Ύστερα από 10 χρόνια «κοσκίνισμα», γιατί κάποιοι στο υπουργείο Ανάπτυξης φαίνεται ότι δεν θέλουν να «ζυμώσουν», το θέμα του ανοίγματος της αγοράς του ψωμιού εξακολουθεί να αποτελεί πεδίο αντιπαράθεσης, με μόνα θύματα τους καταναλωτές, οι οποίοι πληρώνουν το βασικό αυτό αγαθό πανάκριβα.
Από την πλευρά τους, οι ιδιοκτήτες φούρνων υποστηρίζουν ότι η απελευθέρωση της αρτοποιητικής διαδικασίας των ενδιάμεσων προϊόντων αρτοποιίας (bake off) βάζει σε κίνδυνο τους 140.000 ανθρώπους οι οποίοι εργάζονται άμεσα ή έμμεσα στη βιοτεχνική αρτοποιία, καθώς «το φρέσκο ελληνικό ψωμί θα αντικατασταθεί από το κατεψυγμένο -προψημένο- εισαγόμενο ψωμί, το οποίο θα πωλείται στα σούπερ μάρκετ και στις αλυσίδες καταστημάτων».
Κάτι τέτοιο δεν συμμερίζονται βεβαίως οι εκπρόσωποι των αρτοποιητικών μονάδων, αν και ζητούν επιπλέον διευκρινίσεις για να «μη χαθεί άλλη μια ευκαιρία που θα φέρει σημαντικές επενδύσεις δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ, θα δημιουργήσει πάνω από 2.000 νέες θέσεις εργασίας και θα ενισχύσει τον ανταγωνισμό στην αγορά ψωμιού».
Πέραν της επιχειρηματικής κόντρας, πάντως, η ουσία παραμένει, καθώς τα νοικοκυριά πληρώνουν εν μέσω κρίσης μία φραντζόλα απλό ψωμί από 0,60 ευρώ έως και 0,90 ευρώ, ανάλογα με το σημείο πώλησης, την περιοχή κ.ά., με την αξία της συνολικής αγοράς να υπερβαίνει το 1 δισ. ευρώ.
Μάλιστα, οι απανωτές αυξήσεις στη λιανική τιμή πώλησης του ψωμιού, οι οποίες από το 2002 αγγίζουν σχεδόν το 90%, σε συνδυασμό με τη συνολική φτωχοποίηση, έχουν οδηγήσει 1 στους 10 καταναλωτές στη μείωση της κατανάλωσης, σύμφωνα με περσινή έρευνα της Marc.
Να σημειωθεί ότι 8 στα 10 νοικοκυριά δηλώνουν ότι καταναλώνουν μισό κιλό ψωμί την ημέρα, κάτι που σημαίνει ότι ο οικογενειακός προϋπολογισμός μόνο για τον άρτο τον επιούσιο επιβαρύνεται με 274 ευρώ κατά μέσο όρο σε ετήσια βάση.
Οσον αφορά την κατά κεφαλήν κατανάλωση, από 64 κιλά ψωμί που ήταν το 1995 έχει φτάσει σήμερα στα 70 κιλά, κυρίως λόγω των οικονομικών μεταναστών.