Νέο παραγωγικό μοντέλο για να παραμένουν στην Ελλάδα οι άριστοι
Οι απαρχαιωμένες δομές της ελληνικής οικονομίας οδηγούν κάθε χρόνο χιλιάδες επιστήμονες στο εξωτερικό, καθώς κρίνονται «υπέρ – εφοδιασμένοι» με γνώσεις για τις ανάγκες της εγχώριας αγοράς. Κι όμως για την κατάρτιση και τη μόρφωση αυτών των ανθρώπων, που το ελληνικό κράτος δεν μπορεί να κρατήσει και να αξιοποιήσει, αυτό το ίδιο κράτος (μέσω της φορολογίας των πολιτών) δαπανά κάθε χρόνο δισεκατομμύρια ευρώ. Η κολοσσιαία επένδυση πάει, πρακτικά, χαμένη, καθώς την καρπώνονται ξένα κράτη.
Υπάρχει τρόπος η κατάσταση να αλλάξει;
Η σημερινή οικονομική συγκυρία, παρά τα αρνητικά της χαρακτηριστικά ή και επ’ αφορμής αυτών, όπως εκτιμούν οι επιστήμονες, αποτελεί μοναδική ευκαιρία για να αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Αρκεί να στραφεί στη δημιουργία σύνθετων προϊόντων και υπηρεσιών, με τα οποία η Ελλάδα θα διεκδικήσει μία καλύτερη θέση στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, παρέχοντας πεδίο για την αξιοποίηση και των επιστημόνων της. Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα έρευνας του καθηγητή του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, κ. Λόη Λαμπριανίδη, η οποία αποτυπώνεται στο βιβλίο «Επενδύοντας στη φυγή» (εκδόσεις «Κριτική») και πραγματεύεται την διαρροή επιστημόνων από την Ελλάδα στην εποχή της Παγκοσμιοποίησης. Ο καθηγητής διαπιστώνει ότι η φυγή επιστημόνων οδηγεί τη χώρα σε ένα φαύλο κύκλο περιορισμένης ανάπτυξης και επισημαίνει ότι το φαινόμενο στη χώρα μας αρχίζει να θυμίζει την μεγάλη έξοδο των πτυχιούχων από την Ευρώπη στις ΗΠΑ μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.
Μία μεσαία πόλη επιστημόνων ζει στο εξωτερικό
Από την έρευνα (2009-2010) προκύπτει ότι εργάζονται στο εξωτερικό περί τους 114.000 έως 139.000 Έλληνες επιστήμονες, αριθμός που αντιστοιχεί στο 8,5% με 10,5% των πτυχιούχων που ζουν στην Ελλάδα. Όπως λέει, πρόκειται για άτομα με πολυετείς και πολύ καλές σπουδές. Η έρευνα, στην οποία συμμετείχαν 2.734 άτομα, δείχνει ότι το 40% του δείγματος κατέχει τουλάχιστον έναν τίτλο σπουδών από ένα από τα 100 καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου! Σύμφωνα με τα ευρήματα, οι έλληνες επιστήμονες εργάζονται σε 528 πόλεις (κυρίως Λονδίνο, Νέα Υόρκη, Βρυξέλλες) και σε 74 χώρες, με την πλειοψηφία να ζει στο Ηνωμένο Βασίλειο (31,7%) και στις ΗΠΑ (28,7%). Το 33% έχει ζήσει σε τουλάχιστον δύο κράτη, ενώ περίπου οι μισοί έχουν ξένο σύντροφο, καθοριστικός παράγοντας για την μη επιστροφή τους στην Ελλάδα. Στη χώρα μας παλλινόστησε μόλις το 15,9% των ερωτηθέντων. Αντίθετα, οκτώ στους δέκα εξακολουθούν να μένουν στο εξωτερικό, όπου εργάζονται κυρίως σε πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα ή σε τμήματα έρευνας και ανάπτυξης επιχειρήσεων. Το 83% του δείγματος βρήκε την πρώτη του δουλειά στο εξωτερικό, αφού πρώτα απέκτησε τουλάχιστον δύο τίτλους σπουδών.
Το χάσμα στις απολαβές
Η έρευνα εντοπίζει μέγα χάσμα στις απολαβές, καθώς καταγράφονται μεγάλες αποκλίσεις. Έτσι, σε όσους εργάστηκαν στο εξωτερικό και επέστρεψαν στη χώρα μας, το 39,4% δηλώνει εισόδημα μικρότερο από 25.000 ευρώ, ενώ το 34% μεγαλύτερο από 40.000 ευρώ. Αντίθετα, τα αντίστοιχα ποσοστά σε εκείνους που ζουν στο εξωτερικό είναι 9,2% και 68,4% αντίστοιχα. Επίσης, η έρευνα δείχνει ότι οι αμοιβές στο εξωτερικό είναι ευθέως ανάλογες με τα πτυχία. Έτσι, δηλώνει εισόδημα άνω των 60.000 ευρώ το 31,5% όσων έχουν πτυχίο, το 42,2% όσων διαθέτουν μεταπτυχιακό και το 52,3% όσων δηλώνουν κάτοχοι διδακτορικού. Αντίθετα, στην Ελλάδα αμοιβές άνω των 60.000 ευρώ δηλώνει το 4,3%, το 25,2% και το 11,4%, αντίστοιχα. Από την έρευνα προκύπτει ότι το 60% αποφάσισε να φύγει από την Ελλάδα ή να παραμείνει στο εξωτερικό χωρίς καν να αναζητήσει δουλειά στη χώρα μας. Μάλιστα, στην περίπτωση των αποφοίτων εξωτερικού, το 91% δεν αναζητά έψαξε καν να εργαστεί εδώ. Μεταξύ των ελλήνων πτυχιούχων που βρίσκονται στο εξωτερικό η έρευνα εντοπίζει, πάντως, και την ύπαρξη ταξικών διαφορών, καθώς φαίνεται να χωρίζονται σε άτομα που προέρχονται από υψηλά εισοδηματικά στρώματα και στο «επιστημονικό προλεταριάτο». Περιέργως, φαίνεται ότι τα μέλη της «ελίτ» επιστρέφουν στην Ελλάδα σε μεγαλύτερο ποσοστό.
Αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης
Η έρευνα δείχνει αναντιστοιχία στην προσφορά και τη ζήτηση εργατικού δυναμικού στη χώρα μας η οποία ερμηνεύεται με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι η θεωρία περί υπερεκπαίδευσης των Ελλήνων, την οποία ο κ. Λαμπριανίδης απορρίπτει, καθώς συγκρίνοντας με βάση τα διεθνή στοιχεία, οι Έλληνες βρίσκονται κάτω από τον μέσο όρο της Ε. Ε. σε αναλογία πτυχίων. Αντίθετα, ο ίδιος μιλάει για πρόβλημα που οφείλεται στη ζήτηση, καθώς η διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας, δεν δημιουργεί ζήτηση για ανθρώπινο κεφάλαιο υψηλής γνώσης. Είναι χαρακτηριστικό, όπως λέει, ότι η χρηματοδότηση της έρευνας και της ανάπτυξης από τον ιδιωτικό τομέα είναι ισχνή στη χώρα μας, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στην Ευρώπη. Είναι ενδεικτικό ότι στις ανεπτυγμένες χώρες όσο αυξάνεται το επίπεδο των σπουδών τόσο μειώνεται η ανεργία, σε αντίθεση με τη χώρα μας. «Υπάρχει ένα ζήτημα με το αναπτυξιακό μας μοντέλο. Το μεγάλο ζητούμενο είναι η χώρα να αρχίσει να παράγει πιο σύνθετα προϊόντα με ενσωματωμένη γνώση. Υπάρχει ένα σημαντικό ανθρώπινο δυναμικό που δεν μπορεί να αξιοποιηθεί. Με αυτή την έννοια, αυτό το φαινόμενο είναι απόρροια αυτού του αναπτυξιακού μοντέλου και έχει ενταθεί λόγω της κρίσης» σχολιάζει ο καθηγητής. Στο ερώτημα λοιπόν πως φέρνουμε τους επιστήμονες πίσω, δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις. Η αλλαγή του αναπτυξιακού μοντέλου, λέει ο καθηγητής, απαιτεί δεκαετίες. Αντίθετα, η αξιοποίηση της επιστημονικής διασποράς μέσω «γεφυρών» και δικτύων μπορεί να επιφέρει κέρδη στη χώρα. «Πρόκειται για ένα πολύτιμο κεφάλαιο που θέλουμε να επιστρέψει. Χρειάζεται να δώσουμε την δυνατότητα να κρατηθεί μία επαφή με την Ελλάδα, όπως γίνεται στην Ινδία ή την Κίνα» εξηγεί.
Ο άνθρωπος κλειδί για την ανάπτυξη
Όπως τονίζει ο κ. Λαμπριανίδης, το ανθρώπινο κεφάλαιο καταλαμβάνει σταδιακά τη θέση ίσως του πλέον σημαντικού παράγοντα για την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα. Διόλου τυχαίο ότι οι χώρες στις οποίες εγκαθίστανται οι Έλληνες επιστήμονες, αποκομίζουν τεράστια οφέλη, καθώς αξιοποιούν τις γνώσεις τους, χωρίς να έχουν επενδύσει στην δημιουργία τους. Έτσι, οι λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, αντί να είναι οι ωφελούμενες, καταλήγουν να προσφέρουν την βοήθεια! Μάλιστα, ο κ. Λαμπριανίδης εξηγεί ότι τα αρνητικά αποτελέσματα για τη χώρα μεγιστοποιούνται, καθώς πρόκειται συνήθως για τους καλύτερα εκπαιδευμένους και ικανότερους. Επίσης, τονίζει ότι η περιορισμένη ζήτηση για πτυχιούχους οφείλεται στον ιδιωτικό τομέα, καθώς η χώρα μας δεν έχει μετακινηθεί στην αλυσίδα παραγωγής της αξίας, ώστε να παράγει πιο σύνθετα προϊόντα (έντασης γνώσης, τεχνολογίας, κεφαλαίου) με αποτέλεσμα να αδυνατεί να τους αξιοποιήσει. Ο κ. Λαμπριανίδης εξηγεί ότι η ελληνική κοινωνία δεν έχει ακόμη συνειδητοποιήσει τον τεράστιο προωθητικό ρόλο της ύπαρξης ανθρώπινου δυναμικού υψηλού επίπεδο, καθώς και τη σημασία της βασικής αλλά και της εφαρμοσμένης έρευνας. Αυτό την κάνει να εξελίσσεται βαθμιαία σε χώρα εξαγωγής πτυχιούχων, χάνοντας αυτούς ακριβώς που χρειάζεται για την ανάπτυξή της. «Η διαρροή επιστημόνων εάν πάρει διαστάσεις μαζικής φυγής, θα επηρεάσει και την επιστροφή της χώρας στην ανάπτυξη» σχολιάζει. Όπως αναφέρει, η κρίση αποτελεί ευκαιρία για να επιλέξουμε τον ρόλο της Ελλάδας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, η βελτίωση της οποίας απαιτεί στροφή της οικονομίας στην παραγωγή πιο σύνθετων προϊόντων και υπηρεσιών. «Η μετατόπιση του αναπτυξιακού μοντέλου θα αυξήσει κατακόρυφα τη ζήτηση για πτυχιούχους. Και ίσως θα φέρει πίσω αυτούς που έφυγαν» λέει.
Το δίλημμα «μένω ή φεύγω»
Ο κ. Λαμπριανίδης θα παρουσιάσει την έρευνά του την Τετάρτη 6 Ιουλίου στο debate «Φεύγω. Το δίλημμα “μένω ή φεύγω” των ικανών νέων Ελλήνων» που διοργανώνει η μη κερδοσκοπική οργάνωση Intelligence Squared Greece στο «Θέατρον» του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος» (19.00, Αίθουσα Ιφιγένεια Β, Πειραιώς 254, Ταύρος). Υπέρ της πρότασης θα τοποθετηθούν οι καθηγητές, κ. κ. Χρ. Παπαδημητρίου και Στ. Καλύβας και ο επιχειρηματίας, κ. Γρ. Φαρμάκης. Κατά της πρότασης θα επιχειρηματολογήσουν ο συγγραφέας, κ. Απ. Δοξιάδης, ο υποψήφιος διδάκτωρ της Οξφόρδης, κ. Κυρ. Πιερρακάκης και ο επιχειρηματίας, κ. Αρ. Δοξιάδης. Συντονιστής της συζήτησης θα είναι ο δημοσιογράφος, κ. Τ. Τέλλογλου.