Επιχειρηματίες από την Ιταλία, τη Γερμανία, τη Γαλλία κ. α. καταφθάνουν στην Καστοριά για να δουν ιδίοις όμμασι «τι έκανε ο τρελός Ελληνας»
Ο κ. Ναούμ Δίτσιος έκανε πράγματι μια «τρελή» κίνηση: Σε συνθήκες οξύτατης οικονομικής κρίσης και βαθιάς ύφεσης επένδυσε το μάλλον αστρονομικό για τα τοπικά δεδομένα ποσό των 11.000.000 ευρώ στην κατασκευή ενός υπερσύγχρονου οικολογικού εργοστασίου κατεργασίας δέρματος.
«Ομοιό του δεν υπάρχει όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο, γι’ αυτό και έρχονται από το εξωτερικό ειδικοί και επιχειρηματίες για να το δούν», λέει ο τολμηρός επιχειρηματίας. Σε άλλες εποχές αυτό που θα εντυπωσίαζε από την πρωτοβουλία του Καστοριανού μηχανολόγου-μηχανικού είναι η σύλληψη και υλοποίησης μιας ιδέας πρωτοποριακής, οικολογικού βυρσοδεψείου δηλαδή, όταν όπως γνωρίζουμε εργοστάσια του είδους συγκαταλέγονται στις υψηλές θέσεις του καταλόγου των ρυπογόνων εστιών.
«Δεν τρόμαξα»
Τώρα όμως που επιχειρήσεις κλείνουν η μία μετά την άλλη και το επενδυτικό κλίμα κινείται σε θερμοκρασίες σιβηρικού χειμώνα, το πρώτο που σκέφτεται ο συνομιλητής του κ. Δίτσιου είναι πώ σε τέτοιους χαλεπούς καιρούς ανέλαβε ένα τόσο μεγάλο ρίσκο.
«Οι επενδύσεις πρέπει να γίνονται όταν τα υλικά είναι φτηνά και οι συνθήκες ευνοϊκές στην αγορά και τώρα παρά την οικονομική κρίση υπάρχουν προύποθέσεις για όποιον τολμά» απαντάει και τονίζει:
«Η αλήθεια είναι οτι προβληματίστηκα μήπως δεν τα καταφέρω, αλλά δεν τρόμαξα από την κρίση. Εβαλα ό, τι είχα και δεν είχα, όλη μου την περιουσία, αλλα πίστευα και πιστεύω ότι κινούμαι στη σωστή κατεύθυνση. Στο κάτω κάτω της γραφής, να βοηθήσω κι εγώ στο μέτρο των δυνάμεών μου στην οικονομική ανόρθωση της πατρίδας. Ας το δουμε κι έτσι λοιπόν…».
Πριν από δυο μήνες και ενώ το εφιαλτικό ερώτημα αν η Ελλάδα κάνει ή όχι το άλμα στον γκρεμό της χρεοκοπίας επλανάτο πάνω από τη χώρα, στο Βιοτεχνικό Πάρκο Καστοριάς εγκαινιαζόταν το σύγχρονο φινιριστήριο – βαφείο γουναρικών του κ. Δίτσιου, μια υπερσύγχρονη μονάδα φιλικότατη προς το περιβάλλον.
«Ήρθαν περισσότεροι από χίλιοι άνθρωποι, απρόσκλητοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία, και είμαι βέβαιος ότι αν γινόταν στην Αθήνα θα περνούσε και η μισή Βουλή», λέει.
Η καινοτομία αυτού του οικολογικού βυρσοδεψείου συνίσταται στην απόλυτη αξιοποίηση των φυσικών πόρων και στην πλήρη ανακύκλωση των αποβλήτων ώστε να μη ρυπαίνονται στο ελάχιστο το έδαφος και η ατμόσφαιρα, πράγμα άγνωστο ώς τώρα για τέτοια εργοστάσια.
«Χρησιμοποιούμε κυρίως το βρόχινο νερό, αλλά και εκείνο από το λιώσιμο του χιονιού στη διαδικασία βαφής και φινιρίσματος. Ρεύμα παίρνουμε απο ηλιακούς συλλέκτες και χρησιμοποιούμε υγραέριο αντί για πετρέλαιο για να μη ρυπαίνουμε το περιβάλλον, ενω και τα χημικά μας είναι φιλικά προς το περιβάλλον. Τα απόβλητα της όλης διαδικασίας υφίστανται φυσικοχημικό καθαρισμό και έτσι η λάσπη αφού έχουν αφαιρεθέι τα όποια τοξικά πάει πεντακάθαρη ως λίπασμα στα χωράφια, ενώ το νερό διοχετεύεται για τον τελικό καθαρισμό στις εγκαταστάσεις βιολογικού της πόλης της Καστοριάς».
Σαράντα οχτώ εργάτες επανδρώνουν σε πρώτη φάση το εργοστάσιο, με προοπτική σε ένα χρόνο να φτάσουν τους εκατόν πενήντα.
Το μεγάλο στοίχημα
Ο ιδιοκτήτης του έχει υψηλές φιλοδοξίες. «Μέχρι τώρα κατεργαζόμαστε δέρματα που χρησιμοποιούνται στη γουνοποιία της Καστοριάς, αλλά φέρνουμε και από τη Ρωσία η οποία τα έστελνε για κατεργασία στις ΗΠΑ. Το μεγάλο μας στοίχημα όμως είναι να “χτυπήσουμε” σημαντικό μερίδιο από τα ακατέργαστα γουνοφόρα στα δημοπρατήρια της Ευρώπης τα οποία παίρνουν για κατεργασία μέχρι τώρα οι Κινέζοι και επ’ αυτού είμαστε αισιόδοξοι ότι θα τα καταφέρουμε. Το σύνθημά μας είναι: επίθεση στις αγορές για να πάρουμε το κομμάτι που μας ανήκει».
Στο πρόσωπο του Καστοριανού επιχειρηματία ενσαρκώνεται η άλλη Ελλάδα, η Ελλάδα της δημιουργίας, της εξωστρέφειας, της αισιοδοξίας ή όπως λέει ο ίδιος «η Ελλάδα που δεν συμφιλιώνεται με την ιδέα της πτώχευσης».
Αυτή την Ελλάδα θα τη συναντήσει κανείς στη μεθόριο της Καστοριάς, όπου η παραδοσιακή γουνοποιία όχι μόνο αντέχει, αλλά δυναμώνει διαρκώς το εξαγωγικό της προφίλ κατακτώντας τις διεθνείς αγορές, στην κεντρική Μακεδονία με τις δυναμικές και χρυσοφόρες εξαγωγές ροδάκινου, σε πόλεις και χωριά ανά την επικράτεια, όπου απλοί άνθρωποι ανασχεδιάζουν το μέλλον στη βάση της καινούργιας πραγματικότητας.
«Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που με παρότρυναν να ανοίξω την επιχείρηση στη Βουλγαρία ή την Τουρκία, όπου τα μεροκάματα είναι πολύ χαμηλά και η φορολογία ευνοϊκή. Κάνετε λάθος τους απαντούσα, ο επιχειρηματίας πρέπει να έχει και πατριωτική συνείδηση. Το κεφάλαιο μπορεί να μην έχει πατρίδα, αλλά ο επιχειρηματίας έχει», τονίζει ο ακρίτας επιχειρηματίας.
Σταύρος Tζίμας – ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ