Έφυγε σε ηλικία 104 ετών, ήρεμη στον ύπνο της, τα ξημερώματα της Κυριακής του Πάσχα
Οι συγγενείς, οι φίλοι και ο ΔΟΛ διά του προέδρου του Σταύρου Π. Ψυχάρη αποχαιρέτησαν χθες στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών την Ελζα Λαμπράκη, χήρα του ιδρυτή του «Βήματος» και των «ΝΕΩΝ» Δημητρίου Λαμπράκη και μητέρα τού επί 52 χρόνια επικεφαλής του Οργανισμού Χρήστου Δ. Λαμπράκη. Η Ελζα Λαμπράκη έφυγε από τη ζωή το πρωί της Κυριακής του Πάσχα σε ηλικία 104 ετών.
Εζησε στην ουσία δύο ζωές: μία με τον σύζυγό της Δημήτρη, μέχρι το 1957, και άλλη μία με τον γιο της Χρήστο, που πήρε τα ηνία του Οργανισμού Λαμπράκη. Η Ελζα Λαμπράκη, που κηδεύτηκε χθες στα 104 της χρόνια, γνώρισε από κοντά όλες τις σημαντικές προσωπικότητες της καθεμιάς εποχής – στην ουσία τις σημαντικότερες προσωπικότητες του ελληνικού 20ού αιώνα. Και αυτό ξεκίνησε νωρίς. Παντρεύτηκε τον Δημήτριο Λαμπράκη όταν ήταν μόλις 18 ετών. Εκείνος, είκοσι χρόνια μεγαλύτερος, με δυναμική προϋπηρεσία στην εφημερίδα «Πατρίς», ήταν ήδη ιδιοκτήτης και εκδότης του «Ελεύθερου Βήματος».
Από τις πρώτες ημέρες κιόλας του γάμου της, στο γαμήλιο ταξίδι τους στο Παρίσι – ήταν Σεπτέμβριος του 1926 – συνάντησε το πολιτικό ίνδαλμα της ίδιας και της οικογενείας της, τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Το ζεύγος Βενιζέλου τούς είχε καλέσει για πρόγευμα.
«Τι περηφάνια αισθάνθηκα όταν με πήρε δεξιά του, ως νεόνυμφη κυρία, σε τι δύσκολη όμως θέση βρέθηκα στο τραπέζι του προγεύματος», έγραψε πολύ αργότερα η ίδια. «Μπροστά μου είδα ένα ποτήρι της σαμπάνιας και μέσα ένα μεγάλο μισό λεμόνι, δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Να το στύψω ή να το κόψω; Ευτυχώς ο Βενιζέλος κατάλαβε την αγωνία μου και, παίρνοντας το κουτάλι του, μου λέει: «Αυτό κυρία Λαμπράκη είναι ένα γκρέιπφρουτ, στην Ελλάδα δεν το έχουμε». Και άρχισε να το τρώει. Σαν μαϊμού πήρα κι εγώ το κουταλάκι μου και άρχισα να το τρώω».
Θυμάται βέβαια πολύ περισσότερα από αυτό. Σε ένα από τα τρία μικρά βιβλία που έγραψε, χωρίς λογοτεχνικές φιλοδοξίες και για ιδιωτική χρήση, περιγράφει μεταξύ πολλών περιπετειών και την απόπειρα δολοφονίας του συζύγου της το 1944 στη Βηρυτό με δηλητηρίαση σε καφενείο – δάκτυλος, όπως λέει, της Intelligens Service, της βρετανικής μυστικής υπηρεσίας.
Πέρασε τα παιδικά της χρόνια σε διαμέρισμα της οδού Ερμού, στην Αθήνα. Ο πατέρας της, Παναγιώτης Τσαουσόπουλος, ήταν Τριπολιτσιώτης. Η μητέρα της, Πηνελόπη Παπαγεωργίου, είχε γεννηθεί στη Βιέννη από γονείς Καστοριανούς.
Με τον Μήτσο Λαμπράκη (όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του) έκαναν τρία παιδιά: τη Λένα, τον Χρήστο και την Αννα. Γνώρισε τέσσερα εγγόνια και τέσσερα δισέγγονα. Εχασε όμως τον γιο της Χρήστο πριν φύγει εκείνη, όπως έχασε και μία εγγονή 22 ετών, που έφερε το όνομά της. Δεν αναμείχθηκε ποτέ στην πολιτική ή τη δημοσιογραφία. Πολλοί ωστόσο ήταν εκείνοι που την συμβουλεύονταν για την πείρα και την οξυδέρκειά της. Εδινε νουθεσίες, έκανε παροτρύνσεις. Ηταν από τους ανθρώπους που με τον τρόπο τους αποτέλεσαν σημεία συνοχής του αθηναϊκού κοινωνικού ιστού.
Οι οικείοι της την περιγράφουν ως άνθρωπο με έμφυτη κομψότητα και φυσική ευγένεια, ως πρόσχαρη, πρακτική και ειλικρινή. Δεν γκρίνιαζε ποτέ και για τίποτα. Ηταν φιλομαθής και φιλοπερίεργη, της άρεσαν τα ταξίδια, ήξερε από μουσική, από φαγητό, από καλούς τρόπους. Είχε και μια αθόρυβη – πλην σταθερή – φιλανθρωπική δράση, βοηθώντας κυρίως το Ασυλο Ανιάτων. Οσο όμως κι αν ταξίδευε, πάντα ήθελε να επιστρέφει. Στο διαμέρισμα της οδού Αναγνωστοπούλου στο Κολωνάκι, αλλά κυρίως στον Πόρο, τα καλοκαίρια. Πήγαινε στον Πόρο από παιδί και γι’ αυτό αγόρασαν εκεί με τον σύζυγό της μεγάλο κτήμα όπου αργότερα έφτιαξαν εξοχική κατοικία. Πήγαινε ανελλιπώς κάθε καλοκαίρι μέχρι και πέρσι. Εκεί γιόρταζε και τα γενέθλιά της κάθε τέλος Αυγούστου, με πολύ κόσμο πάντα. Μέχρι που στα 98 της, κουράστηκε. Και δήλωσε ότι θα γιόρταζε πλέον μόνο τα στρογγυλά της γενέθλια!
Ηλπιζε να πάει και φέτος. Ηθελε να πεθάνει εκεί. Εντέλει έσβησε στην Αναγνωστοπούλου, ήρεμη στον ύπνο της, τα ξημερώματα της Κυριακής του Πάσχα. Περιστοιχισμένη από τους αγαπημένους της, χορτασμένη από τη ζωή.
ΤΑ ΝΕΑ