Η Ευρωπαϊκή σύμβαση για την τρομοκρατία μεταφέρεται στον ποινικό μας κώδικα
Νομοσχέδιο με διατάξεις που ποινικοποιούν τη δημόσια έκφραση γνώμης, εφόσον αυτή αποδεδειγμένα παρακινεί μεγάλο αριθμό ατόμων στη διάπραξη κάποιου τρομοκρατικού αδικήματος, έχει στα χέρια του ο υπουργός Δικαιοσύνης Μιλτ. Παπαϊωάννου. Πρόκειται για τη μεταφορά στην ελληνική έννομη τάξη της σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης αλλά και της απόφασης της Ε.Ε. για την πρόληψη της τρομοκρατίας.
Τρία είναι τα νέα τρομο-αδικήματα που τυποποιούνται με το σχέδιο αυτό ως νέες συμμετοχικές μορφές τρομοκρατικής δράσης στο άρθρο 187Α του ποινικού κώδικα: η δημόσια πρόκληση (διέγερση) για τέλεση τρομοκρατικού αδικήματος, η στρατολόγηση σε τρομοκρατική ομάδα και η εκπαίδευση υποψήφιων τρομοκρατών σε χρήση εκρηκτικών υλών (μέσω Διαδικτύου).
Τα αδικήματα αυτά συμπληρώνουν το θεσμικό έκτρωμα της έκτακτης τρομονομοθεσίας που απλώνεται τα τελευταία δέκα χρόνια (κυρίως μετά την 11η Σεπτεμβρίου) σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. Με την εισαγωγή και στην ελληνική νομοθεσία των τριών νέων τρομο-αδικημάτων, ουδείς μπορεί πλέον να εγγυηθεί ότι σ’ αυτά δεν θα συμπεριληφθούν ως ποινικά κολάσιμες, απόψεις, ιδέες και ανοικτές κοινωνικές δράσεις ατόμων, συλλογικών φορέων και πολιτικών οργανώσεων, τους οποίους οι μηχανισμοί καταστολής αυθαιρέτως θα χαρακτηρίσουν «επικίνδυνους» για τη δημόσια τάξη και την ασφάλεια του κράτους.
Ηδη η κυβέρνηση από τον περασμένο Σεπτέμβριο κατήργησε, εν κρυπτώ, τις προστατευτικές διατάξεις προηγούμενου τρομονόμου, οι οποίες δεν θεωρούσαν τρομοκρατία τη δράση υπέρ της ελευθερίας και την άσκηση θεμελιωδών ατομικών, πολιτικών ή συνδικαλιστικών δικαιωμάτων!
Ομως και πολύ πριν απ’ την κατάργηση αυτή, οι διατάξεις της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας είχαν εφαρμοσθεί ήδη στους νεαρούς διαδηλωτές της Λάρισας από το Δεκέμβρη του 2008. Αν και στο δικαστήριο οι κατηγορίες περί συμμετοχής μαθητών σε τρομοκρατική οργάνωση κατέπεσαν, εν τούτοις το θεσμικό και νομικό ζήτημα που δημιουργήθηκε είναι τεράστιο.
Η επιτροπή που συνέθεσε το τελικό κείμενο του νέου, τέταρτου κατά σειρά, «τρομονόμου», έδωσε μεγάλη βαρύτητα στη διατύπωση του αδικήματος της δημόσιας παρακίνησης, καθώς αυτό απειλεί ευθέως την άσκηση κατοχυρωμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων (ελευθερία έκφρασης και διακίνησης ιδεών).
Σύμφωνα με τη διατύπωση της σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης, η διάθεση μηνύματος στο κοινό με πρόθεση την παρακίνηση στη διάπραξη τρομοκρατικού αδικήματος τιμωρείται ανεξάρτητα εάν συνηγορεί άμεσα ή έμμεσα υπέρ της διάπραξης αυτών των αδικημάτων! Το μόνο προαπαιτούμενο είναι να προκαλείται, αορίστως, κίνδυνος τέλεσης ενός ή περισσότερων τέτοιων αδικημάτων.
Οπως επισημαίνουν ωστόσο νομικοί, η διατύπωση αυτή είναι τόσο αόριστη και γενική, που ανοίγει παράθυρο για τη δίωξη ως τρομοκρατών ακόμη και όσων εκφράζουν ριζοσπαστικές απόψεις ή ασκούν έντονη κριτική σε μια κρατική πολιτική, αρκεί να αιωρείται κάποιος αόρατος τρομοκρατικός κίνδυνος!
Για να αποτραπούν οι παρενέργειες αυτές, προστέθηκαν στις ευρωπαϊκες συμβάσεις ορισμένες επιφυλάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι νέες ποινικές τρομο-διατάξεις δεν έχουν σκοπό να επηρεάσουν καθιερωμένες αρχές που αφορούν την ελευθερία της έκφρασης και το δικαίωμα του συνέρχεσθαι. Ομως ούτε αυτή η διατύπωση θεωρήθηκε επαρκής προστασία.
Εχοντας μπροστά της αυτό το νομικό δίλημμα, η ελληνική επιτροπή που επεξεργάσθηκε το νομοσχέδιο, κατέληξε σε μια διαφορετική νομικοτεχνική προσέγγιση. Συνέδεσε ευθέως το αδίκημα της δημόσιας πρόκλησης-παρακίνησης σε τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος με το αποτέλεσμα που είναι δυνατόν αυτή η δημόσια παρακίνηση να επιφέρει. Ετσι, όρος του αξιόποινου για τη δημόσια παρακίνηση είναι να έχει διαπραχθεί πραγματικά κάποιο τρομο-έγκλημα, το οποίο να επηρέασε άμεσα την κοινωνική ζωή και ειρήνη.
Σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτή την εκδοχή της επίμαχης διάταξης, η δημόσια παρακίνηση υπέρ της τρομοκρατίας (με οποιονδήποτε τρόπο κι αν γίνεται αυτή), τιμωρείται μόνο εφόσον η πράξη είχε ως συνέπεια την τέλεση εκ μέρους πολλών ατόμων (και όχι μόνον ενός), συγκεκριμένων τρομο-αδικημάτων. Με τη διατύπωση αυτή τα μέλη της επιτροπής προσπάθησαν να αποφύγουν μια γενικευμένη ποινικοποίηση είτε της απλής δημόσιας έκφρασης γνώμης, είτε της απλής συμπάθειας προς την τρομοκρατία γενικώς, καθώς μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν αντίθετη με το ισχύον συνταγματικό πλαίσιο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στον ελληνικό ποινικό νόμο υπάρχουν άρθρα που τιμωρούν τη δημόσια διέγερση σε τέλεση αδικημάτων (κακουργημάτων και πλημμελημάτων). Ομως οι διατάξεις αυτές είναι γενικές, αφορούν όλα τα ποινικά αδικήματα.
Το Συμβούλιο της Ευρώπης και η Ε.Ε., αντίθετα, απαιτούν ειδικές ρυθμίσεις για τα συγκεκριμένα εγκλήματα που έχουν σχέση με τρομοκρατική δράση. Το ίδιο ακριβώς απαιτεί και η κοινοτική οδηγία, που ποινικοποιεί τη διάδοση του ρατσιστικού-ξενοφοβικού λόγου, ο οποίος προκαλεί μίσος στην κοινωνία και οδηγεί στην τέλεση αξιόποινων πράξεων (ρατσιστικών εγκλημάτων).
Λίγο πιο εύκολο ήταν πάντως το έργο της επιτροπής για τη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη των άλλων δύο διατάξεων, οι οποίες τιμωρούν:
*Οποιον παραπλανά ή προσκαλεί άλλο πρόσωπο να συμμετάσχει σε διάπραξη τρομοκρατικού αδικήματος ή να προσχωρήσει σε οργανωμένη ομάδα (στρατολόγηση).
*Εκείνον που δίνει μέσω Διαδικτύου οδηγίες και συμβουλές για χρήση εκρηκτικών και άλλων ουσιών με σκοπό την τέλεση τρομοκρατικών αδικημάτων. Ωστόσο και στις διατάξεις αυτές υπάρχει ζήτημα αοριστίας ως προς τον ορισμό του εγκλήματος και της παράνομης συμπεριφοράς.
Και τα τρία νέα τρομο-αδικήματα εισάγουν ειδικές μορφές συμμετοχής στα βασικά εγκλήματα του αυτουργού της πράξης είτε του μέλους μιας οργάνωσης και λογικά πρέπει να τιμωρούνται με ελαφρύτερες ποινές. Ωστόσο η επιτροπή κατέγραψε μια προφανή δυσαναλογία στην επιβολή ποινών για συμμετοχική δράση στις υποθέσεις τρομοκραρτίας, καθώς σε αρκετές περιπτώσεις, η απλή συμμετοχή και συνεργεία τιμωρείται το ίδιο αυστηρά με την αυτουργία!
Ετσι δεν πρότεινε συγκεκριμένες ποινές για τα τρία νέα συμμετοχικά αδικήματα, έως ότου εξορθολογισθούν-μειωθούν οι ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 187Α. Τη λύση αυτή επιτάσσει άλλωστε η αρχή της αναλογικότητας, αλλά και η ίδια η ευρωπαϊκή σύμβαση, καθώς παραπέμπει σε ποινική τιμωρία ανάλογη της συμμετοχικής δράσης.
Αν και η κύρωση της ευρωπαϊκής σύμβασης και της απόφασης-πλαισίου, μας υποχρεώνει να την μεταφέρουμε στην ελληνική έννομη τάξη, είναι άγνωστο ακόμη εάν και πότε ο Μ. Παπαϊωάννου αποφασίσει να μεταφέρει το επίμαχο νομοσχέδιο για ψήφιση στη Βουλή.