Γράφει ο Ευάγγελος Καρλόπουλος
Συμπληρώνονται αισίως δώδεκα χρόνια με την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης να λειτουργεί με ανταγωνιστικές δομές, κάτω από κρατική εποπτεία και ρύθμιση. Θα ήταν ιδιαίτερα επισφαλές τόσο για τους επικριτές όσο και τους υπερασπιστές της ελεύθερης αγοράς να εξάγουν πρόωρα συμπεράσματα σχετικά με την επιτυχία ή αποτυχία του εγχειρήματος. Το χρονικό διάστημα της δωδεκαετίας είναι απολύτως ανεπαρκές. Σε κάθε περίπτωση, οι ενεργειακές αγορές έχουν γίνει επικίνδυνα πολύπλοκες.
Για παράδειγμα, η οικονομική βιωσιμότητα ενός λιγνιτικού σταθμού σχετίζεται πλέον με το κόστος προμήθειας του φυσικού αερίου και η βιωσιμότητα μιας υδροηλεκτρικής μονάδας με τις τιμές των πιστοποιητικών στο χρηματιστήριο ρύπων!
Το όλο εγχείρημα θα αυτο-αξιολογηθεί στο σύνολό του όταν θα έχει ολοκληρώσει τον κύκλο του. Με χρονικό ορίζοντα το 2025 θα απαιτηθούν επενδύσεις της τάξης των 240 δις ευρώ προκειμένου η Ευρωπαϊκή Ένωση να καλύψει τις ανάγκες της σε πρόσθετη ή αντικαθιστάμενη ηλεκτροπαραγωγική ισχύ. Λαμβάνοντας υπόψη την ασάφεια των μεσοπρόθεσμων στόχων αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, η ασφάλεια εφοδιασμού των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης εναπόκειται πλέον στην ελκυστικότητα των επενδύσεων και στα ρίσκα που θα αποφασίσουν να αναλάβουν οι ιδιώτες επενδυτές. Τότε και μόνον τότε θα είμαστε απολύτως σίγουροι ότι η καθολική απαίτηση της ασφαλούς πρόσβασης σε οικονομικά προσιτή ηλεκτρική ενέργεια, μπορεί να είναι αποτελεσματική υπόθεση των αγορών. Το ζητούμενο είναι βεβαίως «η πρώτη πλάνη των κρατικών-καθετοποιημένων εταιρειών, να μην αποβεί χειρίστη της δεύτερης…».
Όσον αφορά στην Ελλάδα, καταφέραμε ως συνήθως να κάνουμε τα πράγματα απείρως δυσκολότερα. Η σχεδιαζόμενη πώληση λιγνιτικών μονάδων, η επιτακτική πρόσβαση ιδιωτών σε ορυχεία λιγνίτη ή υδάτινους πόρους και ο βίαιος κατακερματισμός της ΔΕΗ προκειμένου να αρθεί η ασύμμετρη θέση της δεσπόζουσας εταιρείας, είναι ένα πείραμα το οποίο διεξάγεται σε μη εργαστηριακές και επικίνδυνα μη ελεγχόμενες συνθήκες, σε μια Χώρα στα όρια της πτώχευσης και με τα ιδιαίτερα ευάλωτα χαρακτηριστικά της «ενεργειακής νησίδας».
Η κρατική ΔΕΗ των προηγούμενων δεκαετιών κατάφερε επιτυχώς να ανταποκριθεί στις απαιτητικές και δύσκολες προκλήσεις εξηλεκτρισμού της Χώρας μας. Όμως, κάπου εκεί στα τέλη της δεκαετίας του 1980, έπρεπε να χαράξει καινούργιους δρόμους κάτω από αποτελεσματική εταιρική διαχείριση και να αναζητήσει σύγχρονους στόχους και προκλήσεις. Τα μηνύματα του νεοφιλελευθερισμού και της «Σχολής του Σικάγου» σάρωναν ήδη την Ευρώπη. Η συν-διοικούμενη ΔΕΗ «αγρόν ηγόραζε».
Ακόμη και την δεκαετία του 2000, οι τότε έγκαιρες και έγκυρες προτάσεις Αθανασόπουλου για στρατηγική συμμαχία με την RWE, τορπιλίστηκαν από τη ΓΕΝΟΠ και προφανώς υπονομεύτηκαν από τους διαχρονικά ανεύθυνο-υπεύθυνους κυβερνώντες. Διαχειρίστηκε η ΔΕΗ στην περιοχή μας λιγνιτικά αποθέματα-προίκα, η αξία των οποίων ξεπερνά τα 35 δις δολάρια! Σήμερα, βρίσκεται αντιμέτωπη με εφιαλτικά σενάρια, αδυνατεί ακόμη και να χρηματοδοτήσει μια σύγχρονη λιγνιτική μονάδα στην περιοχή μας, απειλώντας να συμπαρασύρει μια ολόκληρη Περιφέρεια σε οικονομικό και κοινωνικό αδιέξοδο. Ειλικρινά, τι χειρότερο θα μπορούσε να είχε κάνει ένας «ιδιώτης-επενδυτής» στην περιοχή μας; Σίγουρα πολλά. Θα είχε τουλάχιστον το έννομο και αναγνωρίσιμο κίνητρο της επιχειρηματικής σκοπιμότητας, τη δέουσα αντιμετώπιση από την πλευρά της τοπικής κοινωνίας και όχι το άλλοθι της «επιχείρησης του ελληνικού λαού».
Δυστυχώς, βρισκόμαστε σήμερα σε ένα σημείο όπου ελάχιστη σημασία έχει ο καταλογισμός ευθυνών αλλά προέχει η αναζήτηση προοπτικών. Το μέλλον της Ευρωζώνης αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι σε καθεστώς διαπραγμάτευσης. Κανείς δεν γνωρίζει τα δεδομένα και τις απαιτήσεις της «Επόμενης Μέρας». Μπορούμε σίγουρα να επιβιώσουμε την «Επόμενη Μέρα» έχοντας παραχωρήσει στην ιδιωτική πρωτοβουλία το KINO και το ΠΑΜΕ ΣΤΟΙΧΗΜΑ, τα Καζίνο, το Ελευθέριος Βενιζέλος, τις Αερομεταφορές, τα Λιμάνια, ή τις εκτάσεις του Ελληνικού. Είναι ζητούμενο όμως αν μπορούμε να επιβιώσουμε με ένα κατακερματισμένο και αποδεκατισμένο εθνικό ηλεκτροπαραγωγικό σύστημα. Το τίμημα της αποτυχίας δεν θα είναι απλά υψηλό αλλά ενδεχομένως τραγικό.
Ιδιαίτερα για τη Δυτική Μακεδονία, η πώληση λιγνιτικών μονάδων ή ορυχείων σχετίζεται ευθέως με την κάλυψη των θερμικών φορτίων των τηλεθερμάνσεων, τη διασφάλιση κανόνων και όρων decommissioning των ιδιωτικοποιημένων μονάδων, του Τοπικού Πόρου Ανάπτυξης, ακόμη-ακόμη και με ένα πιθανό αντισταθμιστικό τέλος απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων.
Σε κάθε περίπτωση, όλα τα Ενεργειακά Μοντέλα, τόσο αυτά με τα οποία πορευθήκαμε τις προηγούμενες δεκαετίες όσο και αυτά που θα βιώσουμε τα επόμενα χρόνια, είναι νομοτελειακά «ελεγχόμενης ορθότητας». Δυστυχώς ή ευτυχώς, κάποια από αυτά ήταν ή θα είναι επιλεκτικά χρήσιμα. Ευθύνη των Ελληνικών Κυβερνήσεων είναι να περιορίσουν την Επιλεκτικότητα και να επιμείνουν στην Καθολικότητα. Δεν υπάρχουν άριστα ενεργειακά μοντέλα αλλά ιστορικά επιτυχημένες ερμηνείες και υπεύθυνες πολιτικές επιλογές.
Ευάγγελος Καρλόπουλος
Χημικός Μηχανικός