Νέο αναπτυξιακό πρότυπο για βιώσιμη και αειφόρο ανάπτυξη στην Δυτική Μακεδονία
Η αειφόρος ανάπτυξη, είναι η ανάπτυξη η οποία μπορεί να συνεχιστεί και στο μέλλον καλύπτοντας τις σημερινές ανάγκες, χωρίς όμως να βλάπτεται η δυνατότητα των επερχόμενων γενεών να καλύψουν και αυτές τις δικές τους ανάγκες. Σε μια περίοδο πολυεπίπεδης (οικονομικής, πολιτικής, δημοσιονομικής) κρίσης θα πρέπει η προτεινόμενη ανάπτυξη να μην στηρίζεται μονάχα στην αειφορία, αλλά και στην βιωσιμότητα.
Η «βιώσιμη ανάπτυξη» είναι μια πολυδιάστατη έννοια. Η πρώτη διάσταση είναι η οικονομική και αναφέρεται στην προσπάθεια βελτίωσης της οικονομικής ευημερίας μιας κοινωνίας, όπως εκφράζεται π.χ. μέσα από το κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Η δεύτερη διάσταση είναι η περιβαλλοντική και αντανακλά την κοινωνική επιθυμία για προστασία της ποιότητας του περιβάλλοντος, από τις αρνητικές επιπτώσεις της οικονομικής ανάπτυξης. Η τρίτη είναι η κοινωνική και αφορά στη δίκαιη κατανομή των οικονομικών αποτελεσμάτων ενός έργου μεταξύ των μελών της κοινωνίας. Η βιώσιμη ανάπτυξη, δηλαδή βελτιώνει ή διατηρεί σε ισορροπία μέσα σε μια κοινωνία την οικονομική ευημερία, την ποιότητα του περιβάλλοντος και την κοινωνική δικαιοσύνη, ταυτόχρονα.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο αντιμετωπίζουμε την περιφερειακή οικονομική ανάπτυξη με μια ολοκληρωμένη λογική και σε μια κατεύθυνση που θα καθιερώσει – μεταξύ άλλων – την Περιφέρεια Δυτ. Μακεδονίας ως:
• Τόπο απασχόλησης για όλους·
• Πρότυπο για μια νέα οικονομία με αιχμή των Πράσινη Ανάπτυξη·
• Πύλη πολλαπλών μορφών θεματικού τουρισμού και αναψυχής·
• Παράδειγμα ορθολογικής διαχείρισης των φυσικών πόρων και σωστής περιβαλλοντικής πρακτικής· και
• Κέντρο των ενεργειακών εξελίξεων.
Έχοντας τις επιδιώξεις αυτές ως κατευθυντήριες αρχές και την ανάγκη να εμφυσήσουμε στους πολίτες της Δυτ. Μακεδονίας μια περιφερειακή συνείδηση, ως προμετωπίδα, πιστεύουμε ότι η εγκατάσταση των ΑΙΟΠΑ αντιμετωπίζεται ξεκομμένα, ως έργο, από την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα της περιφέρειάς μας.
Έκθεση της European Wind Energy Association (EWEA,2009) έδειξε ότι για κάθε μεγαβάτ αιολικών δημιουργούνται 15,1 εργατοέτη για την κατασκευή του εξοπλισμού και την ανάπτυξη των πάρκων (εκ των οποίων τα 1,2 εργατοέτη για την εγκατάσταση) και 0,4 εργατοέτη ανά έτος λειτουργίας για τη συντήρηση και εποπτεία των αιολικών πάρκων.
Στοιχεία για την Ελλάδα από λειτουργούντα αιολικά πάρκα έδειξαν ότι κατά τη φάση κατασκευής δημιουργούνται 1-1,5 εργατοέτη/MW (το 30-40% αυτής της απασχόλησης αφορά ντόπιο εργατικό δυναμικό), ενώ κατά την εικοσαετή φάση λειτουργίας 6,5-8 εργατοέτη/ΜW (0,32-0,4 εργαζόμενοι/MW, με 50-100% ντόπιο εργατικό δυναμικό).
Με δεδομένη την απουσία βιομηχανικών δομών παραγωγής Α/Γ στην περιφέρειά μας η όποια – σημαντική δίχως άλλο – τόνωση της απασχόλησης περιορίζεται κυρίως στην φάση της κατασκευής των ΑΙΟΠΑ, ενώ για τον 20ετή κύκλο λειτουργίας του ανέρχεται στην καλύτερη περίπτωση στα 37 άτομα (92 MW x 0,4 εργαζόμενοι), για να αναφερθούμε στην περίπτωση των δύο τελευταίων ΑΙΟΠΑ που απασχόλησαν την τοπική κοινωνία.
Από την άλλη, η ανάπτυξη ΑΙΟΠΑ έρχεται σε αντίθεση με τον ιδιαίτερου τύπου τουριστικό χαρακτήρα της Δυτικής Μακεδονίας, όντας η μοναδική ηπειρωτική περιφέρεια της χώρας. Η μικρή ανάπτυξη ανθρώπινης δραστηριότητας, ο αδιατάρακτος χαρακτήρας των περισσότερων οικοσυστημάτων, σε συνδυασμό με την αυθεντικότητα και την ιστορία του χώρου, καθιστούν την Δυτική Μακεδονία προνομιακή σε κάθε προσπάθεια εφαρμογής ‘‘εναλλακτικών’’ προτύπων τουριστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα.
Στα χρόνια που προηγήθηκαν έγινε μια προσπάθεια σύνδεσης του τουριστικού προϊόντος με το φυσικό – περιβαλλοντικό απόθεμα της περιφέρειας. Η ανάπτυξη ΑΙΟΠΑ σε μια τέτοια κλίμακα οδηγεί σε μια σταδιακή αλλά βέβαιη εκμηχάνιση του φυσικού περιβάλλοντος της Περιφέρειας, ιδιαίτερα σε περιοχές ανέγγιχτες από τέτοιου είδους δραστηριότητες.
Δεν μπορούμε, παρόλα αυτά, να αγνοήσουμε τις διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας για την μείωση των ρύπων του θερμοκηπίου και την εισαγωγή των ανανεώσιμων πηγών στην παραγωγή ενέργειας, ούτε και την ανάγκη ενίσχυσης της τουριστικής βάσης και του ιδιαίτερου χαρακτήρα της Δυτικής Μακεδονίας.
Κάθε αιολικό πάρκο, λοιπόν θα μπορούσε, εν δυνάμει και με την κατάλληλη εμπορική – εκπαιδευτική εκμετάλλευσή του από τους τοπικούς φορείς, να προκαλέσει όχι μόνο την ενίσχυση του τουριστικού ενδιαφέροντος αλλά και την καθιέρωση τόσο εκπαιδευτικών εκδρομών, όσο και ερευνητικών δράσεων, δραστηριότητες που, στο σύνολό τους, θα μπορούσαν να δώσουν σημαντική ενίσχυση στην τοπική οικονομία περιοχών που φιλοξενούν τέτοια έργα.
Όσον αφορά την ενίσχυση του τουριστικού ενδιαφέροντος, η Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση σε συνεργασία με τους πρωτοβάθμιους ΟΤΑ, οι οποίοι έχουν και άμεσο οικονομικό όφελος από την εγκατάσταση και λειτουργία ΑΙΟΠΑ στην περιοχή τους, να αξιοποιήσουν η μεν πρώτη τις δυνατότητες που έχει για την στήριξη δραστηριοτήτων που συμβάλλουν στην αναβάθμιση της εικόνας και γενικότερα στην ανάδειξη και προβολή των χαρακτηριστικών και της φυσιογνωμίας του αγροτικού χώρου, οι δε δεύτεροι τους πόρους αυτούς για την ανάπτυξη ήπιων μορφών τουρισμού (αγροτουρισμού, περιηγητικού, πεζοπορικού, πολιτιστικού τουρισμού), εκμεταλλευόμενοι το διαρκώς αυξανόμενο ενδιαφέρον του κοινού για περιβαλλοντικά θέματα και καθαρές ενεργειακές τεχνολογίες, ένα αιολικό πάρκο αναμένεται να δώσει μεγαλύτερη ώθηση στον τουρισμό και να αποτελέσει έναν τοπικό πόλο ήπιας τουριστικής ανάπτυξης, αφού με την κατάλληλη διαφήμιση και προώθηση θα ελκύει επισκέπτες για εκπαιδευτικούς και ερευνητικούς σκοπούς, σχολικές εκδρομές.
Για να γίνουν πραγματικότητα δύο στοιχεία απαιτούνται: συνεργασία των φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης τόσο ενδοπεριφερειακά όσο και διαπεριφερειακά και προγραμματισμός των δράσεων. Συνεργασία για να υπάρχει βέλτιστη κατανομή δυνάμεων και να αποφεύγονται οι αμοιβαίες επικαλύψεις, να ενημερώνονται για τις προοπτικές και να γίνονται κοινωνοί της προσπάθειας και οι τοπικές κοινωνίες, και προγραμματισμός για να αποκτήσει το νέο παραγωγικό μοντέλο μια ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑ. Να πάψει, δηλαδή, να εξαρτάται από την συγκυρία και τις προσωπικές επιθυμίες, βλέψεις ή αβελτηρίες των πολιτικών και των τοπικών κοινωνιών.
Να συμφωνήσουμε – αν θέλουμε πράγματι να αλλάξουμε το ελληνικό παράδειγμα ανάπτυξης – ότι αυτό το μοντέλο εκφράζει καλύτερα τις ανάγκες των πολιτών, ότι είναι καλύτερο προσαρμοσμένο στις δυνατότητες της Δυτικής Μακεδονίας, ότι μέσω αυτού θα βγει η περιφέρειά μας μια ώρα νωρίτερα από την κρίση.
Ωστόσο, η μέχρι τώρα αντιμετώπιση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας γίνεται αποσπασματικά και ευκαιριακά, και δεν συμβάλλει στην αλλαγή αναπτυξιακού προτύπου.
Το περιφερειακό συμβούλιο, οφείλει να προτείνει και να προγραμματίσει, να οργανώσει την ανάπτυξη και τον παραγωγικό ιστό σε περιφερειακή βάση. Παρόλα αυτά, συνεχίζουμε να αντιμετωπίζουμε την ανάπτυξη με τον γνωστό, ήδη από την δεκαετία του ’50, τρόπο του «τσιμέντο να γίνει», μόνο που το εκσυγχρονίσαμε σε «αιολικό ή φωτοβολταϊκό πάρκο να γίνει». Ανατρέπουμε όμως έτσι τόσο την βιωσιμότητα όσο και την αειφορία της πράσινης ανάπτυξης.
Γι’ αυτό, λοιπόν, προτείνουμε – και αυτό πρέπει να γίνει σε εθνική κλίμακα μέσω της Ένωσης Περιφερειών : α) πάγωμα των εγκρίσεων εγκατάστασης αιολικών και φωτοβολταϊκών πάρκων μέχρι την ολοκλήρωση του εθνικού χωροταξικού, που πρέπει να ολοκληρωθεί εντός 12 μηνών από σήμερα, χρονικό ορίζοντα για τον οποίο πιέζουμε, ως παράταξη, την κυβέρνηση· β) καθορισμό «οικοπέδων» για την εγκατάσταση πάρκων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, που θα βρίσκονται εκτός περιοχών απόλυτης προστασίας της φύσης ή σε περιοχές που πρόκειται να ανακηρυχθούν, κοντά σε αναγκαίες υποδομές (οδικές προσβάσεις, δίκτυα μεταφοράς), με όσον το δυνατόν μικρότερη οπτική και ηχητική όχληση για τους εγκαταστημένους οικισμούς και σε περιοχές που θα ελαχιστοποιείται η συνδυαστική επίδραση των πάρκων στα οικοσυστήματα· και τέλος, γ) «χάρτα υποχρεωτικών αντισταθμιστικών δράσεων» για το περιβάλλον, που θα εξειδικεύεται ανάλογα με τις ανάγκες της περιοχής και το είδος του οικοσυστήματος, γιατί η χρηματοδότηση της τοπικής αυτοδιοίκησης από τα έσοδα των πάρκων, μπορεί να δημιουργήσει παρεκτροπές από το κοινό συμφέρον (χωρίς να αφήνουμε υπονοούμενα για τους αιρετούς, αλλά η χρηματοδότηση της τοπικής αυτοδιοίκησης βαίνει συνεχώς μειούμενη και οι ανάγκες πληθαίνουν).
Τέλος, σε δεύτερο επίπεδο οφείλουμε να ενεργοποιήσουμε τις εγχώριες παραγωγικές δυνατότητες, υποστηρίζοντας επιχειρήσεις τόσο στην Δυτική Μακεδονία, όσο και σε γειτονικές περιφέρειες που μπορούν να συμβάλουν στο δυναμικότερο, οικονομικά και εργασιακά, κομμάτι των πράσινων επενδύσεων: στην έρευνα, την ανάπτυξη και την κατασκευή του μηχανολογικού εξοπλισμού. Τέτοιες επιχειρήσεις υπάρχουν, είναι ελληνικές και μάλιστα δημόσιες. Απαιτείται όμως και η συνεργασία του ιδιωτικού τομέα, για να προχωρήσει μια «καθετοποίηση» των πράσινων επενδύσεων.
Το Περιφερειακό Συμβούλιο, οφείλει να δημιουργήσει το πλαίσιο, να θέσει τους κανόνες, να δώσει τις κατευθύνσεις για την καλύτερη αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της περιφέρειάς μας. Εμείς, η παράταξή μας, θα είμαστε εκεί, με το πρόγραμμα, τις προτάσεις και τις τοποθετήσεις μας για να μην αφήσουμε να χαθεί αυτή η ευκαιρία. Για να αποκτήσει ρυθμό ο βηματισμός του νέου θεσμού, να συμβάλλουμε στην αλλαγή αναπτυξιακού προτύπου και στην ταχύτερη έξοδο της περιφέρειας από την κρίση.
Γιάννης Παπαϊορδανίδης
Επικεφαλής Μείζονος Αντιπολίτευσης
Περιφερειακού Συμβουλίου