Σε ηλικία 89 χρονών πέθανε τις πρώτες πρωινές ώρες ο Ελληνοκύπριος σκηνοθέτης…
Ο διάσημος σκηνοθέτης ήταν βραβευμένος διεθνώς, και είχε να επιδείξει ένα μοναδικό έργο στον κινηματογράφο, το θέατρο και την όπερα. Από το 1950 έως το 2005 σκηνοθέτησε 15 ταινίες, 36 θεατρικά έργα και 7 όπερες στην Ελλάδα, τις Η.Π.Α. και την Ευρώπη. Πριν από λίγες μέρες είχε εισαχθεί στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός με αναπνευστικά και καρδιολογικά προβλήματα, όπου και νοσηλεύθηκε τις τελευταίες δέκα μέρες.
Από τους πρωτοπόρους του μεταπολεμικού ελληνικού σινεμά, ο Μιχάλης Κακογιάννης σκηνοθέτησε διεθνείς επιτυχίες που έκαναν διάσημο τόσο αυτόν όσο και την Ελλάδα στο εξωτερικό όπως η «Στέλλα» και ο «Ζορμπάς». Παρόλη την διεθνή επιτυχία και αναγνώριση ο βραβευμένος σκηνοθέτης, αρνήθηκε μια καρριέρα αποκλειστικά Χολιγουντιανή για έναν κινηματογράφο και μια πορεία στο θέατρο προσανατολισμένα στην ποιότητα. Μια λαμπερή και δημιουργική πορεία και το κοινωφελές ίδρυμα για τη μελέτη και διάδοση των δύο τεχνών είναι η παρακαταθήκη, που ο Μιχάλης Κακογιάννης άφησε δημιουργόντας με πάθος.
Ο Μιχάλης Κακογιάννης γεννήθηκε στη Λεμεσό της Κύπρου τον Ιούλιο του 1922 και γύρισε τον κόσμο δημιουργόντας «ως πλάνητας με προίκα και εφόδιο την ελληνικότητα, που έφερα μέσα μου, αρετή όντως», όπως έγραψε στη βιογραφία του με τίτλο «Σε πρώτο πλάνο».
Σπούδασε Νομική στην Αγγλία και πήρε το δίπλωμά του, βάζοντας παράλληλα τις βάσεις της καλλιτεχνικής πορείας του. Τα πρώτα χρόνια του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου, ο νεαρός Κακογιάννης εργαζόταν στο BBC, στέλνοντας μηνύματα δύναμης με τις εκπομπές του στους Έλληνες της κατεχόμενης χώρας του, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε σκηνοθεσία θεάτρου στο Ολντ Βικ. Άρχισε να δουλεύει επαγγελματικά ως ηθοποιός με ζενίθ της πορείας του τον πρωταγωνιστικό ρόλο του «Καλιγούλα», για τον οποίο τον διάλεξε ο ίδιος ο Αλμπέρ Καμί και τον σκηνοθέτησε ο Αλέξης Σολομός, που τότε ζούσε στο Λονδίνο. Εκεί γνωρίστηκε και με τον Δημήτρη Χορν, που φιλοξένησε στο Λονδίνο κι εκεί ο Νάνος Βαλαωρίτης του υπέβαλε την ιδέα να γράψει το πρώτο του σενάριο με βάση την «Ερόικα» του Κοσμά Πολίτη, που έγινε αργότερα ταινία. Η δε γνωριμία του με τον Δημήτρη Χορν και η φιλία τους, όταν γύρισαν στην Αθήνα, τον έφερε σε επαφή με την Έλλη Λαμπέτη και από εκεί προέκυψε το «Κυριακάτικο ξύπνημα».
Η ταινία προβληθηκε στις Κάννες και άνοιξε το φεστιβάλ του Εδιμβούργου εκκινώντας μια διεθνή πορεία. Όταν η «Στέλλα» με τη Μελίνα, κατέλαβε σαν ταινία – μύθος το πανί, μπορεί οι κριτικές να μην τις χαρίστηκαν -ειδικά αυτές που είχαν αριστερή προέλευση-, όπως άλλωστε έσπευσαν να καταδικάσουν το «Κορίτσι με τα μαύρα» με τη Λαμπέτη, το Λονδρέζικο κοινό όμως τις αγνόησε κάνοντας ουρές.
Ακολούθησε η «Ηλέκτρα» με την Ειρήνη Παπά, ταινία χρηματοδοτημένη από τη United Artists και ο «Ζορμπάς» με τον οποίο εδραίωσε απόλυτα την καριέρα του, αλλά και “αποθέωσε” μια άλλη ελληνικότητα.
Ο εμβληματικός «Ζορμπάς» του άνοιξε τις πόρτες και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού όπου ανέβασε κλασικό ρεπερτόριο σε Αμερική και Ευρώπη, όπερα, αλλά συχνά και τραγωδίες. Ο Κακογιάννης παρουσίασε για πρώτη φορά τις «Τρωάδες» στο Φεστιβάλ των Δύο Κόσμων στο Σπολέτο της Ιταλίας και ξανά στη Νέα Υόρκη και το Παρίσι, πριν τις μεταφέρει στον κινηματογράφο με την Κάθριν Χέπμπορν ως Εκάβη.
Όπως είχε πει ο ίδιος, μόλις είχε σκηνοθετήσει «Οιδίποδα Τύραννο» για το Εθνικό Θέατρο της Ιρλανδίας, όταν έμαθε για την εισβολή στην Κύπρο. Σκηνοθέτησε το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ «Αττίλας 1974» με μια ματιά μοναδική.
«Ο ”Αττίλας 74” δεν είναι μία ταινία που σκηνοθέτησα εγώ» είχε πει. «Τη σκηνοθέτησε η Ιστορία κι εγώ απλώς κατέγραψα τα γεγονότα. ‘Οσο καλύτερα μπορούσα και λειτουργώντας ως καθρέφτης τους. Μόλις έμαθα για την εισβολή, ότι οι Τούρκοι μάς είχαν μαχαιρώσει στην πλάτη, σκέφτηκα πως κανονικά θα έπρεπε να πάω και να καταταγώ στην Κυπριακή Εθνοφρουρά. Δεν ήμουν, όμως, ικανός να χρησιμοποιήσω άλλο όπλο εκτός της κινηματογραφικής μηχανής. Και μ΄αυτή πολέμησα τελικά».
Σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας ο Κακογιάννης δεν είχε έρθει στην Ελλάδα, μιας και ήταν από τους πρώτους που καταδίκασε το καθεστώς των συνταγματαρχών στα γαλλικά ραδιόφωνα και συνεργάστηκε ειδικά με τη Μελίνα στον αντιδικτατορικό αγώνα.
«Έζησα καλή ζωή, ασχέτως αν ποτέ δεν έκανα οικογένεια. Αγάπησα πλάσματα, που με μεγαλύτερη παραφορά αγάπησαν εμένα, έσπασα συχνά τις ερωτικές συμβάσεις, που η τρέχουσα ηθική επέβαλλε. Αγάπησα πολύ περισσότερο, ωστόσο, τη δουλειά μου», έλεγε χαρακτηριστικά. Το πάθος του για την δουλειά του υπήρξε παντού γύρω μας από τον νυχτερινό φωτισμό των μνημείων της Ακρόπολης.
Ήταν ικανός να συγκρούεται με οποιονδήποτε, ακόμα και με φίλους προκειμένου να προστατεύσει την δουλειά του, όπως έγινε με τη Μαρία Κάλλας, όταν ένιωσε πως επενέβαινε στη διδαχή ενός ρόλου προς μία πρωταγωνίστριά του. Και να αφοσιώνεται το ίδιο είτε υπέγραφε τους «Μποέμ» στο «Τζούλιαρντ» της Νέας Υόρκης, είτε την «Όμορφη πόλη» στο αθηναϊκό «Παρκ», είτε συμμετείχε στην δημιουργία του συλλόγου «Οι φίλοι της Αθήνας».
Ο Μιχάλης Κακογιάννης τιμήθηκε για την προσφορά του με πολλές διακρίσεις σε Ελλάδα, Κύπρο και εξωτερικό. Βραβεύθηκε από την Ακαδημία Αθηνών για την προσφορά του στο έθνος, από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για το συνολικό έργο του και αναγορεύθηκε διδάκτωρ Τεχνών στο Columbia College, και επίτιμος διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
enet.gr