Η διαδικασία εντασσόταν στο πλαίσιο της ετοιμασίας των προικιών των παιδιών
Παλαιότερα, ο λαός παρήγαγε τα απαραίτητα για την κατασκευή των ενδυμασιών υλικά, χρησιμοποιώντας την ακατέργαστη πρώτη ύλη, που ήταν κυρίως τα μαλλιά των αιγοπροβάτων. Στο Σπήλαιο, αλλά και γενικότερα στην περιοχή Γρεβενών, όπως και σε άλλες περιοχές της Ελλάδος, η κατασκευή των παραδοσιακών φορεσιών απασχολούσε τις μανάδες αμέσως μετά τη γέννηση των παιδιών τους.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, η διαδικασία αυτή, μάλιστα, εντασσόταν στο πλαίσιο της ετοιμασίας των προικιών των παιδιών. Κάθε γυναίκα, από πολύ μικρή ηλικία έπρεπε να μάθει – μεταξύ άλλων – και την κατεργασία του μαλλιού. Ήταν υποχρεωμένη, επίσης, να μάθει να γνέθει, να υφαίνει, να πλέκει, να ράβει, να κεντάει και, γενικά, να γνωρίζει να δουλεύει την ακατέργαστη πρώτη ύλη.
Όλη η ευθύνη για την επεξεργασία και παραγωγή των απαραίτητων για την κατασκευή των φορεσιών υλικών ήταν δική τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η οικοτεχνία να αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε, ειδικότερα στον τομέα της γυναικείας χειροτεχνίας και του κεντήματος, να δημιουργηθούν πραγματικά αριστουργήματα τέχνης.
Τα παραπάνω αναφέρει ο επίκουρος καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) Νικόλαος Βαβρίτσας, σε μελέτη του, στην οποία γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην παραδοσιακή φορεσιά του Σπηλαίου.
Η περιγραφή της φορεσιάς του Σπηλαίου βασίστηκε σε προσωπική έρευνα του κ. Βαβρίτσα τών τελευταίων χρόνων (1974 και μετά)και ειδικότερα στις προφορικές μαρτυρίες (συνεντεύξεις κατοίκων του χωριού), στα «κομμάτια» της αυθεντικής φορεσιές που βρίσκονται στα σπίτια Σπηλαιωτών, στο χωριό αλλά και σε άλλες πόλεις, και σε παλαιότερο φωτογραφικό υλικό (1915 και έπειτα), που υπάρχει στα σπίτια αρκετών Σπηλαιωτών.
Η διαδικασία αυτή, όπως δηλώνει ο ίδιος στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ακολουθούσε πιστά μια σειρά από διεργασίες που έπρεπε να λάβουν χώρα, ώστε να υπάρξει το ποθητό αποτέλεσμα.
Πρώτη από αυτές, εξηγεί, ήταν η συλλογή του μαλλιού με το κούρεμα των αιγοπροβάτων. Ακολουθούσε το πλύσιμο (ανάλογα με τις ανάγκες), το βάψιμο και στέγνωμα του μαλλιού, η διαλογή του, το «γριαίσιμο» και το λανάρισμα, το γνέσιμο στη ρόκα και τέλος το στρίψιμο σε νήμα και το μάζεμα σε κουβάρια.
Κατόπιν, το έτοιμο γνεσμένο νήμα, μαζεμένο σε κουβάρια, μεταφερόταν στην «ανέμη», για να δημιουργηθούν τα δυασίδια, από τα οποία δημιουργούνταν το στημόνι και τα υφάδια. Το υφάδι το μάζευαν μασούρια στο τσικρίκι, και εν συνεχεία το περνούσαν στη σαΐτα, έτοιμο για ύφανση στον αργαλειό, που δεν έλειπε από κανένα σπίτι.
Συνήθως, για μεγαλύτερη ευκολία, το μαλλί βαφόταν αφού είχε γίνει νήμα. Τα υφάσματα που ύφαιναν στον αργαλειό(αδίμιτα, κάλτσινα κ.ά.) τα πήγαιναν στα μαντάνια για να μπάσουν (σφίξουν) και να μαλακώσουν. Τα νεότερα χρόνια (18ος-19ος αιώνας), για την κατασκευή των φορεσιών χρησιμοποιούσαν, εκτός από τα οικοτεχνικά υφαντά και αγοραστά υφάσματα (στόφες, κατιφέδες και άλλα «εισαγόμενα» υλικά κατασκευής, τα οποία έρχονταν με τους κυρατζήδες στα πα-ζάρια, από τις μεγάλες πόλεις της Ευρώπης.
Παλιότερα, κάθε οικογένεια, στο διάστημα που μεσολαβούσε από τους αρραβώνες ως το γάμο έπρεπε να συμπληρώσει τις ελλείψεις και να ετοιμάσει όσα ρούχα δεν ήταν έτοιμα από πριν. Κάθε νύφη έπρεπε να έχει 4-5 τσιπούνια, 4-5 κάπες διαφορετικές, 5-6 φουστάνια, ποδιές και φλουριά, τα οποία θα τα είχε για όλη της τη ζωή. Αντίστοιχες ετοιμασίες γίνονταν και στο σπίτι του γαμπρού.
Οι γυναίκες του σπιτιού, βοηθούμενες και από συγγενείς ή φίλες που είχαν και την ιδιότητα της «μοδίστρας», έραβαν, έπλεκαν, ύφαιναν και κεντούσαν τις φούστες, τα εσώρουχα, τα μαντίλια, τις ποδιές, τα φουστάνια, τις φουστανέλες των ανδρών κ ά.
Για το ράψιμο των φορεσιών υπήρχαν τοπικοί ραφτάδες, που, έχοντας αναπτύξει πρωτόγονα εργαστήρια, εγκαθίσταντο στο σπίτι του ενδιαφερόμενου και κατασκεύαζαν τις απαραίτητες για το γάμο, αλλά και για τη μετέπειτα ζωή τους, φορεσιές. «Έναν μήνα – αναφέρεται χαρακτηριστικά στη μελέτη – έκαναν οι ραφτάδες σε ένα σπίτι. Τρεις τέσσερις ραφτάδες να ράβουν τα νυφιάτικα».
Συνήθως οι ραφτάδες έραβαν και διακοσμούσαν τα τσιπούνια (ανδρικά και γυναικεία), τα χολέβια, τα κοντέσια τα τσιαμαντάνια τις κάπες και τις μαλιωτάρες. Μεταξύ των τοπικών ραφτάδων του Σπηλαίου αναφέρονται οι: Γεώργιος Κολοβός, Θωμάς Αναγνώστου, Κώστας Βαβρίτσας, Νικόλαος Αρχοντούλης με τον Ανδρέα Κολοβό κ.ά. Τσαρουχάδες αναφέρονται οι: Χρήστος Βαβρίτσας (επί Τουρκίας), Ζήσης Σαρρής (1940 και μετά), Χρήστος Βήττος, Ιωάννης Ανδρέου, Νικόλαος Ταρλατζής, Γεώργιος Ράμμος κ.ά.
Από τα παραπάνω δεδομένα, τονίζει στη συνέχεια ο κ. Βαβρίτσας, δεν είναι δυνατόν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για τη χρονολογική της τοποθέτηση.
Αυτό γιατί παλαιότερα στοιχεία της, όπως είναι τα οικοτεχνικά υφαντά, τα κεντήματα κ.λπ., αναμιγνύονται με νεότερα (στόφες, κατιφέδες και άλλα εισαγόμενα υλικά κατασκευής), με αποτέλεσμα να προκαλούνται αλλαγές στη μορφολογία της.
Αυτό συνέβη, όταν η οικονομική ανάπτυξη περιοχών της Πίνδου, τον 18ο και κυρίως τον 19ο αιώνα, δημιούργησε αστικές αντιλήψεις και απαιτήσεις, με αποτέλεσμα την εξέλιξη της φορεσιάς από χωρική σε αστική, διατηρώντας βέβαια πολλά στοιχεία της παλιότερης παραδοσιακής μορφής.
Γενικά, διευκρινίζει, η φορεσιά του Σπηλαίου (αντρική και γυναικεία) μπορεί να χαρακτηριστεί «λιτή», χωρίς όμως να υστερεί σε λάμψη και λαμπρότητα (ιδιαίτερα η γιορτινή).
Η κατασκευή της ήταν προσεγμένη, χωρίς υπερβολές στα κεντήματα, τα στολίδια και τα χρώματα, με γνώμονα την πρακτικότητα και άνεση στις δουλειές και την προστασία από το κρύο.
Ο τρόπος ένδυσης όλων των κατοίκων ήταν περίπου ομοιόμορφος, χωρίς μεγάλες διαφοροποιήσεις. Ίσως οι πιο εύποροι να τη διακοσμούσαν λίγο περισσότερο, να έραβαν περισσότερες φορεσιές και να φορούσαν περισσότερα στολίδια, όμως και οι πιο φτωχοί προσπαθούσαν, στερούμενοι από άλλα αγαθά, να βελτιώνουν συνεχώς τον τρόπο ένδυσής τους.
Η παιδική και εφηβική φορεσιά
Αναφορά ο κ.Βαβρίτσας κάνει και στην παιδική και εφηβική φορεσιά. Μέχρι περίπου τα έξι χρόνια, αναφέρει, έως ότου τα παιδιά πάνε στο σχολείο, η παιδική φορεσιά (αγοριών κοριτσιών) αποτελούνταν από ένα είδος φούστας, τις ποδιούλες ή φουστανάκια.
Ήταν απλή, σκουρόχρωμη και εξασφάλιζε αφ’ ενός μεν την προστασία από το κρύο, αφ’ ετέρου δε την άνεση στο παιχνίδι.
Οι ποδιούλες για παιδιά, όπως ονομάζονταν, κατασκευάζονταν από υφάσματα υφαντά στον αργαλειό ή έτοιμα βαμβακερά. Αποτελούνταν από το κορμούλι, στο επάνω μέρος, ενωμένο με φούστα, πιασμένο στη μέση με ζούνα.
Τις ποδιούλες τις φορούσαν πάνω από τη μάλλινη φανέλα και έφταναν λίγο κάτω από το γόνατο. Στα πόδια φορούσαν πλεχτές μάλλινες κάλτσες και παπούτσια (κορδέλια).
Τα αγόρια από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού και μέχρι την εφηβεία, κατά την οποία φορούσαν την αντρική μαύρη φορεσιά, φορούσαν πουκάμισο σκουρόχρωμο, που έφτανε λίγο πιο πάνω από τα γόνατα. Είχε στενά μανίκια και παπαδίστικο γιακά. Στη μέση ήταν πιασμένο με ζούνα.
Στο κάτω μέρος του σώματος φορούσαν κιλότα, είδος υφαντού, μάλλινου, κοντού παντελονιού (λίγο πιο κάτω από το γόνατο). Ήταν φαρδύ στους μηρούς, στενό στα γόνατα, και κατέληγε μέσα στις μακριές μάλλινες κάλτσες. Ανάλογα με την εποχή φορούσαν μόνο κοντό παντελόνι με πλεχτή μπλούζα ή πουκάμισο. Το χειμώνα φορούσαν υφαντό μάλλινο σακάκι. Στα πόδια φορούσαν παπούτσια (κορδέλια), ενώ στο κεφάλι δεν φορούσαν τίποτα.
Τα δε κορίτσια της ίδιας ηλικίας και μέχρι την εφηβεία, φορούσαν τα «φουστανούλια», που ήταν ένα είδος υφαντού μάλλινου ή βαμβακερού πουκαμίσου που έμοιαζε με φόρεμα. Φορούσαν επίσης γκορνούλες και ζακέτες. Στα πόδια φορούσαν μάλλινες κάλτσες και παπούτσια.
Newsbeast.gr, ΑΠΕ – ΜΠΕ