Ούτε ένα, ούτε δύο, αλλά τριάντα δύο ολόκληρα χρόνια πέρασαν από τότε που η Ελληνική Πολιτεία θέσπισε το παραπάνω Προεδρικό Διάταγμα ώστε να καθορίσει τους όρους λειτουργίας των κέντρων διασκέδασης καθώς και των καταστημάτων πώλησης οινοπνευματωδών ποτών «ως π.χ. μπαρ και τα τούτοις όμοια…», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε την εποχή εκείνη το εν λόγω νομοθέτημα.
Όπως ήταν φυσικό για τις τότε συνθήκες της μεταδικτατορικής Ελλάδας, η αρμοδιότητα της χορήγησης των αδειών λειτουργίας, του ελέγχου αλλά και της επιβολής διοικητικών κυρώσεων σε βάρος των παραβατών, είχε ανατεθεί στην «Αστυνομική Αρχή».
Στο πέρασμα του χρόνου και στην προσπάθεια εκδημοκρατισμού και εκσυγχρονισμού του κράτους μας, υπήρξαν θετικές τροποποιήσεις στη νομοθεσία μεταφέροντας τις αρμοδιότητες αυτές, καθώς και την ευθύνη επιβολής διοικητικών κυρώσεων (το γνωστό σε όλους σφράγισμα του καταστήματος) στους κατά τόπους Δήμους, εξακολουθώντας όμως ο έλεγχος και η διαπίστωση των παραβάσεων να γίνεται από την οικεία «Αστυνομική Αρχή».
Σε αυτά τα τριάντα και πλέον χρόνια, παρά τα όσα προβλήματα, τίποτε πλην εξαιρέσεων δεν μπορεί να θυμίζει την Ελλάδα του τότε, με την Ελλάδα του σήμερα. Δυστυχώς, μία από αυτές, είναι ο ένστολος αστυνομικός που νόμιμα (σύμφωνα με το διάταγμα) καλείται από διάφορους πολίτες να ελέγξει τα διάφορα καταστήματα που ηχορυπαίνουν με τη λειτουργία της μουσικής τους.
Και τότε αρχίζει το θέατρο του παραλόγου.
Οι «τσιλιαδόροι» πανέτοιμοι στις θέσεις τους για να χαμηλώσει η ένταση της μουσικής προ του ελέγχου, ώστε τα αφεντικά τους αποφεύγοντας τη βεβαίωση παραβάσεων να μπορούν να συνεχίζουν, εκμεταλλευόμενοι τα παραθυράκια της νομοθεσίας, να λειτουργούν νομότυπα τα καφενεία και τις καφετέριες τους, έχοντάς τα όμως μετατρέψει κατ’ ουσία σε αμιγή μπαρ και κέντρα διασκέδασης.
Οι περίοικοι πολίτες που έχουν χάσει τον ύπνο τους, να περιμένουν στα μπαλκόνια τους για να ελέγξουν την αποτελεσματικότητα της κινητοποίησης των αστυνομικών δυνάμεων σε βάρος των «εγκληματιών» (;) καταστηματαρχών…
Οι υπόλοιποι πολίτες (κυρίως οι νέοι) που διασκεδάζουν στα καταστήματα αυτά, να πνέουν τα μένεα κατά των «οργάνων της τάξεως» που δεν τους επιτρέπουν να απολαύσουν παροχές τις οποίες έχουν πληρώσει μεν, σε όσους όμως δεν πληρούν τις ουσιώδεις προϋποθέσεις (πάντα σύμφωνα με το νόμο) να τους τις παρέχουν.
Και κάπου στη μέση αυτού του φαύλου κύκλου, ο κατά περίπτωση «κακός» ή «αναποτελεσματικός» αστυνομικός που καλείται να ασκήσει κάποιο από τα αναχρονιστικά καθήκοντα του, ασχολούμενος κατά κόρον με ένα αντικείμενο που κατά την ταπεινή μου γνώμη δεν έχει καμία σχέση με τα σημερινά εγκληματικά δεδομένα.
Όλα αυτά για ένα αδίκημα που τιμωρείται σε βαθμό πταίσματος. Έλεος κύριοι!
Ας αναλογιστούμε όλοι επιτέλους τι θέλουμε από τη σημερινή αστυνομία και ας την αφήσουμε να ασχοληθεί με το οργανωμένο έγκλημα, τα ναρκωτικά, την προστασία των ανηλίκων, την παράνομη μετανάστευση και τόσες άλλες δράσεις που θα δημιουργήσουν πραγματικές και σύγχρονες συνθήκες ασφάλειας στην Ελληνική κοινωνία.
Τέλος, ας επιτρέψουμε και στους ίδιους τους πολίτες κάθε περιοχής, μέσα από τον ενισχυμένο πλέον θεσμό της τοπικής αυτοδιοίκησης ο οποίος είναι και ο πλησιέστερος στην άμεση δημοκρατία, να αυτοεπιλέξουν και να αυτορυθμίσουν τον τρόπο και τις συνθήκες που θέλουν να ζουν την καθημερινότητα τους, χωρίς να χρειάζεται ο καθένας τον «χωροφύλακα» του.
Γρεβενά, Αύγουστος 2011
*Χρήστος Τριγώνης
Πρόεδρος Δ.Σ. Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Γρεβενών