Αρχίζουν πάλι οι εκβιασμοί της τρόικας. Οι εκλογές και το αποτέλεσμά τους είναι το πρώτο διακύβευμα, ενώ στη συνέχεια θα ακολουθήσουν οι δόσεις του δανείου και βέβαια τα μέτρα των 11,5 δισ. ευρώ που θα τσακίσουν τη ραχοκοκαλιά των εργαζομένων.
Τον «μπαμπούλα» που λέγεται Πολ Τόμσεν στέλνει η τρόικα στην Αθήνα στις αρχές Μαΐου, για να ελέγξει εάν μετά τις εκλογές θα προκύψει «συνεργάσιμη» κυβέρνηση. Ανάλογα θα κινηθεί στη συνέχεια το κλιμάκιο της τρόικας, που θα αρχίσει τις επισκέψεις αφενός για την εκταμίευση των δόσεων και αφετέρου για τις διαπραγματεύσεις σχετικά με το νέο πακέτο μέτρων των 11,5 δισ. ευρώ της περιόδου 2013-2014.
Και ενώ στα διεθνή λόμπι οργιάζουν οι φήμες περί αντικατάστασης του Πολ Τόμσεν, διαρροές από την έδρα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στην Ουάσινγκτον κάνουν λόγο για ειδική αποστολή του προαναφερόμενου στη χώρα μας για να βυθομετρήσει τις πολιτικές εξελίξεις και να εξαγάγει τα ανάλογα συμπεράσματα.
Ως γνωστό η τρόικα δεν βλέπει με καλό μάτι την κωλυσιεργία της απερχόμενης κυβέρνησης στη χάραξη του μοντέλου, με το οποίο θα ενισχυθούν οι τράπεζες με τα 50 δισ. ευρώ.
Μέσω της έλευσης Τόμσεν η τρόικα σκέφτεται και να πιέσει τα μέλη της «νέας κυβέρνηση» μετά την 6η Μαΐου να τα βρουν με τους τραπεζίτες στα θέματα των αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου, που μέχρι σήμερα αποτελούν αγκάθι στην οριστικοποίηση του σχεδίου της ανακεφαλαιοποίησης.
Το σχέδιο έλευσης του Π. Τόμσεν στην Αθήνα σε ρόλο ανιχνευτή αποσκοπεί και σε έναν πολιτικό εκβιασμό της νέας Βουλής, ώστε να λάβει αποφάσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης που θα μπορέσει να δεχτεί αδιαμαρτύρητα τις επιταγές του Μνημονίου. Και βέβαια, αν όλα «πάνε καλά», θα ακολουθήσουν και τα άλλα μέλη της τρόικας, μαζί με την εκταμίευση των δόσεων του δανείου.
Το στίγμα το προθέσεών του έδωσε ο Δανός Πολ Τόμσεν σε πρόσφατη ομιλία του για την ελληνική οικονομία στο London School of Economics. «Μετά τις εκλογές δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει με σταθερό ρυθμό τη μείωση του δημοσιονομικού της ελλείμματος και παράλληλα να προωθήσει τις αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις». Εκτίμησε μάλιστα ότι «η χώρα χρειάζεται ακόμα μια δημοσιονομική προσαρμογή ύψους 6% με 7% του ΑΕΠ, προσθέτοντας ότι αυτό που χρειάζεται είναι η «επιτάχυνση της εσωτερικής υποτίμησης» και ότι η δημοσιονομική προσαρμογή στην Ελλάδα θα διαρκέσει ακόμα τουλάχιστον έως το 2020.