Η πρώτη ντε φάκτο χρεοκοπία κράτους, που κατατάσσεται στα αναπτυγμένα,  έγινε, με τους ιδιώτες διεθνείς πιστωτές να αποδέχονται ένα εθελοντικό κούρεμα μεγαλύτερο του 50% επί των απαιτήσεων που είχαν. Το αποτέλεσμα είναι πως τώρα η Ελλάδα χρωστάει ελάχιστα στους ιδιώτες.

Παράλληλα, η Ελλάδα δέχθηκε να σφίξει τον προϋπολογισμό της, με αντάλλαγμα μια βοήθεια ύψους €100 δισ. Ο σκοπός του πακέτου αυτού είναι η αποφυγή μιας πλήρους χρεοκοπίας, και η προσφορά μιας ευκαιρίας στη χώρα να κάνει τις προσαρμογές της χωρίς να διαταραχθούν οι χρηματοπιστωτικές αγορές. Αυτή όμως η προσέγγιση, κούρεμα στο ιδιωτικό χρέος, και δημοσιονομική προσαρμογή, αποκλείεται να πετύχει από μόνη της.

Το πραγματικό πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι πια το δημοσιονομικό της έλλειμμα, αλλά ο συνδυασμός απόσυρσης των καταθέσεων, και συνεχιζόμενης υπερβολικής κατανάλωσης στον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος εδώ και μια δεκαετία περίπου συνήθισε στο να ξοδεύει περισσότερα από όσα κερδίζει. Αυτή η υπερκατανάλωση χρηματοδοτούνταν (μέχρι σήμερα) από την κυβέρνηση, και για αυτό, το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού χρέους ήταν προς τους ιδιώτες. Η επίσημη γραμμή είναι ότι η ελληνική υπερκατανάλωση θα σταματήσει, μόλις η κυβέρνηση περιορίσει τις δαπάνες, και αυξήσει τους φόρους.

Ακόμη και έτσι όμως, μπορεί να μην υπάρξει επιτυχία. Ο ελληνικός λαός έχει μάθει να ξοδεύει περισσότερα από όσα μπορεί. Και το κάνει αυτό επειδή αντιμετωπίζει αυτό που ο Ούγγρος οικονομολόγος János Kornai ονόμασε «ήπιος περιορισμός  προϋπολογισμού», όταν ανέλυε τις αποτυχίες του σοσιαλισμού.

Όταν τα ελληνικά νοικοκυριά καλούνται να πληρώσουν υψηλότερους φόρους, απλά αποσύρουν χρήματα από τις καταθέσεις τους, και συνεχίζουν να ξοδεύουν όπως και πριν. Για αυτό και παρά τις μεγάλες δημοσιονομικές προσαρμογές, το σημερινό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών  της Ελλάδας παραμένει στο 10% του ΑΕΠ.

Παράλληλα, πολλοί  καταθέτες  απέσυραν τα χρήματά τους από τις τράπεζες και τα πήγαν στο εξωτερικό. Οι εκτιμήσεις ποικίλλουν, αλλά μάλλον πρόκειται για κεφάλαια ύψους €50 δις, δηλαδή το 25% του ΑΕΠ!

Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί. Η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να αποκτήσει πρόσβαση στις αγορές με αυτές τις συνθήκες.  Δυστυχώς, το κέρδος του να διατηρεί κάποιος τα λεφτά του σε ελληνική τράπεζα είναι ελάχιστο. Το σημερινό επιτόκιο είναι περίπου 2.8%. Αν και καλύτερο από το μηδενικό επιτόκιο των γερμανικών τραπεζών, η πραγματική διαφορά είναι πολύ μικρή, αφού ο κίνδυνος αποχώρησης της Ελλάδας από την ευρωζώνη υπάρχει, κάτι που θα κάνει τις καταθέσεις να μην έχουν καμία αξία.

Τα επιτόκια θα πρέπει να αυξηθούν, ώστε να πειστούν οι Έλληνες να κρατήσουν τα χρήματά τους στην Ελλάδα, και να σταματήσει η αιμορραγία κεφαλαίων, που γονατίζει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Παράλληλα θα πρέπει να αυξηθεί το κόστος της χρηματοδότησης των υπερβολικών δαπανών, αλλιώς τα ελλείμματα θα συνεχιστούν.

Το κόστος της πίστωσης για τον ελληνικό ιδιωτικό τομέα παραμένει περιέργως χαμηλό, για μια οικονομία η οποία έχει αποκοπεί από τις διεθνείς χρηματαγορές, και η κυβέρνηση της οποίας δεν μπορεί να δανειστεί από ιδιώτες, με κανέναν τρόπο. Το μέσο κόστος των νέων δανείων σε ελληνικές επιχειρήσεις και νοικοκυριά είναι ακόμη μόλις 6-7%. Μπορεί να φαίνεται σημαντικό, αλλά είναι μόλις μερικές ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το αντίστοιχο γερμανικό.

Αυτό θα πρέπει να αλλάξει. Η Εσθονία, που είχε ακόμη μεγαλύτερο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών πριν τη κρίση, παρουσιάζει ένα ενδιαφέρον παράδειγμα. Εκεί, το κόστος δανεισμού για νέα δάνεια έφτασε το 40% όταν χτύπησε η κρίση. Αυτό οδήγησε σε μια απότομη προσαρμογή στην εσωτερική κατανάλωση. Η σκληρή αυτή προσαρμογή αμέσως μετατράπηκε σε πλεονασματικές τρέχουσες συναλλαγές, και ουδέποτε αμφισβητήθηκε η πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας.

Γιατί όμως τα ελληνικά επιτόκια δανεισμού παραμένουν τόσο χαμηλά; Η απάντηση είναι απλή: Οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να χρηματοδοτούνται από την ΕΚΤ με χαμηλά επιτόκια (1-3%). Όσο συνεχίζεται αυτή η εισροή φτηνού χρήματος, τόσο θα συνεχίζεται και η φυγή κεφαλαίων. Όσο η χώρα αντιμετωπίζει «ήπιο περιορισμό προϋπολογισμού», δεν θα υπάρξει καμιά καταναλωτική προσαρμογή.

Για αυτό και το νυν πρόγραμμα προσαρμογής δεν θα είναι αρκετό, ακόμη και αν η κυβέρνηση εφαρμόσει όσα σχεδιάζει.  Αν δεν κάνει κάτι για να σταματήσει την εκροή κεφαλαίων, και αν δεν μειωθεί η ιδιωτική καταναλωτική δαπάνη, τότε το ελληνικό τραπεζικό σύστημα  θα είναι όλο και πιο εξαρτημένο από την χρηματοδότηση.

Η ΕΚΤ έχει ήδη προσφέρει €120 δις (60% του ελληνικού ΑΕΠ) στις ελληνικές τράπεζες, και δεν μπορεί να εκτεθεί περισσότερο σε μια χώρα που μόλις χρεοκόπησε.

Αν υπάρξουν σημαντικές αυξήσεις στα επιτόκια, τότε ίσως οι καταθέτες να κρατήσουν τα χρήματά τους στην Ελλάδα. Αν αυτό δεν γίνει γρήγορα, η φυγή κεφαλαίων θα κλιμακωθεί, και τότε η κυβέρνηση θα πρέπει να επιβάλλει πάγωμα στις καταθέσεις, και ελέγχους επί των κεφαλαίων. Κάτι τέτοιο όμως θα οδηγήσει σε κατάρρευση του ελληνικού τραπεζικού τομέα, και η  μεταδοτικότητα θα επηρεάσει την Πορτογαλία, την Ισπανία, και την Ιταλία.

Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί θα πρέπει να καταλάβουν ότι η απόσυρση των καταθέσεων, και η συνεχιζόμενη ιδιωτική υπερκατανάλωση αποτελούν τις πραγματικές απειλές στο πρόγραμμα προσαρμογής της Ελλάδας. Αν αυτά δεν αντιμετωπιστούν, τότε ίσως να προκύψει ακόμη μια κρίση, πολύ πιο σοβαρή από την σημερινή.

Του Daniel Gros, διευθυντού του  Center for European Policy Studies.

Project Syndicate

www.project-syndicate.org/commentary/gros33/English

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.