Οι εκτιμήσεις για την ελληνική οικονομία από τους ειδικούς τής Τράπεζας…ΕΤΕ: Γιατί πέφτουν μόνο οι μισθοί και όχι οι τιμές στην Ελλάδα

Δυσμενείς συγκυριακές επιδράσεις καθώς και διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της οικονομίας που τώρα αρχίζουν να αλλάζουν, αντανακλά, σύμφωνα με την Εθνική Τράπεζα, η αργή μείωση των τιμών στη χώρα μας.

Σύμφωνα με τους οικονομολόγους της τράπεζας, σε αντίθεση με την ταχεία προσαρμογή στο κόστος εργασίας, οι τιμές καταναλωτή επέδειξαν αξιοσημείωτη ακαμψία εμφανίζοντας ακόμη και ανοδικές τάσεις, και μόνο το 2012 άρχισαν να εμφανίζονται κάποιες πρώτες ενδείξεις σταθεροποίησης και μείωσης, οι οποίες ήταν πιο εμφανείς σε συγκεκριμένους κλάδους της οικονομίας – ειδικά σε τομείς υπηρεσιών.

Σε μακροοικονομικό επίπεδο, οι βασικότεροι λόγοι που συντήρησαν τις πληθωριστικές πιέσεις κατά τη διάρκεια της τελευταίας τριετίας, σχετίζονται κυρίως με την επίδραση των αυξήσεων του ΦΠΑ και των φόρων κατανάλωσης, την αύξηση των τιμών ενέργειας και την ανοδική πορεία των τιμών των εισαγόμενων καταναλωτικών αγαθών και πρώτων υλών.

Συγκεκριμένα οι αυξήσεις στο ΦΠΑ και στους φόρους κατανάλωσης (καυσίμων, οινοπνευματωδών και καπνού) πρόσθεσαν περίπου 2,5 ποσοστιαίες μονάδες στο μέσο πληθωρισμό της περιόδου 2010-2011 παρά το γεγονός ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις απορρόφησαν σχεδόν το 20% των φορολογικών αυξήσεων.

Το ενεργειακό κόστος

Οσον αφορά την επίδραση των τιμών ενέργειας, διαπιστώνεται ότι η αυξητική τάση των τιμών του πετρελαίου πρόσθεσε 0,8% ετησίως (χωρίς την επίδραση των φόρων) στο μέσο πληθωρισμό κατά την ίδια περίοδο.

Η επίδραση αυτή είναι σημαντικά υψηλότερη από τον μέσο όρο της ευρωζώνης (0.45% περίπου) και αντανακλά τον υψηλό βαθμό εξάρτησης από εισαγωγές πετρελαίου (περίπου 35% υψηλότερο από τον μέσο όρο της ευρωζώνης).

Οι ανωτέρω παράγοντες μπορούν να θεωρηθούν, κατά βάση, εξωγενείς, με παροδικές ή συγκυριακές επιδράσεις στον πληθωρισμό, αν και η επίπτωση στο επίπεδο τιμών και στην ανταγωνιστικότητα τείνει να είναι μόνιμη (βλ. αυξήσεις φόρων).

Χωρίς αυτές τις επιδράσεις, ο μέσος πληθωρισμός μεταξύ 1ου τριμήνου 2010 και 2ου τριμήνου 2012 θα είχε διαμορφωθεί σε οριακά αρνητικό επίπεδο αντί +3.3% που ήταν στην πραγματικότητα.

Η ρηχή παραγωγική βάση

Αναφορικά με τους πιο διαρθρωτικούς παράγοντες που επιδρούν στις τιμές καταναλωτή εκτιμάται ότι είναι ιδιαίτερα σημαντική, ειδικά στην τρέχουσα συγκυρία, η πληθωριστική επίδραση που ασκούν οι τιμές των εισαγόμενων αγαθών (εκτός ενέργειας).

Η ρηχή παραγωγική βάση της ελληνικής οικονομίας αντανακλάται στη σημαντική εξάρτηση από εισαγωγές τελικών καταναλωτικών αγαθών (εξαιρουμένων των διαρκών καταναλωτικών αγαθών) που αντιστοιχούν στο περίπου 9% του σταθμισμένου καλαθιού αγαθών και υπηρεσιών του ΔΤΚ και στο 6.7% του ΑΕΠ).

Ομως, ο εισαγόμενος πληθωρισμός δεν επιδρά μόνο μέσω των εισαγωγών τελικών καταναλωτικών αγαθών, αλλά και μέσω των τιμών των εισαγωγών ενδιάμεσων αγαθών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή βασικών καταναλωτικών αγαθών (τρόφιμα, φάρμακα, ένδυση, εξοπλισμός κτλ.) και οι οποίες ανέρχονται σε 11,5 % του ΑΕΠ του 2012 (το υψηλότερο ποσοστό στην ευρωζώνη, διορθώνοντας για το τμήμα των εγχωρίως παραγόμενων αγαθών που χρησιμοποιούν εισαγωγές και εν συνεχεία εξάγονται ή επανεξάγονται με χαμηλό βαθμό μεταποίησης).

Οι παρενέργειες των εισαγωγών

Οι τιμές των ανωτέρω κατηγοριών εισαγωγών – που προσδιορίζονται εξωγενώς – δεν ασκούσαν στο παρελθόν πληθωριστικές επιδράσεις καθώς ο μέσος ρυθμός ανατιμήσεών τους υπολειπόταν του υψηλού εγχώριου πληθωρισμού.

Σήμερα όμως που κυριαρχούν αποπληθωριστικές τάσεις στο εσωτερικό, η έμμεση και άμεση επίδραση του εισαγόμενου πληθωρισμού καθυστερεί τη διόρθωση των τιμών καθώς ο εισαγόμενος πληθωρισμός είναι σταθερά θετικός και υψηλότερος από τον εγχώριο.

Είναι αξιοσημείωτο ότι το ποσοστό στο ΑΕΠ εισαγωγών βασικών καταναλωτικών αγαθών τόσο για τελική κατανάλωση όσο και πρώτων υλών και ενδιάμεσων αγαθών που προορίζονται για παραγωγή καταναλωτικών αγαθών, έχει μειωθεί ελάχιστα ως ποσοστό του ΑΕΠ (από 13.8% μέσο όρο την τελευταία δεκαετία σε 12.7% το 1ο εξάμηνο του 2012) σε αντίθεση με άλλες κατηγορίες εισαγωγών όπως κεφαλαιακά αγαθά, διαρκή καταναλωτικά αγαθά και πρώτες ύλες (για παραγωγή βιομηχανικών αγαθών) που η συρρίκνωση του ποσοστού τους ξεπερνά το 50% ή τις 6 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.

Πράγματι, η εγχώρια παραγωγική δομή, η οποία χαρακτηρίζεται από μια περιορισμένη μεταποιητική βάση, με σχετικά χαμηλή εγχώρια προστιθέμενη αξία (που αντανακλώνται στον υψηλότερο λόγο στην ευρωζώνη μεταξύ αξίας εισαγόμενων πρώτων υλών και ενδιάμεσων αγαθών ως προς την εγχώρια προστιθέμενη αξία), αντιμετωπίζει ένα υψηλό ποσοστό εισαγόμενου ανελαστικού κόστους παραγωγής.

Ερχεται μείωση 5%

Οπως τονίζει η Εθνική Τράπεζα, παρά τη δυσμενή επίδραση των προαναφερόμενων παραγόντων η αποπληθωριστική διαδικασία έχει αρχίσει να αποκτά δυναμική στην ελληνική οικονομία αν και η πρόοδος είναι ακόμη δυσδιάκριτη σε επίπεδο καταναλωτή.

Η επιταχυνόμενη μείωση του εργασιακού κόστους – που εκτιμάται ότι χρειάζεται σχεδόν 1,5 χρόνο να μετακυλιστεί στις τελικές τιμές – σε συνδυασμό με τη συρρίκνωση των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων, και τις ευνοϊκότερες τάσεις σε άλλα συστατικά του κόστους παραγωγής, αναμένεται να επιτρέψουν την ταχύτερη αποκλιμάκωση των τιμών καταναλωτή την επόμενη διετία.

Είναι ενδεικτικό ότι στον τομέα των υπηρεσιών στον οποίο οι επιδράσεις από τις τιμές εισαγωγών και ενέργειας είναι συγκριτικά περιορισμένες, οι μειώσεις τιμών είναι ήδη εμφανείς, (οι τιμές τουριστικών υπηρεσιών, εκπαίδευσης, ιατρικών υπηρεσιών σημείωσαν μέση ετήσια κάμψη της τάξης του 1.9% τα τελευταία 3 τρίμηνα ), ενώ η ταχεία μείωση των τιμών σε κατηγορίες υπηρεσιών που αποτελούν σημαντικά τμήματα της δομής κόστους των ελληνικών μεταποιητικών επιχειρήσεων (όπως μεταφορές, αποθήκευση, λογιστικές συμβουλευτικές και νομικές υπηρεσίες των οποίων οι τιμές μειώθηκαν, σε ετήσια βάση, κατά 6% περίπου, κατά μέσο όρο, το πρώτο εξάμηνο του 2012) θα διευκολύνει την περαιτέρω προσαρμογή των τιμών.

Και στις δύο περιπτώσεις, οι πιο ανταγωνιστικές συνθήκες αγοράς έχουν παίξει σημαντικό ρόλο, τόσο εξαιτίας της ύφεσης όσο και των συγκεκριμένων διαρθρωτικών αλλαγών.

Η Εθνική Τράπεζα εκτιμά ότι οι τιμές καταναλωτή θα μειωθούν σωρευτικά κατά σχεδόν 5,0% περίπου την επόμενη διετία (παρά την νέα πληθωριστική επίδραση από την αύξηση της φορολογίας στο πετρέλαιο θέρμανσης και τις αναμενόμενες αυξήσεις στις τιμές ηλεκτρικού ρεύματος που θα προσθέσουν περίπου 0,6% ετησίως στο μέσο επίπεδο πληθωρισμού της περιόδου 2013-14).

Λαμβάνοντας υπόψη ότι κατά την ίδια περίοδο η αναμενόμενη συνολική αύξηση των τιμών στην ΕΕ θα διαμορφωθεί στο 4,5% περίπου η συνολική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας σε όρους τιμών θα υπερβεί πιθανότατα το 10% τη διετία 2013-14, επιτρέποντας στην ελληνική οικονομία να ανακτήσει σχεδόν εξολοκλήρου τις απώλειες της προηγούμενης δεκαετίας.

ΔΟΛ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.