Το ριζικά αναθεωρημένο νομοσχέδιο εστιάζει στον ορθολογισμό των διατάξεων
Στη ζώνη της αποποινικοποίησης – για πρώτη φορά – της χρήσης ναρκωτικών ουσιών από εξαρτημένα άτομα, αλλά και της αυστηρότερης ποινικής μεταχείρισης μεγαλεμπόρων ναρκωτικών, ακόμα και στις περιπτώσεις που επιχειρούν να εμφανιστούν ως τοξικομανείς, κινείται το νέο νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης για τα ναρκωτικά.
Οι τολμηρές νομοθετικές μεταρρυθμίσεις στοχεύουν στη θεραπεία και στον περιορισμό της παραβατικότητας των χρηστών ναρκωτικών ουσιών, εξαρτημένων και μη, και στην καταστολή της διακίνησης των ουσιών αυτών με αυστηρά κριτήρια, αλλά και στον εξορθολογισμό της τιμωρίας που επιβάλλουν τα δικαστήρια.
Τις νέες ρυθμίσεις παρουσίασε χθες στην Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής ο υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Μιλτιάδης Παπαϊωάννου. Εξήγησε ότι η σχεδιαζόμενη μεταρρύθμιση της νομοθεσίας περί ναρκωτικών είχε ως αφετηρία δύο δεδομένα: τον αριθμό των θανάτων, που επισήμως συνδέονται με την κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών και κυμαίνονται περί τους 300 ετησίως, και ότι περίπου το 40% των κρατουμένων στις φυλακές έχουν καταδικαστεί είτε για υποθέσεις ναρκωτικών είτε για εγκλήματα που συνδέονται με τη διακίνησή τους, όπως διακεκριμένες κλοπές και ληστείες.
Το νομοσχέδιο έχει τρεις βασικούς άξονες:
1. Αποποινικοποίηση της χρήσης ναρκωτικών. Oταν η ποσότητα προορίζεται αποκλειστικά προς ιδίαν χρήσιν του τοξικομανούς ο δράστης παραμένει ατιμώρητος. Είναι η πρώτη φορά που εισάγεται το μοντέλο της αποποινικοποίησης του συγκεκριμένου αδικήματος, το οποίο ώς σήμερα ήταν πλημμέλημα και η προβλεπόμενη ποινή για τους δράστες ήταν φυλάκιση μέχρι ενός έτους. Με το νέο νομοσχέδιο τιμωρείται αλλά ως πταίσμα, με φυλάκιση που φτάνει τους 3 μήνες, η καλλιέργεια ινδικής κάνναβης σε αριθμό δενδρυλλίων ή έκταση καλλιέργειάς τους που να δικαιολογούνται για αποκλειστική χρήση του δράστη. Η διαφορά αυτή έγκειται στο γεγονός ότι η χρήση δι’ αυτής της οδού – όπως προκρίνει ο νομοθέτης – «ενέχει έστω και μικρή επικινδυνότητα για τρίτα πρόσωπα».
2. Εξορθολογισμός των ποινών για τους διακινητές ναρκωτικών ουσιών
Το αδίκημα της διακίνησης ναρκωτικών εξακολουθεί να έχει κακουργηματικό χαρακτήρα, αλλά καθορίζονται αντικειμενικά κριτήρια για τη διάκριση ελαφρύτερων, βαρύτερων και ιδιαίτερα σοβαρών υποθέσεων διακίνησης. Με την κλιμακωτή ποινική μεταχείριση των δραστών επιχειρείται να εφαρμοστεί στην πράξη η δικαιότερη-ηπιότερη μεταχείριση για τους μικροδιακινητές και να μην εμφανίζονται φαινόμενα επιβολής δυσανάλογων ποινών για τις ίδιες πράξεις. Για τον λόγο αυτόν αλλάζει το προβλεπόμενο όριο ποινής και ενώ ως σήμερα ήταν από 10 ως 20 χρόνια κάθειρξη, τώρα γίνεται από 5 ως 20 χρόνια κάθειρξη.
Επιπλέον, για να μη γλιτώνουν, όπως έχει συμβεί στο παρελθόν, μεγαλέμποροι ναρκωτικών από τα δίχτυα του νόμου, όσοι εντάσσονται στην τρίτη και βαρύτερη κατηγορία, της διακίνησης, δεν θα μπορούν να τύχουν ευνοϊκής μεταχείρισης, ακόμα και αν επικαλεστούν εξάρτηση.
3. Δικαίωμα στη θεραπεία.
Η αντιμετώπιση του εξαρτημένου δράστη έχει ως σημείο εκκίνησης τη θεραπευτική προσέγγιση με τη δική του συναίνεση. Για τον λόγο αυτόν επεκτείνονται τα ευεργετικά μέτρα κατοχυρώνοντας το δικαίωμα στην πλήρη θεραπεία των εξαρτημένων ατόμων. Τα μέτρα αυτά για όσους δεχθούν να ενταχθούν σε πρόγραμμα θεραπείας περιλαμβάνουν: εισαγωγή σε εγκεκριμένο θεραπευτικό πρόγραμμα απεξάρτησης, υποβολή σε πρόγραμμα σωματικής αποτοξίνωσης και παρακολούθηση συμβουλευτικού προγράμματος ψυχολογικής απεξάρτησης εντός καταστημάτων κράτησης, χορήγηση υφ’ όρον απόλυσης για παρακολούθηση προγράμματος απεξάρτησης, αναβολή της άσκησης ποινικής δίωξης, αναστολή εκτέλεσης ποινής. Στις διατάξεις του ίδιου νομοσχεδίου περιλαμβάνονται ισχυρά κίνητρα και για όσους ενταχθούν σε πρόγραμμα απεξάρτησης και το ολοκληρώσουν με επιτυχία. Σε αυτές τις περιπτώσεις προβλέπονται: οριστική αποχή από την ποινική δίωξη, υποχρεωτική αναστολή της ποινής και υποχρεωτική αναγνώριση ελαφρυντικού.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι τοξικομανείς που είχαν συλληφθεί την περίοδο που έκαναν χρήση για αδικήματα όπως ληστείες και κλοπές, εφόσον έχουν αποθεραπευθεί, εκ του νόμου έχουν τη «δεύτερη ευκαιρία».