Τρεις παραιτήσεις έφερε η συγχώνευση ΙΓΜΕ και ΕΚΠΑΑ
Η ανακοίνωση της απορρόφησης του ΙΓΜΕ (Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών) από το ΕΚΠΑΑ (Εθνικό Κέντρο Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης) έφερε και τις πρώτες παραιτήσεις. Η πρόεδρος του ΕΚΠΑΑ κυρία Χριστίνα Θεοχάρη και δύο μέλη του διοικητικού συμβουλίου του Κέντρου, η κυρία Ελένη Γεωργοπούλου και ο κ.Νίκος Χαραλαμπίδης, υπέβαλαν το πρωί της Τρίτης τις παραιτήσεις τους στον υπουργό Περιβάλλοντος κ. Γιώργο Παπακωνσταντίνου επικαλούμενοι προσωπικούς λόγους. Σύμφωνα με πληροφορίες, δεν ήθελαν να εμπλακούν στις εκκαθαρίσεις προσωπικού του ΙΓΜΕ. Όπως, λένε πηγές του υπουργείου, «είχαν αναλάβει να στήσουν το ΕΚΠΑΑ, αλλά όχι να “καθαρίσουν” και το Ινστιτούτο». Από την πλευρά τους, οι εργαζόμενοι στο ΙΓΜΕ θα προχωρήσουν σε νέες απεργιακές κινητοποιήσεις, συγκεντρώσεις αλλά και καταλήψεις των διευθύνσεων προσωπικού, προκειμένου να μην σταλούν οι πρώτες λίστες προσυνταξιοδοτικής εφεδρείας.
Αλλά δεν είναι μόνο το ΙΓΜΕ το οποίο θα συρρικνωθεί (κατά 60%) με κίνδυνο να μην μπορεί να επιτελέσει το ερευνητικό έργο του και τις υποχρεώσεις του προς την πολιτεία και την ΕΕ. Ανάλογα προβλήματα αντιμετωπίζουν δεκάδες άλλα ερευνητικά κέντρα και φορείς.
Τελευταία έχουν αναζωπυρωθεί οι συζητήσεις σε κυβερνητικό επίπεδο, με κλειστές διαδικασίες, για την αναδιάρθρωση του ερευνητικού ιστού της χώρας πάνω σε τρεις άξονες: μετατροπή των Κέντρων Δημοσίου Δικαίου (Αστεροσκοπείο, Δημόκριτος, Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών) σε Ιδιωτικού Δικαίου, συγχωνεύσεις Ινστιτούτων και επεξεργασία του νέου νόμου για την έρευνα.
Ο ερευνητικός ιστός της χώρας αποτελείται από πολλά κλαδικά ερευνητικά κέντρα όπως είναι το ΙΓΜΕ και το ΚΑΠΕ (Κέντρο Ανανεώσιμων Πηγών και Εξοικονόμησης Ενέργειας) του ΥΠΕΚΑ, το ΚΕΠΕ (Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών) του υπουργείου Υπουργείου Περιφερειακής Ανάπτυξης, το ΕΘΙΑΓΕ του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης κ.ά. Επίσης, 16 ερευνητικά κέντρα βρίσκονται υπό την εποπτεία της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) του υπουργείου Παιδείας.
Τα τέσσερα ερευνητικά κέντρα που είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (Αστεροσκοπείο, Δημόκριτος, Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών) υπηρετούν ερευνητικά αντικείμενα υψίστης εθνικής σημασίας (ραδιενέργεια, σεισμοί, ατμόσφαιρα, θάλασσα, ποτάμια και λίμνες, ανθρώπινες κοινωνίες, βιοποικιλότητα, γενετικό υλικό, πρωτογενής παραγωγή, βιοτεχνολογία). Γι΄ αυτό οι εργαζόμενοι πιστεύουν ότι πρέπει να παραμείνουν δημόσια για λόγους αναπτυξιακούς, τεχνοκρατικούς, πολιτικούς και οικονομικούς.
Όπως αναφέρει στο Βήμα η ερευνήτρια του ΕΛΚΕΘΕ (Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών) κυρία Στέλλα Ψαρρά, «η έρευνα είναι συνδεδεμένη με την ανάπτυξη κατά τρόπο πολυσήμαντο και όχι με όρους βραχυπρόθεσμα λογιστικούς. Η ιστορία αποδεικνύει πως η ιδιωτική έρευνα από μόνη της δεν είναι βιώσιμη. Στην Ευρώπη η βασική έρευνα είναι δημόσια και συμβαίνει τα ποσοστά του ΑΕΠ που επενδύονται στην έρευνα να συσχετίζονται με την ανάπτυξη των χωρών, καθώς η εφαρμοσμένη έρευνα στηρίζεται κυρίως στα αποτελέσματα της βασικής. Ακόμη και στις ΗΠΑ όπου ο ιδιωτικός τομέας αποτελεί πρότυπο,η «σπονδυλική στήλη» της έρευνας στηρίζεται από δημόσια κονδύλια, και οι ιδιώτες χρηματοδοτούν μόνο τα ερευνητικά θέματα στα οποία μπορούν επενδύσουν».
Όπως επισημαίνει το καθεστώς του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου παρέχει πλεονεκτήματα ανταγωνιστικότητας στις προτάσεις χρηματοδότησης προγραμμάτων δεδομένου ότι οι μισθοί των ερευνητών και τεχνικών είναι εξασφαλισμένοι, και αυτό τους κάνει ανταγωνιστικότερους σε επίπεδο ευρωπαϊκών προγραμμάτων. «Το Υπουργείο έχει ως πολιτική του την δημιουργία ενός Ενιαίου Χώρου Έρευνας και Εκπαίδευσης και έχει ήδη προχωρήσει σε αυτή την κατεύθυνση με τον πρόσφατο νόμο για την Ανώτατη Εκπαίδευση.Είναι απαραίτητο οι φορείς του Ενιαίου Χώρου (Πανεπιστήμια και Ερευνητικά Κέντρα) να διέπονται από ενιαίο θεσμικό πλαίσιο. Στην αντίθετη περίπτωση ενοποιούμε δύο χώρους ασύμμετρα, με δύο ταχύτητες. Ο Δημόσιος θα είναι υπερκυρίαρχος του άλλου», λέει ηερευνήτρια του ΕΛΚΕΘΕ κυρία Αλεξάνδρα Γώγου.
Η Ελλάδα διαθέτει μόνο το 0.6% του ΑΕΠ στην έρευνα _ όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 1.85% _ και μετά τις σχεδιαζόμενες περικοπές αλλά και τη μετατροπή των ερευνητικών φορέων σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου το ποσοστό αυτό θα μειωθεί δραματικά.
Η περίπτωση του ΕΛΚΕΘΕ
Eνα από τα Κέντρα που σήμερα ασφυκτιά είναι το Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ). Πρόκειται για τον εθνικό οργανισμό για τη μελέτη, διαχείριση και αξιοποίηση σημαντικών εθνικών πόρων ο οποίος διαθέτει εξαιρετικά προηγμένο εξοπλισμό και τα ερευνητικά σκάφη «ΑΙΓΑΙΟ», «Φιλία» και «Αλκυών».
Είναι το μοναδικό ερευνητικό Κέντρο στην Ανατολική Μεσόγειο το οποίο διαθέτει βαθυσκάφος, το «ΘΕΤΙΣ», και αυτόνομα υποβρύχια οχήματα, τα οποία χρησιμοποιούνται σε ωκεανογραφικές έρευνες, στη έρευνα και διάσωση στη θάλασσα και σε έρευνες των ενάλιων αρχαιοτήτων. Πριν από 25 χρόνια ξεκίνησαν έρευνες στο Αιγαίο και στο Ιόνιο στα πλαίσια διεθνών προγραμμάτων, κάνοντας έρευνα σε μια πολύ «ευαίσθητη» περιοχή καλύπτοντας και εθνικούς σκοπούς. Σήμερα, μεταξύ άλλων, έχει «απλωθεί» σε όλη την Μεσόγειο, στη Μαύρη Θάλασσα και πρόσφατα, κάνοντας έρευνα αιχμής, στην Ερυθρά Θάλασσα.
Επιπλέον, επιτελεί και κοινωνικό έργο καθώς έχει επανειλημμένα βοηθήσει στην έρευνα και στον εντοπισμό ατυχημάτων που έχουν γίνει στην θάλασσα. «Εξοικονόμησε στο ελληνικό κράτος πάνω από 15 εκατομμύρια ευρώ για κάθε ανέλκυση, όταν ανέλαβε και ολοκλήρωσε με επιτυχία την ανέλκυση των ελικοπτέρων του ΕΚΑΒ το 2001 και το 2003, ενός ΜΙRAGE της Πολεμικής Αεροπορίας στο Κεντρικό Αιγαίο το 2003, του ελικοπτέρου Chinook το 2004 ανοιχτά του Αγ. Όρους, και των F16 το 2010 στο Νότιο Κρητικό», τονίζει η κυρία Ψαρρά.
Όπως υποστηρίζει η ίδια, το ΕΛΚΕΘΕ εξυπηρετεί εθνικούς στόχους και εθνικά συμφέροντα και πρέπει να βρίσκεται κάτω από άμεση εθνική εποπτεία. «Είναι τραγικό τη στιγμή που η Τουρκία χρησιμοποιεί τα εθνικά ερευνητικά σκάφη της, όπως το Piri Reis, για έρευνες στην Ανατολική Μεσόγειο, η Ελλάδα να καταργεί το δημόσιο χαρακτήρα του φορέα για τη θαλάσσια έρευνα. Η Ελλάδα θα πρέπει να επιδεικνύει την βούληση να προωθήσει έρευνες σύμφωνα με τα δικά της εθνικά συμφέροντα, κάτι που προς το παρόν δεν έχει γίνει», δηλώνει η ερευνήτρια.
Η χρηματοδότηση του ΕΛΚΕΘΕ την τελευταία πενταετία από το κράτος έχει μειωθεί κατά 30% και καλύπτει μόνο τους μισθούς του μόνιμου προσωπικού. Τα πάγια έξοδα, η συντήρηση του ακριβού εξοπλισμού καθώς και οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου αρκετών νέων επιστημόνων και τεχνικών, καλύπτονται από ευρωπαϊκά κυρίως αλλά και τα λίγα εθνικά προγράμματα (15 εκατ. ευρώ το χρόνο, μέσος όρος τελευταίας πενταετίας).