Κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς ετοιμάζουμε τη βασιλόπιτα, τη στολίζουμε με τον αριθμό της νέας χρονιάς και μέσα της κρύβουμε ένα φλουρί, το οποίο πιστεύεται ότι φέρνει γούρι σε όποιον το κερδίσει. Γιατί συντηρούμε χρόνια τώρα αυτό το έθιμο με πίστη και πραγματική αφοσίωση; Κι από πού μας έρχεται;
Σύμφωνα με την παράδοση (που μας πάει περίπου 15 αιώνες πίσω), η… ευθύνη για το έθιμο αποδίδεται εξ ολοκλήρου στον αφιλοχρήματο και ανθρωπιστή επίσκοπο της Καισάρειας στην Καππαδοκία Μέγα Βασίλειο, ο οποίος υπήρξε θρησκευτικός άρχοντας με πρότυπο φιλανθρωπικό έργο, πραγματική συμπόνια και μέριμνα για τους συνανθρώπους του, καθώς και λάτρης της ελληνικής φιλοσοφίας. Κατά μία εκδοχή της σχετικής παράδοσης (υπάρχουν δεκάδες παραλλαγές) ο επίσκοπος βρέθηκε σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση, όταν χρειάστηκε να αντιμετωπίσει τον θρασύ και άρπαγα έπαρχο της Καππαδοκίας:
Ο σκληρόψυχος άντρας απαίτησε από τον Μέγα Βασίλειο να του παραδώσει άμεσα όλο το χρυσάφι της πόλης, αλλιώς θα την πολιορκούσε με σκοπό την κατάκτηση και τη λεηλασία της. Ο Μέγας Βασίλειος προσευχόταν στον Θεό όλη τη νύχτα παρακαλώντας τον να σώσει την πόλη και τους ανθρώπους.
Όταν ξημέρωσε, ο έπαρχος κύκλωσε με τον στρατό του την πόλη και ζήτησε από τον επίσκοπο – ο οποίος βρισκόταν ακόμα στον ναό και προσευχόταν – να ικανοποιηθεί η απαίτησή σου, αλλά έλαβε την απάντηση ότι οι φτωχοί και πεινασμένοι κάτοικοι δεν είχαν τίποτα να του δώσουν.
Τα λόγια του Μεγάλου Βασιλείου θύμωσαν περισσότερο τον έπαρχο, ο οποίος τον προειδοποίησε πως θα τον εξορίσει πολύ μακριά από τον τόπο του. Τον απείλησε μάλιστα πως θα τον σκοτώσει, αν δεν υπακούσει στις εντολές του. Ακούγοντας τις απειλές οι χριστιανοί της Καισάρειας θέλησαν να βοηθήσουν τον αγαπημένο τους επίσκοπο. Μάζεψε λοιπόν ο καθένας ό,τι χρυσαφικό είχε στο σπίτι του και τα έβαλαν όλα σε ένα σεντούκι, το οποίο παρέδωσαν στον θρησκευτικό τους άρχοντα. Ο Μέγας Βασίλειος, αφού προσευχήθηκε ξανά για τη σωτηρία της πόλης, το παρέδωσε στον έπαρχο.
Και τότε έγινε το θαύμα! Όταν ο έπαρχος άνοιξε το σεντούκι κι ακούμπησε τα χέρια του πάνω στα χρυσαφικά, εμφανίστηκε μία λάμψη κι αμέσως μετά ένας λαμπρός καβαλάρης που χίμηξε με τον στρατό του πάνω στον στρατηγό και τους ανθρώπους του αφανίζοντάς τους. Ο ολόλαμπρος καβαλάρης λέγεται ότι ήταν ο Άγιος Μερκούριος και οι στρατιώτες του άγγελοι.
Χρυσάφι έδωσες, χρυσάφι θα λάβεις πίσω
Μετά την ανέλπιστη σωτηρία της Καισάρειας ο Μέγας Βασίλειος βρέθηκε πάλι σε προβληματισμό. Έπρεπε να επιστρέψει τα χρυσαφικά στους κατοίκους και μάλιστα να πάρει ο καθένας ό,τι του ανήκε. Δεν έπρεπε να αδικηθεί κανείς. Αλλά αυτό ήταν πολύ δύσκολο. Τότε παρακάλεσε πάλι τον Θεό να τον βοηθήσει κι Εκείνος του έδωσε φώτιση και λύση.
Ο επίσκοπος φώναξε τους βοηθούς και τους διακόνους και τους ζήτησε να ζυμώσουν μικρά ψωμιά βάζοντας μέσα στο καθένα από αυτά λίγα χρυσαφικά. Όταν τα ετοίμασαν, τα μοίρασε στους ανθρώπους της πόλης σαν ευλογία. Όλοι οι κάτοικοι απόρησαν στην αρχή, στη συνέχεια όμως η απορία μετατράπηκε σε έκπληξη όταν, κόβοντας η κάθε οικογένεια το ψωμάκι της, έβρισκε μέσα τα δικά της χρυσαφικά.
Από τότε η πρώτη ημέρα του χρόνου είναι ημέρα τιμής προς τον Άγιο Βασίλειο, ο οποίος λέγεται ότι απεβίωσε την 31η Δεκεμβρίου και ετάφη την 1η Ιανουαρίου του έτους 379. Η μνήμη του γιορτάζεται με πρωταγωνίστρια τη γνωστή βασιλόπιτα με το φλουρί, για να μας θυμίζει το μικρασιατικό αυτό θαύμα που έρχεται από τα παλιά.
Πώς κόβουμε τη βασιλόπιτα;
Το πρώτο κομμάτι του Παντοκράτορος, το δεύτερο του Χριστού, το τρίτο της Παναγίας, το τέταρτο του Αϊ-Βασίλη, το πέμπτο του σπιτιού, το έκτο του νοικοκύρη, το έβδομο της νοικοκυράς και ακολουθούν τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας κατά φθίνουσα σειρά ηλικίας, έστω και αν δεν είναι παρόντα. Και οπωσδήποτε ένα κομμάτι για τον φτωχό και (στα χωριά) ένα για τα ζώα και ένα για τα σπαρτά. Το κόψιμο της βασιλόπιτας στην Ελλάδα αποτελούσε πάντα μια μικρή ιεροτελεστία ακολουθώντας συγκεκριμένους κανόνες.
Η παραδοσιακή πίτα
Από τα παλιά χρόνια τα καλύτερα υλικά (αλεύρι, λάδι, ζάχαρη, μυρωδικά, ξηροί καρποί) ζυμώνονταν από τα χέρια της νοικοκυράς για να φτιαχτεί η παραδοσιακή βασιλόπιτα, η οποία σε κάποιες περιοχές είχε σχήμα κουλούρας. Την επιφάνειά της κοσμούσαν ένας μεγάλος σταυρός, ο αριθμός της νέας χρονιάς, καθώς και διάφορα στολίδια κεντημένα με το πιρούνι, αληθινά καλλιτεχνήματα. Πατροπαράδοτη ήταν επίσης και η αλμυρή εκδοχή της πίτας με γέμιση από κρέας, τυρί ή λαχανικά.
Τα κρυμμένα καλούδια
Στο πρόσφατο παρελθόν καθήκον της νοικοκυράς σε διάφορα μέρη της Ελλάδας ήταν να κρύψει στη βάση της βασιλόπιτας, εκτός από ένα χρυσό ή ασημένιο νόμισμα, μικρά γεωργικά και ποιμενικά σύμβολα, συνήθως τυλιγμένα σε μικρά χαρτάκια: Ένα κομματάκι άχυρο για τα μουλάρια, ένα φύλλο από πουρνάρι για τα γίδια, σπυριά από καλαμπόκι για τις αγελάδες, τριφύλλι για τα πρόβατα, ρίγανη για τα μελίσσια.
Σε όποιον έπεφτε το νόμισμα, θα ήταν ο τυχερός της χρονιάς, όποιος έπαιρνε το άχυρο θα γινόταν καλός γεωργός, όποιος έπαιρνε το φύλλο πουρναριού καλός τσοπάνος κ.ο.κ. Στην αλμυρή πίτα έβαζαν ακόμα ένα κομματάκι από κληματόβεργα, ένα κοτσανάκι ελιάς και ένα κλαδάκι κρανιάς (σύμβολο υγείας), που έπεφταν στα κομμάτια των τυχερών της οικογένειας.
Σταύρωμα με το μαχαίρι
Η κοπή της πίτας γινόταν με ευλάβεια από τον νοικοκύρη του σπιτιού (τον παππού ή τον πατέρα), ο οποίος πριν την κόψει τη στριφογύριζε τρεις φορές στο όνομα της Αγίας Τριάδας. Στη συνέχεια τη σταύρωνε ευλαβικά τρεις φορές με το μαχαίρι και άρχιζε να κόβει τα κομμάτια με τη σειρά που αναφέρθηκε προηγουμένως. Και επειδή είμαστε πληθωρικοί χαρακτήρες, σε κάποια μέρη της Ελλάδας έκοβαν δύο πίτες: Μια γλυκιά μεταμεσονύκτια, στην αλλαγή του χρόνου (για να τους φέρει γλυκές ημέρες) και μια αλμυρή στο γιορταστικό μεσημεριανό πρωτοχρονιάτικο τραπέζι (για υγεία και ευτυχία).