Ένα εκατομμύριο πολίτες χάνουν οριστικά πρόσβαση σε φθηνή στέγη, κοινωνικό τουρισμό και δωρεάν εισιτήρια θεάτρου, με την κατάργηση των Οργανισμών Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ) και Εργατικής Εστίας (ΟΕΕ). Η πρόβλεψη του Μνημονίου για κατάργηση των δύο Οργανισμών, για την εξοικονόμηση 300 εκατ. ευρώ, έχει ως αποτέλεσμα την κατάργηση προγραμμάτων, όπως είναι η επιδότηση ενοικίου (120.000 αιτήσεις από φτωχές οικογένειες, πολύτεκνους, άτομα με ειδικές ανάγκες ετησίως), το πρόγραμμα κοινωνικού τουρισμού (4.000.000 διανυκτερεύσεις ετησίως), το κατασκευαστικό έργο (1.300 υπό ανέγερση κατοικίες), το δανειοδοτικό έργο (10.000 δάνεια με ευνοϊκούς όρους ετησίως), τη διάθεση εισιτηρίων για θεατρικές παραστάσεις και τέλος την χρηματοδότη του συνδικαλιστικού κινήματος και των Εργατικών Κέντρων.
Όπως μάλιστα κατήγγειλαν οι εργαζόμενοι στους δύο Οργανισμούς, η απόφαση της κυβέρνησης να καταργήσει στην πράξη τους ΟΕΚ και ΟΕΕ, έχει ως αποτέλεσμα:
* Να χάνεται η πρόσβαση 1.000.000 οικονομικά αδύναμων οικογενειών στα προγράμματα στέγασης, πολιτισμού και τουρισμού.
* Να κινδυνεύουν με απόλυση χιλιάδες εργαζόμενοι σε:
– 2.700 ξενοδοχειακές επιχειρήσεις (απώλεια 7.500 θέσεων εργασίας)
– δεκάδες κατασκευαστικές και λοιπές τεχνικές εταιρείες
– 3.000 επιχειρήσεις επισιτισμού
– 150 θεατρικές επιχειρήσεις.
* Να οδηγείται σε περαιτέρω ύφεση η οικονομία, με μείωση κεφαλαίων και τον στραγγαλισμό των παραγωγικών μονάδων της χώρας.
* Να μην υπάρχει συνδικαλιστική εκπροσώπηση και υποστήριξη των εργαζόμενων σε όλη τη χώρα.
Οι εργαζόμενοι αποκάλυψαν επίσης, ότι με τα σημερινά δεδομένα του αριθμού εργαζομένων και ασφαλισμένων προκύπτει ότι μόνο από τις εισφορές εργαζομένων υπέρ ΟΕΚ και ΟΕΕ (1,35%) τα έσοδα ξεπερνούν τα 360 εκατ. ευρώ ετησίως.
Η ετήσια διάθεση για τα προγράμματα κοινωνικών παροχών, πλέον των λειτουργικών εξόδων, θα έφταναν για :
570.000 δελτία Κοινωνικού Τουρισμού
180.000 εισιτήρια Θεάτρου 30.000 εκδρομικά εισιτήρια |
60 εκατ. ευρώ |
500 κατοικίες με τα έργα υποδομής τους | 50 εκατ. ευρώ |
10.000 δάνεια με ευνοϊκούς όρους | 100 εκατ. ευρώ |
100.000 εγκρίσεις επιδότησης ενοικίου | 100 εκατ. ευ |
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι το κατασκευαστικό έργο του ΟΕΚ. Σύμφωνα με τους εργαζόμενους σε αυτόν, ο ΟΕΚ έχοντας την τεχνογνωσία και την εμπειρία (βιοκλιματική αρχιτεκτονική, μελέτες ΚΕΝΑΚ, πιλοτικά προγράμματα Ενεργειακής Αναβάθμισης κτιρίων) μπορεί να αναβαθμίσει ενεργειακά το μεγαλύτερο μέρος των 50.000 κατοικιών που έχει κατασκευάσει έως σήμερα. Η αναβάθμιση αυτή θα συνεπάγεται εκτός της εξοικονόμησης ενέργειας για τους οικιστές-δικαιούχους και άμεσα οικονομικά οφέλη, μέσα από προγράμματα της Ε.Ε. και τη χρήση καινοτόμων χρηματοδοτικών μηχανισμών. Η συνολική επιφάνεια στεγών που μπορεί να καλυφθεί με φωτοβολταϊκά πάνελ ανέρχεται σε 500.000m2. Το κόστος εγκατάστασης τους ανέρχεται σε 200 εκατ. ευρώ (πλέον ΦΠΑ) με απόσβεση στα 5 έτη και μπορεί να επιτευχθεί παραγωγή ενέργειας 140 εκ.KWH κατ’ έτος, η οποία αντιστοιχεί σε εισροή 63 εκατ. ευρώ ανά έτος, ενώ η αντίστοιχη μέση κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος των κατοικιών ανέρχεται σε 18 εκατ. ευρώ ανά έτος.
Από τα παραπάνω, προκύπτουν έσοδα ύψους 45 εκατ. ευρώ ανά έτος για τον Οργανισμό, τα οποία θα έδιναν την δυνατότητα αυτοχρηματοδότησης περαιτέρω κοινωνικών δράσεων.
Οι εργαζόμενοι καταγγέλλουν ότι, για να εξοικονομηθούν 300.000.000 ευρώ το ΙΚΑ «σβήνει» χρέη ύψους 3,2 δισ. ευρώ και το δημόσιο αποκτά αποθεματικά ύψους 650.000.000 ευρώ.
Η κοινωνική κατοικία στην Ευρώπη
Οι εργαζόμενοι παρουσίασαν επίσης, στοιχεία για την κοινωνική κατοικία στην Ευρώπη, που δείχνουν πως με την κατάργηση του ΟΕΚ, η Ελλάδα θα είναι η μόνη χώρα χωρίς κάποιου είδους πρόνοια στεγαστικής συνδρομής σε νοικοκυριά με χαμηλά ή μεσαία εισοδήματα και κοινωνικές ομάδες που έχουν ανάγκη.
Συνήθως η αρμοδιότητα της κοινωνικής κατοικίας ανήκει αποκλειστικά ή συνδυαστικά στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, τις Περιφέρειες και την κεντρική Διοίκηση, ενώ σε ομοσπονδιακές χώρες (όπως η Γερμανία, η Ισπανία και το Βέλγιο) στις κυβερνήσεις των διαφόρων ημιαυτόνομων περιοχών.
Η μορφή της παρεχόμενης κοινωνικής κατοικίας (ενοικιαζόμενη ή κατά ιδιοκτησία) ποικίλει σημαντικά από το ένα Κράτος Μέλος της Ε.Ε. στο άλλο, ανάλογα με την παράδοση, την κουλτούρα και την οργάνωσή του, με κυρίαρχη την πρώτη μορφή στις χώρες της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης και κυρίαρχη την ιδιόκτητη κατοικία στις χώρες του νότου, ενώ ανάλογα ποικίλουν και οι τρόποι παροχής της κατοικίας.
Υπάρχει μαζική κατασκευή συγκροτημάτων προς ενοικίαση ή παραχώρηση από δημόσιους οργανισμούς, δημοτικές επιχειρήσεις, επιχειρήσεις μικτής οικονομίας –σύμπραξη δημόσιου ή δημοτικού τομέα με ιδιωτικές εταιρείες– συνεταιριστικούς φορείς, ιδιωτικές μη κερδοσκοπικές επιχειρήσεις και αμιγώς ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Το κεντρικό κράτος, μέσω της νομοθεσίας και της φορολογίας, ωθεί τους κατασκευαστές να δημιουργήσουν κοινωνικές κατοικίες.
Τρόποι παρακίνησης στην κατασκευή κοινωνικών κατοικιών είναι:
– η απευθείας χρηματοδότηση,
– η διάθεση ειδικών τραπεζικών πόρων για τη χρηματοδότηση προγραμμάτων κοινωνικής κατοικίας,
– η παροχή εγγυήσεων στις τράπεζες για δανεισμό προς κατασκευή κοινωνικών κατοικιών,
– ο ορισμός χαμηλών επιτοκίων σε επιχειρήσεις που δανείζονται για κατασκευή τέτοιων κατοικιών,
– η επιδότηση τέτοιων κατασκευαστικών προγραμμάτων μέσω μειωμένων φόρων,
– η θεσμοθετημένη υποχρέωση που υπάρχει σε διάφορα κράτη κάθε νέο μεγάλο συγκρότημα κατοικιών που ανεγείρεται να περιλαμβάνει ένα ποσοστό κατοικιών που θα κατασκευάζεται με προδιαγραφές κοινωνικής κατοικίας και θα διατίθεται οπωσδήποτε στις ομάδες εκείνες που δικαιούνται να στεγαστούν με τέτοιους όρους
– οι ειδικές απαλλαγές σε μεγάλες εταιρείες που εφαρμόζουν στεγαστικά προγράμματα για τους εργαζομένους τους,
– και, τέλος, η απευθείας δανειοδότηση νοικοκυριών.
Τα αποθέματα κοινωνικών κατοικιών αποτελούν σημαντικό ποσοστό του συνολικού οικιστικού αποθέματος κάθε χώρας. Για παράδειγμα είναι 32% στην Ολλανδία, 23% στη Αυστρία, 17% στη Γαλλία, 5% στη Γερμανία.
Παρά τη σοβαρή κρίση που πλήττει σήμερα διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, η κοινωνική κατοικία συνεχίζει να αποτελεί προτεραιότητα των εμπλεκομένων φορέων. Για αυτό και σε αρκετές χώρες (όπως η Ιταλία και η Γαλλία) επιχειρείται εφαρμογή νέων τρόπων προγραμματισμού και χρηματοδότησής της, κυρίαρχο άξονα την ευρύτερη σύμπραξη ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Μεγάλη βοήθεια επίσης αναζητείται και λαμβάνεται από τα ταμεία διαρθρωτικών πόρων της Ε.Ε. και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.