Η παραγωγή του οπίου στο Αφγανιστάν αυξήθηκε σημαντικά (+61%) το 2011 σε σχέση με το 2010 όπου είχε μειωθεί εξαιτίας ενός παράσιτου, ωστόσο έμεινε κατώτερη αυτής του 2009, τονίζει σήμερα η εξειδικευμένη υπηρεσία του ΟΗΕ κατά των ναρκωτικών, η UNODC, στην ετήσια έκθεσή της.
“Το 2010, η παραγωγή είχε μειωθεί σημαντικά λόγω μιας αρρώστιας της παπαρούνας. Το 2011 η παραγωγή ήταν γύρω στα 45 κιλά ανά 10 στρέμματα, αριθμός που φέρει την πιθανή παραγωγή στους 5.800 τόνους, δηλαδή 61% περισσότερο σε σχέση με τους 3.600 τόνους που παρήχθησαν το 2010”, γράφει η Υπηρεσία των Ηνωμένων Εθνών κατά των ναρκωτικών και του εγκλήματος στην ετήσια έκθεση του για τη χώρα.
Το Αφγανιστάν είχε παράγει 6.900 τόνους οπίου το 2009, υπενθυμίζει η UNODC.
Οι καλλιεργήσιμες περιοχές αυξήθηκαν ελαφρά (+7%) σε σχέση με το 2010 και αριθμούν φέτος 1.310.000 στρέμματα.
Η υπηρεσία του ΟΗΕ υπογραμμίζει ότι τα έσοδα από την καλλιέργεια της παπαρούνας έφθασαν τα 10.700 δολάρια ανά 10 στρέμματα το 2011, στο υψηλότερο επίπεδο από το 2003.
Ο νότος της χώρας παραμένει μακράν η μεγαλύτερη περιοχή παραγωγής οπίου. Το μερίδιό της στην εθνική παραγωγή (78%) μειώθηκε ελαφρά λόγω της εκρηκτικής αύξησης των καλλιεργήσιμων επιφανειών στις ανατολικές επαρχίες (+269%), ακόμη κι αν η παραγωγή παραμένει μικρή σε απόλυτη αξία: 1% του εθνικού συνόλου — και μιας ισχυρής αύξησης στο βορειοανατολικό Αφγανιστάν (+55%), σημειώνει ο ΟΗΕ.
Η παπαρούνα επανεμφανίστηκε φέτος (σε σχεδόν 3.000 στρέμματα) στη βόρεια χώρα, που ο ΟΗΕ είχε κρίνει το 2010 ότι το φυτό είχε εξαλειφθεί.
Το υψηλό επίπεδο των τιμών της παπαρούνας, που “εξερράγησαν” λόγω της μικρής παραγωγής το 2010, παραμένει ο κύριος λόγος που οι αγρότες την καλλιεργούν, σημειώνει ο ΟΗΕ. Οι τιμές αγοράς στον παραγωγό αυξήθηκαν κατά 43% το 2011 και η παραγωγή φέτος αναμένεται να αυξηθεί συνολικά σε 1,4 δισεκατομμύριο δολάρια στους αγρότες.
ΑΠΕ-ΜΠΕ