Από ένα χωριό των Γρεβενών, το Μέγαρο(1) ήταν ο καπετάν Λούκας.
Άνθρωπος του βουνού και της στάνης από γεννησιμιού του κι από πάππου προς πάππου. Άνθρωπος θωρακισμένος με δύναμη, σώμα και ψυχή.
Και πώς να μην είναι; Αγναντεύοντας μόνο τούτα τα βουνά, αντρειεύεις. Παιδί πράμα έστρωσε την κάπα του και κοιμήθηκε στα πλατιά στέρνα τους.
Άνοιγαν οι ουρανοί τις νύχτες κι έστελναν με τ’ ασπροπέλεκα φωτιά κι έρριχναν με τα καρδάρια το νερό και η ψυχή του πλύθηκε, πλάστηκε. Του
μιλούσαν τ’ αγρίμια με τη γλώσσα τους. Και τα καταλάβαινε. Και πολλές φορές τα συμπόνεσε. Θα τα ‘λεγε αδέρφια του, σαν τον ιερό Αυγουστίνο,
αν δεν έβλεπε να κάμνουν ζημιά στα γεμάτα καλοσύνη και πραότητα κοπάδια.
Για τούτο στη γλώσσα τους συνήθισε να τους μιλάει κι ωρίμασε στην ψυχή του ο βαρύς νόμος του αίματος. Από μικρός ήταν πια ένας φτασμένος
καπετάνιος και σαν δρασκέλισε τα βουνά και πέρασε τις χαράδρες αρματωμένος, για τους ανθρώπους που ζούσαν εδώ (γιομάτοι πραότητα
και καλοσύνη αλλά και έτοιμοι να πάθουν ζημιά από τ’ αγρίμια που αλώνιζαν), και κατά της Καστοριάς τα μέρη(2), σήκωσε τ’ άρματα και χτύπησε
θανατερά, δίχως δάκρυα, δίχως λύπηση.
Πολλοί αναρωτήθηκαν αν ο καπετάν Λούκας, που τον είπαν “Κόκκινο Καπετάνιο”(3), είχε συμπόνια στην καρδιά του. Λιγοστοί δεν αναρωτήθηκαν.
Πίστευαν για τον καπετάν Λούκα ότι συμπόνια στην καρδιά του δεν είχε καμιά. Σκόρπισε τη φωτιά, το θάνατο και την παγωνιά της φοβέρας όχι
μόνο στα βουργαροχώρια, μα και στις τουρκικές σφηκοφωλιές.
Τι άνθρωποι, τι άνθρωποι! Ένιωθαν σιγουριά στα χωριά τους στα σπίτια τους, μπορούσαν να βλέπουν τα παιδιά τους άσφαχτα, τις γυναίκες
τους, τις αδελφές τους, τις Μάνες τους, λεύτερες και τιμημένες, όχι ντροπιασμένες και συρμένες στα σκλαβοπάζαρα, κι αναρωτιούνταν ακόμα.
Εγώ λέω ότι ο καπετάν Λούκας είχε δάκρυα και λύπηση, αυτοί οι λίγοι δεν είχαν στάλα ντροπή και στόχαση.
Όταν το κακό και η αμαρτία του κόσμου πληθαίνουν, ο Θεός βλέπει την κατάντια του ανθρώπου και λυπάται. Στέλνει, λοιπόν, τους ανθρώπους
Του, τους Αγίους, να διδάξουν τον κόσμο κι οι άνθρωποι, αντίς “ευχαριστώ”, πιάνουν και τους σκοτώνουν.
Ο Θεός λυπάται πιο πολύ, βουρκώνουν τα μάτια Του από δάκρυα. Όμως, γεμάτος καλοσύνη, ως είναι κάνει υπομονή, να στοχαστούν
και να συνεφέρουν. Οι άνθρωποι, ωστόσο, δε στοχάζονται, δε συνεφέρουν. Τα δάκρυα του Θεού μαυρίζουν εκεί δά και μέρα τη μέρα πετρώνουν, όσο
μεγαλώνει και απογίνεται η αμαρτία.
Άμα πετρώσουν τα δάκρυα, είναι τα πιο λυπημένα δάκρυα που μπορούν να γίνουν. Ανοίγουν οι Ουρανοί, λάβα και θειάφι ξεχύνεται, στο χαμό
λυγίζουν τα γόνατα των ανθρώπων, μα πάλι δεν καταλαβαίνουν πως πρέπει να γονατίσουν και να πουν:
– Κύριε, Δόξα Σοι, πολύ πια σε λυπήσαμε.
Τέτοια πετρωμένα δάκρυα είχε ο καπετάν Λούκας, ο Κόκκινος Καπετάνιος, που κανείς δε θυμάται να έκλαψε, κανείς δεν τον είδε να λυπιέται.
Μα κι αν ήταν πολλοί που το κατάλαβαν και το ήξεραν, αν ήταν πολλοί που προσεύχονταν για τον καπετάν Λούκα να ‘ναι γερός και βασταγερός(4),ποιος
τάχα να κατάλαβε καλά καλά τα πετρωμένα δάκρυα του καπετάν Λούκα από το Μέγαρο των Γρεβενών;
Λέω, ένας Τουρκόπασας, αδελφοί μου …
Συχνά πυκνά δίνονταν οι μάχες με Τούρκους και κομιτατζήδες. Το κακό είχε παραγίνει. Βγήκαν οι Τούρκοι στα βουνά να πιάσουν ζωντανό ή νεκρό
τον Κόκκινο καπετάνιο και μόνο τότε να γυρίσουν. Άλλο πια δε γίνονταν!
Γέμισαν τα βουνά Τουρκιά αρματωμένη. Ανάμεσα σ’ άλλους ήταν κι ένας Πασάς απ’ το Ικόνιο της Μικράς Ασίας, Δράκου γέννα. Ψηλός, πλατύς σαν τα βουνά, τον έβλεπες
και τον έλεγες πατέρα της αναμαλλιασμένης Φοβέρας(5) Άρματα χρυσά, αλάθευτα στο σημάδι, με βόλια φαρμακερά,τσεκούρια ασημένια που πελεκούσαν κόκαλα, έσερνε
σε “άτι” Αραπιάς(6).
Σαν ήρθε κι έζωσε το χωριό Μέγαρο με το “ασκέρ”(7) του, ξεπέζεψε με διαλεχτούς συντρόφους στο μεσοχώρι κι είπε να συναχτούν μπροστά του οι συγγενείς του καπετάν Λούκα.
Συνάχτηκαν μπροστά του. Τους κοίταξε καλά καλά, έναν έναν. Οι χριστιανοί είπαν: Τι μας κοιτάει αφού είναι να πεθάνουμε βασανισμένοι;
Ας τελέψει μια ώρα πιο γρήγορα. Τούτο το βάσανο να μας κρατάει εδώ είναι τρανύτερο. Τους κοίταξε, τους κοίταξε ο Πασάς και είπε:
– Ο πιο αγαπημένος συγγενής του καπετάν Λούκα να έρθη μαζί μου. Οι άλλοι να φύγουν στα σπίτια τους.
Ο πιο αγαπημένος συγγενής του Λούκα πήγε τον πασά στον Οίκο του Κυρίου. Πήρε ο πασάς ένα κερί απ’ το παγκάρι, το άναψε με τρεμάμενο
χέρι στην εικόνα του Χριστού, έκαμε το σταυρό του ο αλλόπιστος και έμεινε σιωπηλός και προσοχή κάμποση ώρα.
Τι άραγε να είπε στην προσευχή του; Ίσως να σκέφτηκε, ίσως ακόμη να ξάνοιξε με τα μάτια της ψυχής του πως μέσα απ’ τις ανομίες της φυλής του το χέρι του Κυρίου
ορθώθηκε τιμωρό και πως αυτό το χέρι ήταν ο καπετάν Λούκας.
Έτσι είναι και έτσι γίνεται πάντα …
Βγαίνοντας απ’ την Εκκλησία ο πασάς ξέζωσε το χωριό κι έφυγε.
Είναι ολοφάνερο πως ο Κύριος αγαπάει όσους τον υπηρετούν πιστά και με τη ζωή τους. Τους χαρίζει από την Αθανασία Του.
Ακόμη στα χωριά των Γρεβενών και του Βοΐου τραγουδούν το τραγούδι του καπετάν Λούκα Κόκκινου:
“Ένα πουλάκι λάλησε στου Λέχοβου τη ράχη . . . “(8).
Σημειώσεις του επιμελητή της έκδοσης:
Η κυριότερη ήταν η μάχη της Οσνίτσανης (ν. ον. Καστανόφυτο Καστοριάς) στις 7 Μαιου 1906. Μετείχε τότε ως οπλαρχηγός στο σώμα
του ανθυπολοχαγού Αντωνίου Βλάχάκη (καπετάν Λίτσας), ο οποίος καταγόταν από το χωριό Πάνιτσα (ν. ον. Μυρσίνη) του Γυθείου (Ν. Λακωνίας).
Στην αποφασιστική εκείνη επίθεση του εν λόγω σώματος σκοτώθηκαν, δυστυχώς, ο ίδιος ο αρχηγός Αντ. Βλαχάκης, ο οπλαρχηγός Λεωνίδας Πετροπουλάκης
και 15 περίπου παλικάρια (αντάρτες), τα περισσότερα από τα οποία κατάγονταν από το Γύθειο.
Στον πανικό που προκλήθηκε μετά το θάνατο του αρχηγού Αντ. Βλαχάκη και του υπαρχηγού Λ. Πετροπουλάκη, ηγετικό και ιδιαίτερα αποφασιστικό ρόλο
διαδραμάτισε ο καπετάν Λούκας: αυτός συγκέντρωσε, ενεθάρρυνε και οδήγησε τους διασωθέντες προς το Βιδελούστι (ν. ον. Δαμασκηνιά), απ’ όπου συνέχισαν
την πορεία προς το Παλιοκριμίνι.
3. Κόκκινος Καπετάνιος: Προφανώς, γιατί το επώνυμό του ήταν “Κόκκινος” (Λουκάς Κόκκινος).
4. βασταγερός: ανθεκτικός.
5. (αναμαλιασμένη) φοβέρα: προσωποποίηση της φοβέρας.
6. άτι Αραπιάς: της αραπιάς τα άτια (άλογα, τούρκ. at = άλογο) ήταν τα πιο ονομαστά και γι’ αυτό πολύ ακριβά. Στα μέρη μας στα τέλη του 19ου αιώνα άτι Αραπιάς
είχε ο αείμνηστος Αθανάσιος Ζησόπουλος) μεγαλέμπορος από το Μαρτσίστι (ν. ον. Περιστέρα Βοιου), τον οποίο, δυστυχώς, σκότωσαν ληστές έξω από το χωριό του.
Τότε σκότωσαν και το περίφημο άλογό του. (Το τραυμάτισαν βαριά και μετά από λίγο εξέπνευσε).
7. ασκέρι (τούρκ. asker): στρατός.
8. Παραθέτουμε για όσους δεν το γνωρίζουν ολόκληρο το δημοτικό αυτό τραγούδι, το οποίο
στις περιοχές Γρεβενών και Βοΐου τραγουδιέται και χορεύεται πάρα πολύ:
Ένα πουλάκι λάλησε στου Λ έχοβο * τη ράχη·
δεν κελαηδούσε, Λούκα μ’, σαν πουλί μηδέ σαν χελιδόνι,
μόν’ κελαηδούσε κι έλεγε, μόν’ κελαηδεί και λέει:
– Καλά ήσαν, Λούκα μ’, στα βουνά και στα Καστανοχώρια**,
τι χάλευες, *** τι γύρευες στου Λέχοβο στη ράχη;
– Πάηνα για το Μορίχοβο και για την Καρατζόβα.
γιατί με κατηγόρησαν Ζάκας και Παπαδήμας.
Συχνά πάνε τα γράμματα στο κέντρο, στην Αθήνα:
Δεν κάν’ ο Λούκας γι’ αρχηγός μηδέ για καπετάνιος,
μόν’ κάν’ ο Λούκας για κλεψιά και για παχιά κριάρια.
(* Λέχοβο: χωριό της Φλώρινας, όπου τραυματίσθηκε ο καπετάν Λούκας,
** Καστανοχώρια: τριάντα περίπου χωριά της Επ. Βοΐου και του γειτονικού
Νομού Καστοριάς Δαμασκηνιά, Καστανόφυτο, Νόστιμο κ.ά.
*** χαλεύω: θέλω).
Απο το Βιβλίο “Παρασκευάς Μηλιόπουλος – Ο Ασυμβίβαστος- Ο Παραμυθάς του Βοΐου”
Επιμέλεια Βιβλίου:Αλέξανδρος Μπακαΐμης
www.tovoion.com