Γιατί η οικονομική κρίση χτύπησε τις Ελληνικές επιχειρήσεις, σε αντίθεση με τις γερμανικές που όχι μόνο αντέχουν αλλά και επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους;

Η εταιρεία Πετζετάκις αρέσκεται στον χαρακτηρισμό «ελληνική πολυεθνική». Η επιχείρηση άρχισε να παράγει πλαστικούς σωλήνες στις αρχές της δεκαετίας του ’60 και αναπτύχθηκε σταδιακά τις επόμενες δύο δεκαετίες ανοίγοντας ένα εργοστάσιο στην Πορτογαλία και διεισδύοντας στη Γερμανία. Με την περηφάνια ενός πρωτοπόρου, οι φιλοδοξίες της εταιρείας ήταν μεγάλες. Και η ευκαιρία εμφανίστηκε όταν η Ελλάδα εισήλθε στην ευρωζώνη, στο ξεκίνημα του νέου αιώνα.
Όπως έκαναν κι άλλες ελληνικές επιχειρήσεις, έτσι και η Πετζετάκις υποδέχτηκε το καθεστώς των εύκολων πιστώσεων εξαγοράζοντας μικρότερες επιχειρήσεις ανά τον κόσμο. Αλλά όταν χτύπησε η οικονομική κρίση, βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Στο τέλος της περασμένης χρονιάς έκλεισε το κυριότερο εργοστάσιό της στη Θήβα και σταμάτησε να πληρώνει τους εργαζομένούς της. «Είχαν προσλάβει 150 άτομα από την περιοχή», δήλωσε ο Σπύρος Μεγαρίτης που εργαζόταν εκεί. «Από τον Νοέμβριο δεν εργαζόμαστε, εκτός αν πληρωθούμε αυτά που μας χρωστάνε». Η δήλωσή του περιλαμβάνεται σε εκτενές θέμα του πρακτορείου Reuters των Χάρη Παπαχρήστου και Τζόσι Κοξ με τίτλο «Η ιστορία μιας Ευρώπης δύο ταχυτήτων», όπου παραλληλίζεται ο ιδιωτικός τομέας της Ελλάδας με εκείνον της Γερμανίας.
Η λέξη «δυστυχία» έχει σχετική σημασία ανά την ευρωζώνη, αλλά πουθενά δεν είναι πιο εμφανής απ’ ό,τι σε μια σύγκριση μεταξύ των ελλήνων και γερμανών βιομηχάνων. Πάνω από 1.600 χιλιόμετρα βόρεια της Θήβας, σε μια γερμανική πόλη έξω από τη Στουτγάρδη, ο Στέφαν Βουλφ επίσης αγωνίζεται με τις επιπτώσεις ενός ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος. Αλλά ο αντίκτυπος για τον διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας ElringKlinger που προμηθεύει ανταλλακτικά αυτοκινήτων είναι αρκετά πιο ήπιος.

Νόμισμα με δύο όψεις. Η ελληνική κρίση έχει ενισχύσει ανταγωνιστικά νομίσματα, όπως το ελβετικό φράγκο, λέει ο Βουλφ καθισμένος σε ένα ευάερο γραφείο με θέα τις Αλπεις. Για τον λόγο αυτόν η εξαγορά από την ElringKlinger μιας ελβετικής εταιρείας το 2008 έγινε πιο ακριβή. «Γενικά είναι δύσκολο να κάνει κανείς προβλέψεις σχετικά με το συναλλαγματικό κόστος, αλλά σε ένα περιορισμένο επίπεδο μπορεί να υπάρχουν ορισμένες αρνητικές νομισματικές επιπτώσεις. Από την άλλη, ένα αδύναμο ευρώ είναι αναμφίβολα μια καλή εξέλιξη για τις γερμανικές εταιρείες και εξαγωγές και πολλές επιχειρήσεις μπορεί να επωφεληθούν».
Αυτές οι αποκλίνουσες καταστάσεις λένε την ιστορία μιας Ευρώπης δύο ταχυτήτων – και την ιστορία του ίδιου του ευρώ. Η ένταξη στο ευρώ, σε συνδυασμό με το χαμηλό εργατικό κόστος, αναμενόταν να είναι ένας ελκυστικός συνδυασμός για την Ελλάδα. Στις πρώτες ημέρες του ενιαίου νομίσματος η Γερμανία ήταν ο ασθενής της Ευρώπης καθώς είχε γονατίσει από το κόστος της ενοποίησης των δύο Γερμανιών και από μια ακριβή αγορά εργασίας. Από τότε η αύξηση των μισθών στην Ελλάδα έχει οδηγήσει πολλούς βιομήχανους στο να μετακινηθούν στην Ασία ή στην Ανατολική Ευρώπη ή ακόμη και σε χώρες όπως η Γερμανία, όπου η παραγωγικότητα είναι αρκετά υψηλότερη. Στο μεταξύ, η Γερμανία έχει προοδεύσει. Τα δύσκολα χρόνια των μεταρρυθμίσεων τη βοήθησαν να πετύχει μία ισχυρή αύξηση της απασχόλησης και μία άνοδο-ρεκόρ των εξαγωγών.

Τη χωρίζει στα δύο. Σήμερα, η Ελλάδα είναι αυτή που αντιμετωπίζει δύσκολες στιγμές και προσπαθεί να αποφύγει τη χρεοκοπία μέσω διαπραγματεύσεων με χώρες της ευρωζώνης και το ΔΝΤ. Η χώρα αντιμετωπίζει υψηλή ανεργία, αρκετά χρόνια λιτότητας, ακόμη και την πιθανότητα εξόδου από το ευρώ. Το ευρώ θα έφερνε την Ευρώπη πιο κοντά. Και όμως, χωρίζει τη ζώνη του ευρώ στα δύο. Οι Ελληνες είναι οργισμένοι γιατί οι δανειστές τους, υπό την καθοδήγηση του Βερολίνου, απαιτούν συνεχώς αυστηρότερους όρους για το πακέτο στήριξης. Οι Γερμανοί έχουν οργιστεί γιατί καλούνται να αναλάβουν το κόστος της διάσωσης μιας χώρας με κακή διαχείριση.
Πρόκειται, λέει ο Βουλφ, για ένα βαθύτερο πρόβλημα. «Υπάρχει πολλή εθνική περηφάνια και υπερβάλλων εγωισμός», λέει. «Το πρόβλημα είναι ότι οι χώρες πρέπει να αρχίσουν να σκέφτονται ότι είναι μέλη μιας ένωσης. Σήμερα δεν το κάνουν».

Τι δείχνουν οι αριθμοί. Η μελέτη των αριθμών δείχνει ότι, παρά το κοινό νόμισμα, η Γερμανία και η Ελλάδα βρίσκονται σε απόσταση χιλιομέτρων και όχι πάντα προς την αναμενόμενη κατεύθυνση. Οι Ελληνες εργάζονται 30% περισσότερο από τους Γερμανούς, τουλάχιστον κατά τον ΟΟΣΑ, ο οποίος εκτιμά ότι ο μέσος όρος εργασίας των Ελλήνων το 2009 ήταν 2.119 ώρες σε σύγκριση με μόλις 1.390 των Γερμανών. Μικρότερη έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι οι αποδοχές στη Γερμανία είναι αισθητά καλύτερες. Σύμφωνα με μια ελληνική συνδικαλιστική ένωση, οι μέσες ετήσιες αμοιβές στον ελληνικό ιδιωτικό τομέα ήταν 28.548 ευρώ το 2009, έναντι 43.269 ευρώ στη Γερμανία.
Η διαφορά παραμένει ακόμη και στη σύνταξη. Ενας γερμανός σαραντάρης μπορεί να ελπίζει ότι θα λάβει, αφού συνταξιοδοτηθεί στα 67 του, μια σύνταξη γύρω στα 2.200-2.600 ευρώ τον μήνα. Στην Ελλάδα, όπου το υποχρεωτικό όριο συνταξιοδότησης είναι στα 65, πολλοί συνταξιοδοτούνται προς το τέλος της δεκαετίας των 50 μέσω γενναιόδωρων όρων που ορίζουν αρκετές ειδικότητες ως «βαριά και ανθυγιεινά επαγγέλματα». Ο μέσος εργαζόμενος μπορεί να περιμένει μια σύνταξη χαμηλότερη από τη μισή ενός Γερμανού.

Εις βάρος της εργασίας. Η υιοθέτηση του ευρώ αναμενόταν ότι θα γεφύρωνε το χάσμα αυτό – και όσον αφορά τους μισθούς είχε αρχίσει να το κάνει. Αλλά στη Θήβα, όπου λειτουργούν γύρω στις 10.000 ελληνικές εταιρείες και είναι ένα από τα μεγαλύτερα βιομηχανικά κέντρα της Ελλάδας, οι αλλαγές ήρθαν εις βάρος της εργασίας. Η ύφεση έχει χτυπήσει δυσανάλογα την πόλη. Η βιομηχανία, η οποία αντιπροσωπεύει το 15% της ελληνικής οικονομίας, είχε δεχτεί ισχυρό πλήγμα νωρίτερα από το ξέσπασμα της κρίσης στο τέλος του 2009.
«Πριν από 15 χρόνια οι εταιρείες είχαν τόση ανάγκη από εργατικό δυναμικό, ώστε έστελναν αυτοκίνητα με μεγάφωνα καλώντας τους χωρικούς», θυμάται ο Θανάσης Καραμπέτσης που εργάζεται στο δημαρχείο. «Σήμερα, αν χάσεις τη δουλειά σου, είσαι τελειωμένος». Στις εννέα το πρωί μιας Δευτέρας πρόσφατα, μια βιομηχανική περιοχή κοντά στη Θήβα ήταν γεμάτη από άδειους χώρους στάθμευσης και έρημους δρόμους. Μια επιγραφή σε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο έγραφε: «Πωλείται βιομηχανική έκταση 5.000 τ.μ.». Οι εξελίξεις δεν οφείλονται μόνο στην ύφεση. Η Θήβα, όπως και η Ελλάδα, είναι θύμα τόσο της ανάπτυξης όσο και της κατάρρευσης. Από το 2000, το εργατικό κόστος στην Ελλάδα έχει αυξηθεί σχεδόν 50%. Στη Γερμανία κατά την ίδια περίοδο η αύξηση είναι κάτω από 10%.

Κλείσιμο εργοστασίων. Οι αναταραχές επιδείνωσαν τα προβλήματα. Ο Παναγιώτης Καλαμπόκας δούλευε στο εργοστάσιο της γερμανικής εταιρείας παραγωγής οργάνων ακριβείας Diamant Winter για 29 χρόνια. Αλλά το 2009, έπειτα από έναν χρόνο απεργιών, το εργοστάσιο έκλεισε μεταφέροντας την παραγωγή σε άλλες χώρες, όπως η Ισπανία. Ο Καλαμπόκας κατάφερε να πάρει σύνταξη, αλλά πάνω από 100 εργαζόμενοι έχασαν τη δουλειά τους.
Συνολικά γύρω στους 2.000 ανθρώπους έχουν χάσει τη δουλειά τους στη Θήβα την τελευταία χρονιά, σύμφωνα με τον Δημήτρη Δημητρίου, επικεφαλής του συμβουλίου εργαζομένων της πόλης. Η ανεργία έχει φτάσει στο 20%, τέσσερις μονάδες υψηλότερα από τον μέσο όρο της χώρας. Ακόμα και εταιρείες οι οποίες παραμένουν ανοιχτές, λειτουργούν μόνο δύο ή τρεις μέρες την εβδομάδα και συνήθως αργούν να πληρώσουν τους μισθούς.

Άδεια καταστήματα. Το κλείσιμο των εργοστασίων και η υψηλή ανεργία «έχουν χτυπήσει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών», λέει ο Νίκος Στρατέλλος, ιδιοκτήτης ενός μαγαζιού ειδών για το χτίσιμο του σπιτιού και επικεφαλής της ένωσης λιανεμπόρων της Θήβας. Γύρω στο ένα πέμπτο των καταστημάτων στον κεντρικό δρόμο έχει κλείσει. Το μόνο κατάστημα που φαίνεται να έχει κίνηση είναι αυτό με τα κινεζικά ρούχα. «Δεν υπάρχει ενδιαφέρον από κανέναν να αγοράσει τα άδεια καταστήματα», λέει ο κ. Στρατέλλος. «Κανείς δεν ρωτά να μάθει πόσο ακριβά είναι».

Επιμέλεια: Μαρία Βασιλείου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.