Ο επικεφαλής της Κομισιόν στην τρόικα προαναγγέλλει περικοπές σε συντάξεις, κοινωνικά επιδόματα, αμυντικές δαπάνες, λιγότερο προσωπικό σε Δημόσιο και δήμους και παρεμβάσεις σε νοσοκομεία και φαρμακευτική δαπάνη
Ο στόχος των οριζόντιων περικοπών των δαπανών και των φορολογικών αυξήσεων έχει σε μεγάλο βαθμό εξαντληθεί, δηλώνει ο επικεφαλής της Κομισιόν στην τρόικα Ματίας Μορς. Σε συνέντευξή του στο «Έθνος της Κυριακής» ο κοινοτικός αξιωματούχος προαναγγέλλει περικοπές σε συντάξεις, κοινωνικά επιδόματα, αμυντικές δαπάνες και την αναδιάρθρωση της κεντρικής και τοπικής δημόσιας διοίκησης ώστε να λειτουργεί με λιγότερο προσωπικό. Ο Μ. Μορς επιμένει ότι η μείωση των μισθών είναι μονόδρομος για την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Ποιοι είναι οι λόγοι για τους οποίους απέτυχε το πρώτο πρόγραμμα για την Ελλάδα και ποιες είναι οι εγγυήσεις ότι τα ίδια λάθη δεν θα επαναληφθούν στη διάρκεια του δεύτερου προγράμματος;
Είναι αλήθεια ότι το πρώτο πρόγραμμα δεν κατάφερε να πετύχει τον στόχο της επιστροφής της Ελλάδας για δανεισμό από τις αγορές. Ωστόσο, δεν θα ήταν σωστό να πούμε ότι το πρώτο πρόγραμμα απέτυχε. Στην πραγματικότητα, υπήρξε σημαντική πρόοδος στη δημοσιονομική σταθεροποίηση υπό δύσκολες μάλιστα συνθήκες και προωθήθηκαν μια σειρά από σημαντικές μακρόπνοες μεταρρυθμίσεις όπως στις συντάξεις, την αγορά εργασίας, την Υγεία και τον δημόσιο τομέα γενικότερα.
Ωστόσο, ορισμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις περιορίστηκαν λόγω της ισχυρής αντίστασης από συγκεκριμένα οργανωμένα συμφέροντα. Επίσης, πολύ συχνά δόθηκε έμφαση στην υιοθέτηση νομοθετικών πράξεων παραμελώντας την έγκαιρη και πλήρη εφαρμογή τους. Στο δεύτερο πρόγραμμα μεγαλύτερη έμφαση θα δοθεί στην παρακολούθηση της επίτευξης των επιδιωκόμενων στόχων των διαφόρων μεταρρυθμίσεων και στην αναπροσαρμογή των πολιτικών ή της εφαρμογής τους εφόσον κριθεί αναγκαίο.
Σε ό,τι αφορά τα απαιτούμενα πρόσθετα μέτρα (3,8% του ΑΕΠ για το 2013 και 1,8% για το 2014) επιμένετε ότι έμφαση θα πρέπει να δοθεί στη μείωση των δαπανών. Ποιοι είναι οι τομείς πρώτης προτεραιότητας;
Ο στόχος των οριζόντιων περικοπών των δαπανών και των φορολογικών αυξήσεων έχει σε μεγάλο βαθμό εξαντληθεί. Ως εκ τούτου, η πρόσθετη εξοικονόμηση θα πρέπει να προέλθει από μείωση δαπανών διαρθρωτικού χαρακτήρα. Η εξοικονόμηση που απαιτείται είναι πολύ σημαντική και θα πρέπει να εστιαστεί στις μεγάλες κατηγορίες του προϋπολογισμού και όχι σε επιμέρους περιορισμένα τμήματα ή σε περιθωριακές παρεμβάσεις. Προκειμένου να εντοπίσει τις καλά στοχευμένες μειώσεις των δαπανών που απαιτούνται, η κυβέρνηση ξεκίνησε μια συνολική αξιολόγηση των δαπανών. Η αξιολόγηση θα επικεντρωθεί στις συντάξεις και τα κοινωνικά επιδόματα -με τρόπο ώστε να διατηρείται η θεμελιώδης κοινωνική προστασία-, τις αμυντικές δαπάνες -χωρίς να αμφισβητείται η αμυντική ικανότητα της χώρας σας- και την αναδιάρθρωση της κεντρικής και τοπικής δημόσιας διοίκησης, η οποία θα εκπληροί την αποστολή της με λιγότερο προσωπικό. Παράλληλα, θα πρέπει να διευκρινιστεί ο εξορθολογισμός των φαρμακευτικών δαπανών, των επιχειρησιακών δαπανών στα νοσοκομεία και των επιδομάτων πρόνοιας.
Στις 16 Μαρτίου κατά την παρουσίαση του δεύτερου προγράμματος στις Βρυξέλλες δηλώσατε ότι η μείωση του κόστους εργασίας, δηλαδή η μείωση μισθών είναι αναπόφευκτη για την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Θα μπορούσατε να γίνετε πιο σαφής σε σχέση με την αναφορά σας «είμαστε στη μέση του δρόμου» σε ό,τι αφορά τη μείωση του κόστους εργασίας;
Μεταξύ 2001 και τις αρχές του 2009 το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 39% όταν στο σύνολο της ευρωζώνης η αύξηση ήταν 17% και σε ορισμένες χώρες ακόμη μικρότερη. Αυτό δημιούργησε ευρύ χάσμα ανταγωνιστικότητας. Τα δύο τελευταία χρόνια το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος μειώθηκε κατά 6-7% κατά μέσο όρο. Ως εκ τούτου, υπήρξε πρόοδος, η οποία όμως δεν είναι επαρκής για την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας. Το πακέτο εργασιακών μεταρρυθμίσεων που ενέκρινε η κυβέρνηση θα συμβάλει στη μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος κατά περίπου 15% στη συνολική περίοδο του προγράμματος. Πρόκειται για έναν αναγκαίο μακρύ δρόμο ώστε να καλυφθεί το χάσμα ανταγωνιστικότητας που συσσωρεύτηκε την τελευταία δεκαετία.
Σε αντίθεση με το πρώτο πρόγραμμα, στο δεύτερο πρόγραμμα οι δόσεις των δανείων έχουν αποφασιστεί σε μηνιαία βάση μόνο για τους τρεις πρώτους μήνες (Μάρτιο-Μάιο), ενώ για τις επόμενες τριμηνιαίες δόσεις επισημαίνεται ότι έχουν αποφασιστεί σε προσωρινή βάση. Κατά πόσο αυτό συνδέεται με τις επικείμενες εκλογές στην Ελλάδα;
Οχι, η λογική του προγράμματος με τις τριμηνιαίες αποφάσεις για την εκταμίευση των δόσεων δεν έχει αλλάξει. Αλλά θα πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα στις τριμηνιαίες αποφάσεις και την ουσιαστική εκταμίευση.
Η εκταμίευση συνδέεται με τις χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας όπως επίσης και από την ικανότητα του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας να εξασφαλίσει τα απαιτούμενα κεφάλαια από την αγορά. Παράλληλα, οι ακριβείς τριμηνιαίες χρηματοδοτικές ανάγκες μπορεί να τροποποιηθούν στη διάρκεια του προγράμματος, για παράδειγμα λόγω των εσόδων από τις ιδιωτικοποιήσεις. Ετσι λοιπόν είναι απολύτως φυσικό οι επόμενες εκταμιεύσεις να είναι ενδεικτικές. Η φιλοσοφία παραμένει όμως η ίδια. Υπήρξε μόνο κάποια αλλαγή στη λογιστική και η προοπτική των εκλογών δεν έπαιξε ρόλο.
Πιστεύετε ότι θα απαιτηθεί και τρίτο πακέτο οικονομικής βοήθειας για την Ελλάδα;
Οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων της Ευρωζώνης εξέφρασαν τη δέσμευσή τους να παράσχουν την απαιτούμενη στήριξη στην Ελλάδα και μετά την ολοκλήρωση του δεύτερου προγράμματος έως ότου η Ελλάδα αποκτήσει πρόσβαση στις αγορές, υπό την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα εκπληρώσει απόλυτα τις δεσμεύσεις και τους στόχους του προγράμματος προσαρμογής.
Εκλαμβάνω αυτή τη δήλωση ως επίδειξη αλληλεγγύης και πολύτιμης διασφάλισης για την ελληνική οικονομία απέναντι σε ενδεχόμενες αντίξοες συνθήκες. Αλλά στην αρχή αυτού του τριετούς προγράμματος οικονομικής προσαρμογής (2012-2014) θα ήταν πρόωρο να γίνουν εικασίες αν θα υπάρξει ή όχι τρίτο πρόγραμμα. Σε μεγάλο βαθμό αυτό θα εξαρτηθεί από τα κατά πόσο η Ελλάδα θα εφαρμόσει έγκαιρα και πλήρως τη δημοσιονομική σταθεροποίηση και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αναπτυξιακού χαρακτήρα, οι οποίες συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο του δεύτερου προγράμματος.