Οι αναλυτές προεξοφλούν μια εκ νέου εξομάλυνση των παρεμβατικών επιτοκίων κατά τους επόμενους 12 μήνες
H τρέχουσα οικονομική συγκυρία, για ορισμένους αναλυτές, ένα ιδιάζον χαρακτηριστικό που έχει αναδείξει είναι η εντελώς διαφορετική προσέγγιση της ασκούμενης νομισματικής πολιτικής μεταξύ ΗΠΑ και Ευρωζώνης.
Η Fed βρίσκεται πολύ κοντά στο να ολοκληρώσει το δεύτερο πρόγραμμα ποσοτικής παρέμβασης και δεν έχει δώσει την παραμικρή ένδειξη για αύξηση του παρεμβατικού επιτοκίου στη διάρκεια του 2011.
Αντίθετα, η ΕΚΤ μόλις τον Μάϊο αύξησε το παρεμβατικό επιτόκιο και αναμένονται τουλάχιστον άλλες δύο αυξήσεις (0,25% η κάθε μία). Το γεγονός αυτό έχει δημιουργήσει την εντύπωση ότι τα μακροοικονομικά δεδομένα των δύο χωρών βρίσκονται σε αποκλίνουσα πορεία.
Ωστόσο, παρά τις τεχνικές διαφορές – ότι δηλαδή η Fed έχει το διττό στόχο του (πυρήνα) πληθωρισμού και της απασχόλησης ενώ η ΕΚΤ μόνο του (συνολικού) πληθωρισμού – η αντιδιαμετρικά αντίθετη νομισματική πολιτική αντανακλά κυρίως αποκλίνουσες φιλοσοφίες αναφορικά με τις προτεραιότητες των δυο πολιτικών και οικονομικών ηγεσιών.
Σήμερα πάντως, οι αναλυτές εξακολουθούν να προεξοφλούν μια εκ νέου εξομάλυνση των παρεμβατικών επιτοκίων κατά τους επόμενους 12 μήνες. Σύμφωνα με τους δείκτες της Credit Suisse, τα βασικά επιτόκια στις ΗΠΑ και την Ευρώπη αναμένεται να αυξηθούν κατά 30 και 90 μονάδες βάσης αντιστοίχως.
Στην συνέντευξη τύπου που πραγματοποιήθηκε στις 5 Μαΐου, ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Jean Claud Trichet, δεν έκανε χρήση της φράσης «έντονη επαγρύπνηση». Αυτό υποδεικνύει ότι δεν προτίθεται να αυξήσει το επιτόκιο στην επόμενη συνεδρίαση τον Ιούνιο. Η κεντρική τράπεζα συνεχίζει να πιστεύει ότι υπάρχει ανοδικός πληθωριστικός κίνδυνος. Οστόσο, φαίνεται περισσότερο επαναπαυμένη όσον αφορά τους πληθωριστικούς κινδύνους μακροπρόθεσμα.
Η ΕΚΤ ξεκάθαρα επιθυμεί να αποφύγει την εφαρμογή έντονα αυστηρότερης νομισματικής πολιτικής, ενώ λαμβάνει υπόψη της τη συναλλαγματική ισοτιμία κατά την εφαρμογή της νομισματικής της πολιτικής.
Η ING, αναμένει ότι η ΕΚΤ θα αυξήσει περαιτέρω το επιτόκιό της τον Ιούλιο, από 1,25% στο 1,5%. Η πρόβλεψή της είναι ότι το επιτόκιο θα βρεθεί στο 1,75% στα τέλη του 2011.
Η FED επιβεβαίωσε την λήξη του προγράμματος αγοράς ομολόγων (QE2) στο τέλος Ιουνίου και προκάλεσε αποκλιμάκωση των βραχυπροθέσμων προσδοκιών για τον πληθωρισμό και πιέσεις στο δολάριο, στηρίζοντας μετοχές-ομόλογα καθώς η αγορά προεξόφλησε την μη άνοδο των αμερικανικών επιτοκίων στο ενδεχόμενο περαιτέρω ανοδικών πιέσεων στις τιμές των τροφίμων και του πετρελαίου.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια libor συνέχισαν την πρόσφατη ήπια πτωτική τους τάση, μειώνοντας την πιθανότητα μιας ανοδικής έκπληξης από την FED πριν από το α’ τρίμηνο του 2012.
Η αμερικανική δημοσιονομική πολιτική βρέθηκε πάντως έντονα στο προσκήνιο μετά την απόφαση της Standard & Poors να υποβαθμίσει την πιστοληπτική ικανότητα των ΗΠΑ από σταθερή σε αρνητική.
Η κίνηση αυτή συνδέεται άμεσα με την επί πέντε έτη επιθετική χρηματοδότηση του ελλείμματος που οδήγησε σε διπλασιασμό του χρέους των ΗΠΑ σε σχέση με το ΑΕΠ. Έτσι, οι ΗΠΑ βρίσκονται σήμερα στο ίδιο επίπεδο με αρκετές χώρες το ακαθάριστο χρέος των οποίων αυξήθηκε σε ποσοστό που υπερβαίνει το 90% του ΑΕΠ τους.
Σύμφωνα με τους καθηγητές Reinhart και Rogoff, η ιστορία διδάσκει ότι όταν το δημόσιο χρέος ξεπερνά το 90% του ΑΕΠ, επιβραδύνονται οι τάσεις της οικονομικής ανάπτυξης.
Η κυβέρνηση Ομπάμα έχει παρουσιάσει ένα πρόγραμμα περικοπών για να αντιμετωπιστεί το έλλειμμα μέσα στην επόμενη πενταετία προκειμένου να βελτιωθούν τα δημοσιονομικά της χώρας, όμως δεν είναι βέβαιο εάν αυτό θα είναι αρκετό δεδομένων των πολύ υψηλών μακροπρόθεσμων υποχρεώσεων που πρέπει να χρηματοδοτηθούν, εκτιμά η JP Morgan.
Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) φαίνεται αποφασισμένη να ολοκληρώσει τον δεύτερο γύρο ποσοτικής χαλάρωσης (QE2) όπως έχει προγραμματιστεί έως τον Ιούνιο, αναφέρει η JP Morgan Asset Management.
Τον περασμένο μήνα ο Πρόεδρος της Fed Μπεν Μπερνάνκι έδωσε την πρώτη επίσημη συνέντευξη τύπου της Ομοσπονδιακής Τράπεζας και δήλωσε ότι όχι μόνο θα ολοκληρωθεί η QE2 σύμφωνα με το πρόγραμμα, αλλά ότι δεν προβλέπεται άμεσα καμία κίνηση μείωσης της ρευστότητας στις αγορές.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, έως το τέλος Απριλίου είχαν καλυφθεί τα 400 δις δολάρια ΗΠΑ από το συνολικό ποσό των 600 δις που προβλέπει το πρόγραμμα.
Σε αυτό το διάστημα, η προσφορά του χρήματος Μ2 στις ΗΠΑ αυξήθηκε κατά 170 δις δολάρια. Χωρίς την QE2, όμως, η προσφορά του χρήματος θα είχε συρρικνωθεί κατά σχεδόν 230 δις δολάρια ΗΠΑ.
Εξάλλου, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Fed Νέας Υόρκης σχετικά με τα αποτελέσματα της QE2 ως προς τα επιτόκια, το πραγματικό επιτόκιο βραχυπρόθεσμου διατραπεζικού δανεισμού (Fed Funds) βρίσκεται σήμερα περίπου στο -2,6%, γεγονός που ίσως εξηγεί την αύξηση στους τίτλους που ενέχουν κίνδυνο. Το τέλος της QE2 είναι μάλλον απίθανο να αντιστρέψει αυτή την τάση, εκτός εάν η Fed αρχίσει να αποσύρει τη ρευστότητα, κάτι που σύμφωνα με τον κ. Μπερνάνκι δεν πρόκειται να συμβεί.