Στην αρχαία Ελλάδα τα κοράλλια ονομάζονταν «γοργονίδες», γιατί η παράδοση έλεγε ότι σχηματίστηκαν από αίμα γοργόνας. Μέχρι το 1730 οι άνθρωποι πίστευαν πως είναι φυτά. Τα κοράλλια όμως είναι ζωντανοί οργανισμοί.
Αποτελούνται από πολύποδες -μικροσκοπικοί οργανισμοί που συγγενεύουν με τις ανεμώνες και τις μέδουσες- που ζουν ο ένας δίπλα στον άλλον. Τα κοράλλια πολλαπλασιάζονται με πολλούς τρόπους, κάποια είναι ερμαφρόδιτα και άλλα γονοχωριστικά, δηλαδή αρσενικά θηλυκά. Σε μερικά, το γονιμοποιημένο ωάριο αναπτύσσεται μέσα στον πολύποδα. Αλλα, απελευθερώνουν ωάρια και σπερματοζωάρια κατευθείαν μέσα στο νερό, όπου γίνεται η γονιμοποίηση, ή μέσα σε θήκες που αποβάλλουν από το στόμα. Οι θήκες ανεβαίνουν στην επιφάνεια του νερού και ανοίγουν, επιτρέποντας την ανάμειξη των γενετικών προϊόντων. Κάθε πολύποδας που γεννιέται κολλάει τον σκελετό του στην αποικία και την επεκτείνει.
Οι αποικίες με την πάροδο του χρόνου σχηματίζουν τους κοραλλιογενείς υφάλους, κάποιοι από τους οποίους άρχισαν να δημιουργούνται πριν από 50.000.000 χρόνια. Οι πολύποδες είναι διαφανείς και παίρνουν τα χρώματά τους από τα δισεκατομμύρια των ζωηρόχρωμων αλγών (ζωοξανθέλλες) που φιλοξενούν. Τα φύκια αυτά συνεργάζονται εξαιρετικά με τα κοράλλια για τη δημιουργία μεγάλης ποσότητας ανθρακικού ασβεστίου -το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένος ο σκελετός τού κάθε πολύποδα- και μέσω της φωτοσύνθεσης παράγουν ζάχαρη, υδατάνθρακες και πρωτεΐνες, ουσίες που αποτελούν τροφή για τον πολύποδα. Σε αντάλλαγμα, οι ζωοξανθέλλες θα λάβουν το απαραίτητο για αυτές μονοφωσφορικό αμμώνιο μέσω των εκκρίσεων των κοραλλιών.
www.enet.gr