Οι πρώτοι εκπρόσωποι του σύγχρονου μεταναστευτικού ρεύματος στη Βρετανία μιλούν για τις εμπειρίες τους εκεί
Η Αγία Σοφία του Λονδίνου είναι η μεγαλύτερη ελληνορθόδοξη εκκλησία της βρετανικής πρωτεύουσας. Η εφετινή βραδιά της Ανάστασης αναμένεται να έχει τη μεγαλύτερη προσέλευση των τελευταίων ετών. Αιτία δεν είναι κάποιο αυξανόμενο τουριστικό ρεύμα από την Ελλάδα ούτε ο μεγάλος αριθμός των ελλήνων φοιτητών στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι οποίοι σε απόλυτους αριθμούς καταλαμβάνουν την τέταρτη θέση, έπειτα από… Κινέζους, Ινδούς και Ιρλανδούς.
Εδώ και περίπου δύο χρόνια το καινούργιο κύμα ελληνικής μετανάστευσης κάνει αισθητή την παρουσία του και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σύμφωνα με την ελληνική πρεσβεία στο Λονδίνο – μια πόλη όπου τα μέλη της ελληνικής κοινότητας μαζί με εκείνα της κυπριακής, που είναι και μεγαλύτερη, υπολογίζονται σε 300.000 – τα mails που ζητούν πληροφορίες για εγκατάσταση στη Βρετανία είναι καθημερινό φαινόμενο, ενώ πλέον σε «οποιοδήποτε κεντρικό σημείο του Λονδίνου ακούς συνέχεια ελληνικά».
Εκπρόσωποι του νέου μεταναστευτικού ρεύματος μιλούν για τις πρώτες εμπειρίες τους εκτός Ελλάδας. Κοινή συνισταμένη των απόψεών τους είναι ότι προς το παρόν δεν προβλέπεται επιστροφή στη χώρα μας.
«Ηλθαμε για να ισορροπήσουμε»
Πριν από όχι και τόσο πολλά χρόνια η κυρία Κατερίνα Γερμανού ούτε που φανταζόταν ότι το 2012 θα έκανε Ανάσταση στην Αγία Σοφία ως μόνιμος κάτοικος Λονδίνου, εργαζόμενη σε ελληνικό καφενείο του Μπεϊσγουότερ. Mαζί με τον σύζυγό της διατηρούσε για πάνω από 10 χρόνια εστιατόριο στα Φιλιατρά.
«Η πτώση ξεκίνησε πριν από περίπου δυόμισι χρόνια. Δεν μπορούσα να φανταστώ όμως ότι θα έφτανε η στιγμή που Σάββατο βράδυ θα έχω μόνο δύο τραπέζια γεμάτα στο μαγαζί. Παράλληλα οι τράπεζες, για το στεγαστικό δάνειο του σπιτιού μας, και η Εφορία γίνονταν όλο και πιο πιεστικές. Στα τέλη του 2011 και αφού εξαντλήσαμε και το τελευταίο περιθώριο αποφασίσαμε να φύγουμε. Ο σύζυγός μου εργάζεται ως σεφ σε κυπριακό εστιατόριο, η κόρη μου πηγαίνει στο ελληνικό σχολείο».
Ξεκαθαρίζει ότι για αυτήν η μετακόμιση στην Αγγλία είναι «αναγκαστική και – ελπίζω – προσωρινή λύση. Ο μεγαλύτερος γιος μου, που σπουδάζει στην Ελλάδα, ούτε που ήθελε να ακούσει. Εχω επιλέξει να μείνω σε μια σχετικά ασφαλή και ήσυχη περιοχή, κάτι που μου κοστίζει τόσο στο νοίκι όσο και στο κόστος μετακίνησης. Από την άλλη, το κόστος του σουπερμάρκετ είναι αρκετά οικονομικό, ενώ και το κράτος προσφέρει αρκετές παροχές τόσο στον τομέα της Υγείας, όσο και σε θέματα όπως η επιδότηση ενοικίου, ακόμα και σε μη βρετανούς πολίτες. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν ήλθαμε εδώ για να ζήσουμε από τα επιδόματα. Είμαστε εδώ για να δουλέψουμε, να ισορροπήσουμε οικονομικά και να επιστρέψουμε. Φοβάμαι όμως ότι η κατάσταση στην Ελλάδα θα είναι άσχημη για πολύ καιρό ακόμα».
Πριν από 15 μήνες ο κ. Σταύρος Χατζησπύρου, 29 ετών, εργαζόταν ως σεφ σε καφεστιατόριο της Αθήνας. «Εκείνη την εποχή ο επιχειρηματίας μάς είχε απλήρωτους δύο-τρεις μήνες. Τότε αυτό δεν ήταν ακόμη τόσο συνηθισμένο. Παράλληλα πλήρωνα στεγαστικό δάνειο. Αποφάσισα πως δεν υπήρχε λόγος να καθήσω άλλο στην Ελλάδα, να τα βγάζω δύσκολα πέρα και να γεράσω πριν την ώρα μου μόνο από το άγχος».
Στο Λονδίνο, όπως λέει, «βρήκα σχετικά γρήγορα δουλειά σε εστιατόριο πολυτελείας, παίρνω καλά λεφτά, πληρώνω τις δόσεις του δανείου και ζω σχετικά άνετα. Εχω συγκάτοικο και μετακινούμαι με τη συγκοινωνία, πράγματα που δεν έκανα στην Ελλάδα. Τυπικά έχω ρίξει το επίπεδο ζωής μου. Ομως δεν αισθάνομαι έτσι, το αντίθετο μάλιστα. Ζω σε μια καθαρή πόλη με ελεύθερους χώρους και πράσινο».
«Η ευκαιρία που δεν είχα…»
Παρόμοια είναι και η αντίληψη του κ. Αργύρη Οικονομάκου, πιστοποιημένου μπάρμαν, ο οποίος βρίσκεται στην Αγγλία εδώ και λίγες ημέρες. «Από ό,τι βλέπω, τουλάχιστον εδώ υπάρχει κάποια κινητικότητα». Αν και φρέσκος στην Αγγλία, «βρήκα αμέσως δουλειά μέσα στα όρια των αποδοχών που υπολόγιζα. Ούτως ή άλλως, εδώ στον τομέα μου υπάρχουν μεγαλύτερες προοπτικές εξέλιξης. Στην Ελλάδα αυτό το επάγγελμα έχει κατά κάποιον τρόπο ημερομηνία λήξης».
Η κυρία Παρασκευή Μαρίνου, 25 ετών, τελείωσε το μεταπτυχιακό της στο Λονδίνο και αναζητεί εργασία στον τομέα της ως μηχανικός περιβάλλοντος, ενώ παράλληλα εργάζεται σε κατάστημα αθλητικών ειδών.
«Αρκετοί γνωστοί μου στην Ελλάδα θεωρούν ότι από τη στιγμή που φεύγεις από την Ελλάδα ησυχάζεις, όμως αυτό σε καμία περίπτωση δεν ισχύει. Αλλωστε και η Βρετανία βρίσκεται σε φάση ύφεσης. Εχω στείλει δεκάδες βιογραφικά, έχω πάει σε πολύ λιγότερες συνεντεύξεις. Δυστυχώς, βλέπω ότι το κριτήριο της προηγούμενης εργασιακής εμπειρίας στην Αγγλία είναι αρκετά σημαντικό. Ακόμα και για τη δουλειά που κάνω αυτή τη στιγμή πέρασα σχολαστική συνέντευξη και δοκιμαστική περίοδο. Πάντως προς το παρόν δεν σκέφτομαι την επιστροφή. Και μόνο η εμπειρία του να ζω μόνη μου στο εξωτερικό, και ειδικά σε μια πόλη όπως το Λονδίνο, μου προσφέρει εφόδια, επαγγελματικά και προσωπικά, που δεν θα είχα την ευκαιρία να αποκτήσω αν παρέμενα στην Ελλάδα».
Η κατάσταση στην Ελλάδα
«Σαν να διέγραψαν το βιογραφικό μου»
Ο 43χρονος Αλέξης Παζίδης έχει εργαστεί ως υπεύθυνος αποθήκης σε μεγάλα κατασκευαστικά έργα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Αυτή τη στιγμή και αφού απολύθηκε από μεγάλη τεχνική εταιρεία το φθινόπωρο του 2010, εργάζεται σε εταιρεία που σχετίζεται με την τηλεοπτική κάλυψη των επικείμενων Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου.«Το βιογραφικό μου περιλαμβάνει κατασκευαστικά έργα στο Ντουμπάι, στο αεροδρόμιο στα Σπάτα, στην αμερικανική πρεσβεία και στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. Παρ’ όλα αυτά με την κατάσταση στη χώρα μας είναι σαν να έχει γίνει delete σε όλα αυτά. Ακόμα και στην απίθανη – λόγω της συγκυρίας – περίπτωση που δεχόμουν κάποια πρόταση, αυτή θα ήταν με αποδοχές μειωμένες κατά 40%-50%».Στην εταιρεία στην οποία εργάζεται σήμερα είχε εργαστεί ξανά στους Αγώνες τηςΑθήνας. «Τότε απέρριψα πρόταση για μόνιμη συνεργασία, κάτι που σήμαινε ξενιτεμό ανά διετία στις πόλεις οικοδέσποινες των Αγώνων (θερινών και χειμερινών). Σήμερα δεν υπάρχει περίπτωση να αρνηθώ, ίσα ίσα θα το επιδιώξω, παρ’ όλο που αυτό σημαίνει ότι θα αναγκαστούμε να μεταναστεύσουμε οικογενειακώς, με τη γυναίκα μου και το παιδί μου».
Θα σκεφτόταν την επιστροφή στη χώρα μας ακόμη και με λιγότερα λεφτά; «Ενδεχομένως ναι, κανείς δεν θέλει να ζει μακριά από τον τόπο του. Αρκεί να πίστευα πως αυτή η δουλειά δεν θα είχε προσωρινό χαρακτήρα».