55 λίτρα ελαίου ετησίως.