Οι αποτυχημένες προσπάθειες…
Για 13 χρόνια προσπαθούν να χωροθετήσουν τις διαδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας αλλά όλες οι προσπάθειες έχουν πέσει στο κενό. Τουλάχιστον σε επτά περιπτώσεις τα τελευταία χρόνια, οι επιτελείς της λεωφόρου Κατεχάκη έχουν επιχειρήσει να συνταχθεί νομικό πλαίσιο για τον «περιορισμό» των κινητοποιήσεων στο κέντρο της Αθήνας χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα.
Οι εξαγγελίες του υπουργού Προστασίας του Πολίτη κ. Χρ. Παπουτσή ότι θα επιχειρηθεί να καταρτισθεί νέος νόμος για την αντιμετώπιση των κινητοποιήσεων στο κέντρο της Αθήνας, προκάλεσε προβληματισμό σε πρώην και νυν στελέχη της ΕΛΑΣ που γνωρίζουν τον «μάταιο» κύκλο αυτών των προσπαθειών.
Οι πρώτες κινήσεις για τον έλεγχο των κινητοποιήσεων άρχισαν το 1998 από τον τότε Πρωθυπουργό κ. Κ. Σημίτη , ο οποίος πολλές φορές εγκλωβιζόταν στις μετακινήσεις του στο κέντρο της Αθήνας από διαδηλωτές. Ο κ. Σημίτης έδωσε τότε σχετική εντολή σε αξιωματούχους του υπουργείου Δημόσιας Τάξης να ερευνήσουν διακριτικά όλες τις παραμέτρους της υπόθεσης.
Ετσι, στις 3 Οκτωβρίου του 1998, με το υπ’ αριθμόν 2501/1/15-α έγγραφό της η Διεύθυνση Μελετών του υπουργείου Δημόσιας Τάξης υπέβαλε στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σειρά ερωτημάτων για τις δυνατότητες περιορισμού των διαδηλώσεων. Σε γνωμοδότηση στις 30 Μαρτίου 1999, ο Αρειος Πάγος αποφαινόταν ότι «δεν είναι αντίθετοι στο Σύνταγμα περιορισμοί που αποβλέπουν στην προστασία άλλων έννομων αγαθών. Οι κατοικίες λ.χ. των μελών της κυβερνήσεως, οι πρεσβείες ξένων κρατών μπορεί να χαρακτηρισθούν ως χώροι στους οποίους δεν επιτρέπεται η διεξαγωγή συνάθροισης ή πορείας. Επίσης συνταγματική είναι η απαγόρευση πορειών κλπ κατα την ώρα της κυκλοφοριακής αιχμής στις κεντρικές οδικές αρτηρίες των πόλεων, στις εθνικές οδούς κλπ». Ακόμη ο Αρειος Πάγος απαντώντας σε συγκεκριμένα ερωτήματα του υπουργείου Δημόσιας Τάξης αποφαινόταν ότι μπορεί η Αστυνομία να περιορίσει τον χώρο διεξαγωγής μιας διαδήλωσης και μπορεί να την διακόψει ή και να την απαγορεύσει σε περίπτωση που διαπιστωθεί «ότι υπάρχει διαταραχή της κοινωνικοοικονομικής ζωής», όπως αναφερόταν χαρακτηριστικά.
Οι επιτελείς της ΕΛΑΣ συγκέντρωσαν μάλιστα και τα αποτελέσματα σφυγμομετρήσεων σύμφωνα με τις οποίες ένα ποσοστό τουλάχιστον 70% των πολιτών επιθυμούσαν να υπάρξει αστυνομικός έλεγχος των κινητοποιήσεων. Στις αρχές του 2001 -όταν πολιτικός προϊστάμενος στην λεωφόρο Κατεχάκη ήταν ο κ. Μ. Χρυσοχοίδης– ήταν έτομο ένα σχέδιο νόμου. Στο νομοσχέδιο υπήρχε άρθρο που προέβλεπαν την παρουσία υπευθύνου της κινητοποίησης, ο οποίος θα πρέπει να ειδοποιεί την Τροχαία για τις κινήσεις των διαδηλωτών.
Ακόμη, προβλεπόταν για τις συναθροίσεις που δεν έχουν μεγάλο όγκο να μην αποκλείεται όλο του πλάτος του δρόμου και οι διαδηλωτές να παραμένουν ή να κινούνται στη μία άκρη του δρόμου. Επιπλέον, σε περίπτωση που υπάρξουν κινητοποιήσεις χωρίς ενημέρωση των αρχών ή υπάρχουν παραβάσεις με «αυθαίρετες» κινήσεις διαδηλωτών παρεχόταν η δυνατότητα στην Αστυνομία να απαγορεύει τη συγκέντρωση. Παράλληλα σε εκείνο το σχέδιο νόμου υπήρχε πρόβλεψη για βιντεοσκόπηση των διαδηλώσεων ώστε να εντοπίζονται οι δράστες πιθανών επεισοδίων.
Για την προώθηση του νομοσχεδίου, το υπουργείο Δημόσιας Τάξης είχε αποστείλει στην τότε υπουργό Εσωτερικών κυρία Βάσω Παπανδρέου επιστολή με στοιχεία για τον έλεγχο των κινητοποιήσεων στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Ταυτόχρονα ζητούσε την έναρξη διαλόγου με τους εκπροσώπους της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Ο σχετικός φάκελος είχε σταλεί και στον τότε γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου κ. Σ. Κοσμίδη, ο οποίος είχε εντοπίσει 3-4 «προβληματικά» σημεία του νομοσχεδίου, αλλά και στο υπουργείο Δικαιοσύνης. Το νομοσχέδιο “κόλλησε” όμως τότε ανάμεσα στα συναρμόδια υπουργεία ενώ πολλοί υπουργοί εξέφραζαν φόβους για τις αντιδράσεις που μπορούσε να προκαλέσει αυτό το νομοσχέδιο.
Ωστόσο στις 18 Νοεμβρίου 2002 -την επομένη μεγάλων επεισοδίων στο κέντρο της Αθήνας- ο κ. Σημίτης ζήτησε πάλι την προώθηση του νομοσχεδίου και την άμεση σύσταση με την ευθύνη του υπουργείου Δικαιοσύνης μιας Επιτροπής που θα έλυνε όλα τα εκκρεμή νομικά ζητήματα. Πάλι όμως το θέμα δεν προχώρησε. Ακολούθησε νέα παρέμβαση του κ. Σημίτη τον Οκτώβριο του 2003. Όμως και πάλι δεν υπήρξε οποιαδήποτε εξέλιξη.
Στην συνέχεια ο τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης κ. Γ. Φλωρίδης προσπάθησε να αντιμετωπίσει το “πρόβλημα των διαδηλώσεων” με αλλαγή των επιχειρησιακών σχεδίων της ΕΛΑΣ ώστε οι δρόμοι από όπου περνούν οι διαδηλωτές να κλείνουν και να ανοίγουν με ταχύρρυθμες διαδικασίες.
Το θέμα επανήλθε και τον Αύγουστο του 2006 από τον τότε υπουργό Δημόσιας Τάξης κ.Β. Πολύδωρα με ανοικτή επιστολή που απέστειλε σε όλα τα κόμματα και συνδικαλιστικούς φορείς. Σύμφωνα με πληροφορίες ο κ. Πολύδωρας έχει λάβει σχετική ρητή εντολή του τότε Πρωθυπουργού κ. Κ. Καραμανλή. Σε σχετικές δηλώσεις είχε προχωρήσει και ο υποψήφιος τότε δήμαρχος Αθηναίων κ. Ν. Κακλαμάνης ο οποίος είχε αναφερθεί «στην ανάγκη λήψης μέτρων ώστε οι διαδηλώσεις να μην δημιουργούν προβλήματα στην εύρυθμη λειτουργία της πόλης». Όμως ούτε οι κινήσεις του κ. Πολύδωρα είχαν συνέχεια, με τον φόβο των αντιδράσεων από πολιτικούς φορείς και συνδικαλιστές.
Τον Απρίλιο του 2009 το θέμα των «ελεγχόμενων διαδηλώσεων» επανήλθε στο προσκήνιο με βασικό πρωταγωνιστή τον τότε αναπληρωτή υπουργό Εσωτερικών σε θέματα Δημόσιας Τάξης κ. Χρ. Μαρκογιαννάκη. Ο περιορισμός των διαδηλώσεων με διακομματική συναίνεση ήταν το πρώτο θέμα που απασχόλησε το 15μελές νεοσύστατο Εθνικό Συμβούλιο Εσωτερικής Ασφάλειας του υπουργείου Δημόσιας Τάξης. Στο συμβούλιο συμμετείχαν πρώην και νυν υψηλόβαθμοι αξιωματικοί της ΕΛΑΣ, εγκληματολόγοι, εκπρόσωποι της τοπικής αυτοδιοίκησης ενώ είχαν κληθεί να καταθέσουν τις απόψεις τους βουλευτές όλων των κομμάτων. Ομως ούτε τότε δεν υπήρξε αποτέλεσμα. Όπως ανέφερε στο «Βήμα» ο κ. Μαρκογιαννάκης «η επιττροπή άρχισε να φυλλορροεί. Στην υπόθεση της αντιμετώπισης των διαδηλώσεων κάναμε δύο βήματα μπροστα και τρία πίσω».