Από το Αρχείο του Αλέξανδρου Τζιόλα
Τιμώντας τη ζωή και το έργο του Εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Γρεβενών Αιμιλιανού δίνουμε στη δημοσιότητα σημαντικά στοιχεία από την δράση του (και σε φωτογραφικό υλικό) όπου κυρίαρχο ρόλο παίζει η ηγετική και μαχητική φυσιογνωμία του που μέχρι σήμερα παρέμεινε στην αφάνεια ή και δεν έτυχε να έχει στο παρελθόν την αντίστοιχη μεγάλη δημοσιότητα που του αξίζει. Στις περισσότερες αναγνωρίστηκε μετά από χρόνια το πρόσωπο του Αιμιλιανού, επίσης τώρα αναγνωρίζονται οι φωτογράφοι αυτών που είναι οι Αφοί Μανάκια αποδεικνύοντας τη μεγάλη συμβολή τους στην ιστορική τεκμηρίωση των μεγάλων αυτών γεγονότων.
Ο ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ στο Μοναστήρι
«…Ιππεύει τότε της Πέτρας ο Αιμιλιανός…»
Σε εκτενή ανταπόκριση του Νικολάου Γεωργιάδη («Πυγμαλίων») δημοσιογράφου της εφημερίδας «Αλήθεια» της Θεσσαλονίκης από την 15η μέχρι την 31η Ιουλίου 1908 από το Μοναστήρι αναφέρεται:
«…Ιούλιος.
Πανηγυρικαί εορταί είχον ήδη επισφραγίση την ανακήρυξιν του Οθωμανικού Συντάγματος. Από των τεσσάρων σημείων της πολυπαθούς Μακεδονικής γης αυτοβούλως έσπευδον εις τας πόλεις τα Ελληνομακεδονικά
σώματα, ίνα καταθέσω σι τα τετιμημένα όπλα της αμύνης προ του αναστηλωθέντος βωμού της θεάς Ελευθερίας. Τόσον εις τας πόλεις όσον και εις τα χωρία και αυτός ακόμη τας καλύβας οι πατρώζοντες απόγονοι του βουλγαροκτόνου Αυτοκράτορος και του Μεγάλου Στρατηλάτου πυρετωδώς ητοιμάζοντο να υποδεχθώσι τα ξεφτέρια των βουνών μας
Το Μοναστήριον… Και τίς Έλλην δεν είχε την υπερήφανον αξίωσιν να ίδη αυτό πρωτοστατούν εν τοιαύταις εθνικαίς εορταίς;
Το κατά του ατιμωτικού ζυγού της απολυταρχίας και του βαρβάρου μι¬σελληνισμού των ποικιλωνύμων προπαγανδών στήθη ατρόμητα, τόσον πνευματικά όσον και σωματικά, αντιτάξαν ελληνικώτατον αυτού στοιχείον δεν ηδύνατο εν τη περιστάσει ταύτη παρά πλησιφαώς να εξωτερικεύση τους παλμούς της καρδίας του και δι’ υποδοχής μεγαλοπρεπούς ν’ αποδείξη ότι οι κάτοικοί του είνε γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων εκείνων Ελλήνων, οίτινες ενθριάμβοις και εορταίς, πανηγύρεσι και θυσίαις πνευματικαίς υπεδέχοντο τους δορυκτήτορας αυτών νικητάς διά να τους στεφανώσωσι με των κλάδων της ελαίας τον μυροβόλον κότινον.
Η 25 Ιουλίου είχεν ορισθή ως ημέρα υποδοχής των Ελληνομακεδονικών σωμάτων της περιφιρείας Μοναστηρίου. Η συγκέντρωσίς των εγένετο εν τη ελληνικωτάτη κωμοπόλει Μεγαρόβω, οπόθεν θα κατήρχοντο εις την Μητρόπολιν της επαρχίας, το εύανδρον Μοναστήριον.
Τας προετοιμασίας είχεν αναλάβη εξ ονόματος της Ελληνικής Κοινότη¬τος ο Μουσικός μας Όμιλος η «Λύρα». Η αγορά θα έμενε – όπως και έμεινε ¬κλειστή δι’ όλης της ημέρας.
Τα κοινοτικά σωματεία, αι κυρίαι και δεσποινίδες, οι διδάσκαλοι και μαθηταί, τα προεδρεία των συντεχνιών και των αδελφοτήτων, οι αντιπρόσω¬ποι των πέριξ Κοινοτήτων, όλοι οικειοθελώς ανελάμβανον να δαπανήσωσι χρήμα αδρόν, ίνα εξωτερικεύσωσι την εθνικήν των υπερηφάνειαν επί τω πρωτοφανεί δια τον τόπον μας γεγονότι. Όλοι εσφυρηλάτουν με την σφύραν εκείνην την πνευματικήν, ην ισχυροποιεί και οξύνει το αγνόν Ελληνικόν αίσθημα και δι’ αυτής επί αρραγούς άκμονας διέπλαττον σιδηρότευκτον ευριύκυκλον δακτυλοειδιή άλυσον. ήτις μετ’ ολίγας στιγμάς έμελλε να περισφίξη στενότατα. εις εναρμόνιον πανελλήνιοv χορόν τους πανηγυριστάς Μακεδόνας και Κρήτας, Θεσσαλούς και Ηπειρώτας, Μικρασιάτας και Μωραίτας και πάντας τους προς την φωνήν της αμύνης προσδραμόντας λοιπούς Έλληνας και συνδέση αυτούς, άπαντας, είς μίαν λατρείαν, εις ένα αίνον, προς εν όνειρον, προς μίαν Ιδέαν…
Τρισόλβιοι οι γέροντες, ευδαίμoνες οι άνδρες και γυναίκες και οι νέοι οι ιδόντες την εθνικήν εκείνην εν Μοναστηρίω εορτήν, μακάριοι δε και οι μικροί της Πατρίδος βλαστοί μαθηταί, των οποίων αι καρδίαι διαπλάσσονται ελληνοπρεπέστατα με τοιαύτης εθνικής αναγεννήσεως αλησμόνητα ιστορικά γεγονότα,
Ήτο ημέρα Παρασκευή, Με τους βαρύγδουπους, όσον και ενθουσιώδεις ήχους της καμπάνας αι οικίαι εκκενούνται. Συνταγματικοί ελεύθεροι άπαντες: υπερδεκακισχίλιοι πολίται και αντιπρόσωποι των πέριξ κωμοπόλεων υπεχίλιοι χωρικοί αντιπροσωπεύοντες την πολυστενάζουσαν ύπαιθρον χώραν, προσέρχονται και κατακλάζουσι την αυλήν και τους πέριξ της εκιcλησίας του Αγίου Δημητρίου δρόμους. Αι γυναίκες και τα παιδιά κατολαμβάνουσι τας κεντρικωτέρας οδούς, δια ν’ αποθαυμάσωσι της μεγαλοπρεπούς παρελάσεως την πρωτότυπον εκτύλιξιν.
Υψούνται τα Λάβαρα.
Μυριόστομοι ζητωκραυγαί διερμηνεύουσι μίαν εναρμόνων των αισθημάτων της ψυχής συναυλίαν. Προηγείται το λάβαρον της Ελευθερίας. Παριστάνει νέαν φυσικού μεγέθους με ολόλευκον χιτώνα και πορφυράν χλαμύδα στεφανούσαν τους νικητάς και επιτάσσουσαν την ανάγνωσιν δύο γλυκυτάτων ρητών: «Τοις προμάχοις της Ελευθερίας η Πατρίς ευγνωμονούσα» και «Είς οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί Πάτρης». Λάβαρον πολυδάπανον. Είχε στολίση αυτό ο χρωστήρ και η φιλοκαλία των μεγαλοφρόνων δεσποινίδων της αγλαοφήμου Ελληνικής Κοινότητος Μοναστηρίου.
Το λάβαρον της Ελευθερίας συνοδεύει το των μαθητών του Γυμνασίου.
Το πλαισιοί είς ιερός και εθνικός συμβολισμός, όστις συνδέει τα ομηρικά με τα σημερινά «κλέα ανδρών». Εν τω μέσω οίνε εζωγραφισμένη η εικών του νικητού Αχιλλέως σύροντος υπό τα όμματα των Τρώων τον νεκρωθέντα Έκτορα. Κύκλωθεν μία ανθοδέσμη διασκορπίζει όλην την μυρίπνοον ιδέαν του εθνικού ρητού «Αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων».
Έπονται κατά σειράν τα λάβαρα της Κοινότητος Μοναστηρίου, των Δημοδιδασκάλων της υπαίθρου, των πέριξ κωμοπόλεων, είκοσι και πέντε Συντεχνιών Μοναστηρίου, πεντήκοντα περίπου ορθοδόξων χωρίων, όλα βαρύτιμα, βαρυσήμαντα. Ιδιαιτέραν σημασίαν εις τον πανηγυρισμόν εκείνον τον αλησμόνητον προσέδιδεν η ανύψωσις των λαβάρων υπό των αντιπροσώπων των χωρίων της υπαίθρου γης, καθ’ όσον τρανώτατα απεδείκνυον τοιουτοτρόπως οι πολυπαθείς αγρόται ότι το Ελληνομακεδονικόν κίνημα ήτο επιβεβλημένης εγχωρίου αμύνης αποτέλεσμα και ουχί ξένης επιβολής προπαγανδικόν επιχείρημα,
Με έν θούριον της ορχήστρας ανυψούται και το χρυσοποίκιλτον λάβαρον του Μουσικού Ομίλου η «Λύρα» Προσέρχεται και η στρατιωτική μουσική και απόσπασμα στρατού παντός όπλου συνοδεύει την όλην πομπήν.
Βαδίζομεν προς την εξοχήν. Υπερτεσσαράκοντα νέοι τάσσονται φρουροί της τάξεως Λόχος μαθητών του Γυμνασίου τιμητικώς ακολουθεί το λάβαρο, της Ελευθερίας. Προχωρούμεν. Φθάνομεν εις τα εξοχικά καφενεία Δεβεχανίου. Τα τρισδεδοξασμένα των βουνών παλληκάρια, τ’ ακριβοθεώρητα ξεφτέρια της ραχούλας κατέρχονται ίνα διχθώσι τον αδελφικόν ασπασμόν των ομαιμόνων και ομοφρόνων αδελφών των. Συναντώμεθα…
Προβάλλουσι με τα ευθυτενή και αργυροστόλιστα στήθη των οι αρχηγοί. Ακολουθούσιν οι οπλαρχηγοί και οι οπλίται.
Καβάλλα παν οι αρχηγοί, καβάλλα χαιρετούνε, καβάλλα παίρνουν ταις κρυφαίς ματιαίς, ταις χίλιαις-δυό ευχαίς μας. Φορούν ασήμια στον λαιμό, τσαπράκια στο κορμί των και μεσ’ στη μέσ’ στο στήθος των και τίμιο φέρουν ξύλο. Ένα ασημένιο χαϊμαλί που φέρει Σταυρού σχήμα, περήφανα, το βλέπεις, κρέμεται σε κάθε νιου παλληκαριού το φλογισμένο στήθος… Ποιός τους χορταίνει;…
Προπορεύονται οι Κρητικοί Μακρής, Βολάνης, Κοραβίτης και οι Ελ¬ληνομακεδόνες Τσίτσος, Παύλος, Σίμος και Στέφος. Το λάβαρον της ελευθερίας, μία νύμφη, είς ζωγραφιστός εθνικός άγγελος καμαρωτά-καμαρωτά υψώνεται επί τιμητικού ανθοστολίστου άρματος και με μία γλαυκή ματιά και με μία κρυφή ελπίδα τους χαιρετά, τους μειδιά και με το χιονάτο δεξί ολόλευκο της χέρι ένα στεφάνι της ελιάς στ’ ανδρεία στέλλει παλληκάρια. Χαιρετά τους αρχηγούς, χαιρετά τους οπλαρχηγούς μαζύ και τους οπλίτας. Όλους τους στεφανώνει.
Αντιχαιρετούν γλυκά-γλυκά της μάχης τ’ ανδρεία λεοντάρια.
Ιππεύει τότε της Πέτρας ο Επίσκοπος.
Με την χείρα του την δεξιάν, ήτις την στιγμήν εκείνην, την ιεράν, αντιπροσώπευε τα τίμια των Γερμανών και Γρηγορίων δεξιά χέρια, ευλογεί το δεδοξασμένον έργον των αρματολών και χαιρετίζει εν μέσω γενικής συγκινήσεως την κάθοδον των ελληνομακεδονικών σωμάτων. Μετ’ αυτόν προσφωνεί τους κατελθόντας ελληνιστί εκ μέρους των αναστηλωτών του Συντάγματος ο Βεχίπ βέης, ακριβώς ο αξιωματικός εκείνος του Οθωμ. στρατού, όστις την 10 Ιουλίου εν τη πλατεία των Στρατώνων Μο¬ναστηρίου εκήρυξε πρώτος την αναστήλωσιν του Συντάγματος. Τον επίσημον εν τω τόπω της συναντήσεως χαιρετισμόν της επαρχίας όλης προς τα «ξεφτέρια των βουνών και τους αγιασμένους προμάχους του εθνικού μας αγώνος» διηρμήνευσε δια πατριωτικής προσφωνήσεως ο Μοναστηριώτης καθηγητής κ. Βασίλειος Νώτης.
Επί του αττικώς αιθρίου και γαλανού, την ημέραν εκείνην, ουρανίου στερεώματος τα χιονώδη νέφη εξηκολούθουν ακόμη να διαγράφωσι μίαν ζωηρώς εκτεταμένην κυανόλευκον μαρμαρυγήν, καθ’ ην στιγμήν ευθαλπής ο ήλιος εισέδυε θαυμασίως πορφυροβαφής εις της οροσειράς του υπερηφάνου Περιστερίου τας δρυμώδεις πτυχάς.
Η πόλις εναγωνίως αναμένει τα αγγελόμορφα λεβεντόπουλα. Καταρτίζεται πομπή θριαμβευτική. Πρώτος σταθμός προ του Διοικητηρίου. Παρίστανται ο Γεν. Διοικητής και αι επίσημοι κυβερνητικαί αρχαί, εξ ονόματος δ’ αυτών προσφωνεί τους κατελθόντας αρηιφίλους άνδρας ελληνιστί ο βοηθός νομάρχης Στεφανάκης Βέης. Προχωρούμεν δια να φθάσωμεν εις την οδόν της 10 Ιουλίου. Ευρισκόμεθα εις το μέσον της πόλεως.
Εκεί «εις το μέσον της ενδόξου πόλεως Μοναστηρίου και εξ ονόματος της επαρχίας Πελαγωνείας» ο Θεοφ Επίσκοπος Πέτρας κύριος Αιμιλιανός «χαιρετίζει γηθυσύνως τους γενναίους προμάχους της ελευθερίας», αναφωνών: «Ζήτωσαν τα παλληκάρια μας». Μυριόστομος ομοβροντή επαναλαμβάνει την ζητωκραυγήν ταύτην, ην διαδέχεται ενθουσιασμός ακράτητος και είς απερίγραπτος πανζουρλισμός.
Εκατέρωθεν της οδού φάλαγγες πυκνόταται πανηγυριστών μόλις επιτρέπουσι να παρελάση η πλειάς των υπερδιακοσίων Πανελλήνων ανταρτών. Οι αρχηγοί συνεχώς χαιρετώσι με τας ανθοδέσμας εις τας χείρας, τας ανθοδέσμας εκείνας, ας προσέφερεν εις αυτούς η Φιλόπτωχος Αδελφότης των Eλληνίδων Κυριών Μοναστηρίου. Χαίρε, χαριτωμένη λεβεντιά, που με το ηρωικό παράστημα, το αναμμένο μέτωπον, το ήλιοκαμμένο πρόσωπον και την λυγερή σου στάσιν μία φλόγα στην καρδιά μας άναψες, που δεν θα ξανασβύση…
Συγκλονούνται οι τοίχοι, οι εξώσται σείονται. Τα λάβαρα, αι σημαίαι, αι υπερτρισχίλιαι πάλιν μικραί σημαίαι, αι κυματίζουσαι εις τας χείρας πολλών εορταστών, τα άνθη τα κατά ανθοδέσμας ριπτόμενα εις τους αρχηγούς και τα σώματα, αι αθώοι περιστεραί, αίτινες με τας κυανολεύκους των ταινίας διαρκώς περιίπταντο καθ’ όλην την γραμμήν της 10 Ιουλίου, αι προσφωνήσεις και τα χειροκροτήματα, όλοι αι εκδηλώσεις αύται των αισθημάτων προσέδιδαν
μίαν ονειρώδη μεγαλοπρέπειαν και μίαν φασμαγορικήν αίγλην εις την πρωτο¬φανή της αλησμονήτου 25 Ιουλίου εθνικήν μας εν Μοναστηρίω εορτήν. Τα παράθυρα είχον μεταβληθή εις κήπους. Επιγραφαί εκφραστικαί και πατριωτικαί διαυλακούσι τους πευκοστολίστους εξώστας. Εδώ αναγινώσκεις μίαν κυανόλευκον επιγραφήν, που σου ανάφτει την φλόγα στα στήθη: «Καλώς τα παλληκάρια μας». Παρέκει άλλην επιγραφήν: «Είς οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί Πάτρης». Παρακάτω άλλην: «Ζήτω η Ελληνομακεδονική άμυνα». Ολίγον περαιτέρω προβάλλει η εικών του Εθνομάρτυρος Παύλου Μελά, με την επιγραφήν: «Ακολουθήσατε τον Μάρτυρα». Πανταχόθεν και από τας στέγας ακόμη λαμβάνονται φωτογραφίαι….».
(Οι φωτογραφίες είναι των Αφών Μανάκια από την Αβδέλλα Γρεβενών που είχαν κάνει έδρα των δραστηριοτήτων τους το Μοναστήρι).
Ήταν η εποχή όταν μετά την ανακήρυξη του Συντάγματος των Νεοτούρκων που έγινε μετά από στρατιωτικό πραξικόπημα το οποίο ξεκίνησε στο Μοναστήρι και έλαβε κυρίως χώρα στη Θεσσαλονίκη όπου και μεταφέρθηκαν, αμέσως σιδηροδρομικά, ολόκληρα τα επαναστατημένα στρατεύματα με επικεφαλής τον Ενβέρ μπέη και τον Νιάζι μπέη. Υπήρχε διάχυτη η ψευδαίσθηση της «επερχόμενης ελευθερίας και ισότητας των Βαλκανικών λαών» η οποία ουσιαστικά ενταφιάστηκε οριστικά με την δολοφονία του Αιμιλιανού στα Γρεβενά το 1911. Ήταν η αρχή των νέων αγώνων για την απελευθέρωση της πατρίδας.
Επιστολές του Αιμιλιανού κατά την άσκηση των καθηκόντων του στα Γρεβενά. «Η κατάστασις τέλος εδώ είναι ανυπόφορος. …Εις την Κρανιάν είς Ρουμάνος μας ήρπασεν το σχολείον μας και οι μαθηταί οι ημέτεροι είνε εις το ύπαιθρον… Το Κομιτάτον και αι αδικίαι και αι αυθαιρεσίαι χορεύουν.» επισημαίνει ο Αιμιλιανός σε επιστολή του, ενώ παρακάτω καταγράφει την απαγόρευση να περιοδεύσει «…Αμφιβάλλω δε εάν και τώρα θα μοι επιτρέψουν περιοδείαν». Μαρτυρία που έχει δημοσιευθεί το 1911 από τον Θ. Παναγιωτόπουλο εκ Θεσσαλονίκης που συνομίλησε μαζί του μέσα στην Ιερά Μητρόπολη Γρεβενών αναφέρει : «…μεταξύ των άλλων τω ελέγομεν : – Δεν φοβείσαι Δεσπότη μου τον μέχρι Σαμαρίνης δρόμον; Τουρκορουμανικαί γαρ συμμορίαι ελυμαίνοντο την περιφέρειαν ταύτην. – Τι να φοβηθώ, λέγει, τον θάνατον; Πικρόν πράγμα το ποτήριον αυτού, γλυκύς όμως και ένδοξος ο θάνατος εις τον προσπαθούντα να αφήσει ίχνη της διαβάσεώς του, εργάζεται εθνωφελώς και τέλος πίπτει επί του πεδίου της τιμής.»
Οι φωτογραφίες και τα κείμενα είναι από το Αρχείο του Αλέξανδρου Τζιόλα που μας παραχώρησε εν όψει των εορτών για τα 100 χρόνια από τη δολοφονία του Αιμιλιανού.