Το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός τρίτου πόλου στην πολιτική σκηνή προκαλεί αναταράξεις σε ΠαΣοΚ και ΝΔ
Το οργιώδες παρασκήνιο που εκτυλίχθηκε γύρω από το πρόσωπο που θα αναλάμβανε τελικά τη θέση του υπουργού Οικονομικών, μετά την αποχώρηση του κ. Ευ. Βενιζέλου, είναι χαρακτηριστικό. Επί περίπου δύο ημέρες διεξήχθη ένας αγώνας πινγκ πονγκ μεταξύ Συγγρού, Ιπποκράτους και Μεγάρου Μαξίμου, ώσπου να καταλήξουν οι ενδιαφερόμενοι στην επιλογή του κ. Φ. Σαχινίδη. Ο πρωταγωνιστής του δράματος όμως ήταν ο υπουργός Εσωτερικών κ. Τ. Γιαννίτσης, ο εκλεκτός, όπως επιμένουν οι γνωρίζοντες, του πρωθυπουργού κ. Λ. Παπαδήμου για τη θέση αυτή.
Η εμπλοκή στην επιλογή Γιαννίτση δεν ήταν φυσικά οι ικανότητές του. Τα διαπιστευτήριά του σε θέματα οικονομίας είναι αδιαμφισβήτητα. Αλλού ήταν το πρόβλημα. Συνεργάτες του προέδρου του ΠαΣοΚ κ. Βενιζέλου αλλά και του αρχηγού της ΝΔ κ. Αντ. Σαμαρά δεν είδαν εξαρχής με καλό μάτι την τοποθέτηση Γιαννίτση στην Καραγιώργη Σερβίας. «Ο δικομματισμός δεν έχει ανάγκη από μουσαφίρηδες» έλεγαν χαρακτηριστικά συνεργάτες τους σε ιδιωτικές τους συνομιλίες.
Το σκεπτικό είναι απλό: δεν είναι δυνατόν τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας στην Ελλάδα να στηρίζουν την κυβέρνηση συνεργασίας και την ίδια στιγμή ο βασικός «ιδεολογικός γκουρού» της ανάγκης ανάδειξης ενός τρίτου – εκσυγχρονιστικού – πόλου στην ελληνική πολιτική σκηνή να αναλαμβάνει το υπουργείο Οικονομικών.
Τα όρια του συστήματος
Σύμφωνα μάλιστα με πληροφορίες, κύκλοι που πρόσκεινται στον νέο πρόεδρο του ΠαΣοΚ έλεγαν ότι «πρέπει να τελειώνουμε πλέον με το “κόμμα Παπαδήμου”», υπονοώντας προφανώς ότι ο υπουργός Εσωτερικών λειτουργεί ως πολιορκητικός κριός για τις πολιτικές φιλοδοξίες του σημερινού Πρωθυπουργού.
Ο κ. Γιαννίτσης άλλωστε ουδέποτε έκρυψε τις προωθημένες απόψεις του που υπερβαίνουν το υπάρχον πολιτικό σύστημα. Σε άρθρο του στο «Βήμα της Κυριακής» στις 7 Ιανουαρίου ο υπουργός Εσωτερικών έγραφε: «Αν δεν κινηθούμε με αυτοπεποίθηση και διάθεση να ξεφύγουμε από το σήμερα και αν δεν σταματήσουμε να σερνόμαστε στην τροχιά μιας ιδεολογικής και παλαιοκομματικής οπτικής, καμία προοπτική δεν θα μπορέσουμε να δώσουμε στον έλληνα πολίτη… Μία είναι η κεντρική προϋπόθεση για το πού θα φθάσουμε: να αποφασίσουμε ως κοινωνία ότι, είτε με σύμμαχο είτε χωρίς σύμμαχο το πολιτικό σύστημα, θέλουμε να βγούμε από το τέλμα. Τότε το πολιτικό σύστημα θα συμμαχήσει, θέλει δεν θέλει… Η χώρα δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς οργανωμένη, αλλά καθαρή από το αμαρτωλό παρελθόν πολιτική δημοκρατία. Το πολιτικό σύστημα έχει την τεράστια ευθύνη να κάνει την αυτοκάθαρσή του».
Η θεωρία του τρίτου πόλου
Πόσο εφικτή όμως είναι η δημιουργία ενός τρίτου πόλου; Οι φιλοδοξίες να γίνει κάτι τέτοιο προεκλογικά ναυάγησαν, παρά τις προσπάθειες του κ. Γ. Φλωρίδη, ενός ανθρώπου με καθαρές τοποθετήσεις και θέσεις. Η ανάγκη όμως είναι υπαρκτή, όπως αποδεικνύουν μυστικές έρευνες βάσει των οποίων ένα 20% του εκλογικού σώματος θα επιθυμούσε την ίδρυση ενός φιλοευρωπαϊκού κόμματος που είναι υπέρ των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Λείπει λογικά αυτό που ο κ. Φλωρίδης έχει κατά καιρούς αποκαλέσει «κρίσιμη ηγετική μάζα». Θα μπορούσε να ηγηθεί ο κ. Παπαδήμος; Ο ίδιος κρατάει επτασφράγιστα κλειστά τα χαρτιά και τις σκέψεις του, αλλά άνθρωποι που συνομιλούν μαζί του λένε ότι του έχει περάσει από το μυαλό, κατανοεί όμως ότι οι συνθήκες δεν είναι ακόμη ώριμες. Ωστόσο, το πρόβλημα κατά ορισμένους είναι ότι όσοι επιθυμούν ένα νέο κόμμα «μοιάζουν να το θέλουν έτοιμο να έρθουν να το πάρουν».
Μετά τις εκλογές όμως οι αναζητήσεις θα ξαναρχίσουν. Δεν λείπουν άλλωστε και υπουργοί όπως η κυρία Αννα Διαμαντοπούλου και ο κ. Μ. Χρυσοχοΐδης που έχουν ταχθεί υπέρ μιας εκσυγχρονιστικής πλατφόρμας, με την υπουργό Ανάπτυξης να κινείται πιο δραστήρια και να συνομιλεί και με κινήσεις πολιτών.
Σε κλίμα κινητικότητας βρίσκεται και ο κ. Ι. Ραγκούσης, ο οποίος έχει θέσει τη δική του πλατφόρμα σε διαβούλευση στο Διαδίκτυο, αλλά και ο κ. Ηλ. Μόσιαλος που ωστόσο δεν θα πολιτευθεί αλλά σκέπτεται να επιστρέψει στο Λονδίνο. Ο κ. Ι. Στουρνάρας, γενικός διευθυντής του Ινστιτούτου Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), που αρνήθηκε μάλιστα να αναλάβει το υπουργείο Ανάπτυξης μετά την αποχώρηση Χρυσοxoΐδη, έχει επίσης επιμείνει στο ότι η ανάδυση ενός μεταρρυθμιστικού πόλου είναι αναγκαία. Αγνωστη και απρόβλεπτη παράμετρο αποτελεί και ο πρώην υπουργός κ. Αλ. Παπαδόπουλος που δεν πήγε να ψηφίσει τον κ. Βενιζέλο την περασμένη Κυριακή και πολλοί αναρωτιούνται αν έχει αποστασιοποιηθεί ή απλά περιμένει…
Ενοχλημένος ο Πρωθυπουργός
Το μοντέλο Μόντι και οι ανησυχίες των πιστωτών
Ο κ. Παπαδήμος δεν κρύβει την ενόχλησή του για την εξέλιξη της υπόθεσης Γιαννίτση αλλά και για τα όσα διαμείβονται παρασκηνιακά περί του ρόλου του σε ένα νέο εκσυγχρονιστικό σχήμα. Η ενόχληση βέβαια αυτή δεν είναι όψιμη. Σύμφωνα με εξακριβωμένες πληροφορίες, ο πρώην αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) είχε δυσαρεστηθεί έντονα την περίοδο των συνομιλιών με την τρόικα για το νέο μνημόνιο, όταν πολλοί επέμεναν ότι δεν διαπραγματεύτηκε. Ηδη από τότε δεν ήταν λίγοι εκείνοι που διατυμπάνιζαν την άποψη ότι η χώρα χρειάζεται πολιτική κυβέρνηση και όχι τεχνοκράτες.
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι ποιος θα είναι ο μετεκλογικός ρόλος του κ. Παπαδήμου. Την απάντηση αναζητούν διάφοροι, όπως διεφάνη και από την πρόσφατη συνέντευξη του Πρωθυπουργού στους «Financial Times», στην οποία ο κ. Παπαδήμος δεν απέκλεισε τη μετεκλογική του αξιοποίηση – με αποτέλεσμα να φουντώσει η σεναριολογία.
Ωστόσο, από τη στιγμή που δεν υπάρχει ένας σχηματισμός που να συγκεντρώνει και να εκφράζει μεταρρυθμιστικές δυνάμεις, τα πάντα θα εξαρτηθούν από την αρχιτεκτονική του επόμενου Κοινοβουλίου και ιδιαίτερα από το αν θα υπάρξει αυτοδυναμία, από το πόσο κοντά θα βρεθούν τα ποσοστά της ΝΔ και του ΠαΣοΚ κ.ά. Πηγές με γνώση των σκέψεων του Πρωθυπουργού αναφέρουν ότι πλέον ο κ. Παπαδήμος γνωρίζει πολύ καλύτερα πρόσωπα και πράγματα στον χώρο της πολιτικής. «Επομένως, γνωρίζει καλύτερα και τι πρέπει να αποφύγει» προσθέτουν. Οι ίδιες πηγές εκτιμούν ότι η ατέρμονη σεναριολογία που λέει ότι ο Πρωθυπουργός θα μπορούσε μετεκλογικά να αξιοποιηθεί π.χ. στη θέση του υπουργού Οικονομικών μάλλον απέχουν της πραγματικότητας.
Την ίδια στιγμή, οι εταίροι και πιστωτές δεν κρύβουν την προτίμησή τους. Είναι ξεκάθαρο ότι κρίνουν καταλληλότερη μετεκλογικά μια κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ – ΠαΣοΚ και την παραμονή του κ. Παπαδήμου στο τιμόνι της χώρας. Η εμπιστοσύνη τους στα πρόσωπα των κκ. Σαμαρά και Βενιζέλου παραμένει χαμηλή σε σχέση με το γιγαντιαίο έργο που πρέπει να εκτελεστεί στο πλαίσιο του δεύτερου μνημονίου.
Το «μοντέλο Μόντι» εξακολουθεί να γοητεύει τους πιστωτές λόγω της αποτελεσματικότητάς του. Οι εταίροι δεν επιθυμούν την κατάρρευση του δικομματισμού. Εχουν όμως καταλάβει ότι ο φόβος του πολιτικού κόστους ευνουχίζει τα κόμματα, άρα θα ήταν προτιμότερο να αναλάβει τη διακυβέρνηση μια ομάδα χωρίς πολιτικές δεσμεύσεις. Διερευνούν επίσης τη δυνατότητα δημιουργίας ενός τρίτου, μεταρρυθμιστικού και εκσυγχρονιστικού πόλου που θα συμβάλει στο μέλλον σε ευρύτερες συνεργασίες. Επιπλέον, δεν θέλουν καν να φαντάζονται μια δεύτερη συνεχόμενη εκλογική αναμέτρηση αν δεν υπάρξει αυτοδυναμία. Τα επιτελεία της Συγγρού και της Ιπποκράτους είναι ενήμερα των σεναρίων αυτών και προσπαθούν να τα προλάβουν.