Υπέροχες ιστορίες προσωπικής επιμονής και εταιρικής επιτυχίας!
Ένα από τα πράγματα που κληροδότησε η Αμερική στη Δύση είναι το πρόχειρο φαγητό.
Είτε το αγαπά κανείς είτε όχι, το φαστ φουντ άλλαξε άρδην τις διατροφικές συνήθειες των πολιτών της Δύσης γεννώντας ένα κοινωνικό και πολιτισμικό φαινόμενο που ήδη από την αρχή φαινόταν ότι έχει έρθει για να μείνει.
Κι αν η ιστορία του παγκόσμιου μεγαθήριου του φαστ φουντ, των McDonald’s και των γραμμών παραγωγής του, παραείναι γνωστή και προβεβλημένη, εξίσου μοναδικές ιστορίες έχουν όλες οι μεγάλες αλυσίδες πρόχειρου φαγητού, υπογραμμίζοντας την αμερικανική συνεισφορά στο φαγητό των λαών της οικουμένης…
Wendy’s
Ο ιδρυτής των Wendy’s, Ρεξ Ντέιβιντ Τόμας, γεννήθηκε το 1932 στο Ατλάντικ Σίτι του Νιου Τζέρσεϊ για να ζήσει την τραγωδία από μικρός: η μητέρα του τον παράτησε και μέχρι να φτάσει στην ηλικία των 10 ετών είχε ήδη αλλάξει δυο-τρεις ανάδοχες οικογένειες. Ο κοντινότερος άνθρωπός του ήταν η νέα του γιαγιά, η οποία ένα από τα πράγματα που του έμαθε είναι ότι ο κύκλος είναι το χειρότερο σχήμα, γι’ αυτό και τα μπέργκερς των Wendy’s είναι τετράγωνα!
Όταν έφτασε στα 12, ο Τόμας έπιασε δουλειά σε εστιατόριο και κατόπιν παράτησε το σχολείο για να αφοσιωθεί στα ψηστικά του καθήκοντα. Αφού επέστρεψε και από τη θητεία του στον Πόλεμο της Κορέας, έμαθε ότι το παλιό αφεντικό του είχε πάρει το franchise των Kentucky Fried Chicken, κι έτσι πήγε να μαθητεύσει δίπλα του. Αργότερα απέκτησε και ο ίδιος μερικά εστιατόρια της αλυσίδας KFC, τα οποία μοσχοπούλησε κάποια στιγμή έναντι 1,5 εκατ. δολαρίων.
Ο Τόμας παραπονούνταν όμως διαχρονικά ότι δεν υπήρχε ούτε ένα καλό μπεργκεράδικο στο Κολόμπους του Οχάιο όπου ζούσε, κι έτσι αποφάσισε να φτιάξει ένα σύμφωνα με τις προδιαγραφές του. Στις 15 Νοεμβρίου 1969 άνοιξε τις πύλες του το πρώτο Wendy’s, το οποίο πήρε το όνομά του από την κόρη του Μελίντα Λου, που ο ίδιος αποκαλούσε χαϊδευτικά Γουέντι. Η μικρή ήταν μάλιστα η μασκότ του μαγαζιού και οι πελάτες την έβλεπαν συχνά με τη στολή των υπαλλήλων να καλωσορίζει το κοινό στην πόρτα. Τα Wendy’s έπιασαν αμέσως και μέσα σε μια δεκαετία είχαν ανοίξει περισσότερα από 1.000 στα μήκη και τα πλάτη της Αμερικής.
Ο Τόμας αποσύρθηκε το 1982 από τις καθημερινές δραστηριότητες της φίρμας του και πλέον λειτουργούσε ως πρεσβευτής των Wendy’s στο εξωτερικό, ανεβάζοντας άρδην την απήχηση της αλυσίδας στην υφήλιο. Εμφανιζόταν μάλιστα σε όλα τα διαφημιστικά της εταιρίας του στη δεκαετία του 1990 και όλοι ήξεραν ποιος είναι. Ταυτοχρόνως, έγινε κήρυκας της υιοθεσίας και των δικαιωμάτων των ανάδοχων οικογενειών και ο πρόεδρος Μπους τον πήρε κοντά του για την προώθηση αυτού του σκοπού. Εξαιτίας μάλιστα της δικής του εκστρατείας, ο Μπιλ Κλίντον εκχώρησε το 1996 φοροαπαλλαγές στις ανάδοχες οικογένειες, όπως το ήθελε ο Τόμας, ο οποίος πέθανε τον Ιανουάριο του 2002…
Burger King
Μέχρι το 1952, τα McDonald’s του Σαν Μπερντίνο της Καλιφόρνια είχαν γίνει τόσο δημοφιλή που πολλοί Αμερικανοί ταξίδευαν ως εκεί για να δοκιμάσουν τις λιχουδιές του. Πολλοί εντυπωσιάζονταν μάλιστα από τη λειτουργία τους και έκαναν τα δικά τους σχέδια για κάτι αντίστοιχο και μεταξύ αυτών ήταν και οι Μάθιου Μπερνς και Κιθ Κράμερ.
Ο Μπερνς ήταν αυτός που κάλεσε τον θετό του γιο Κράμερ στην Καλιφόρνια για να επισκεφτεί τα McDonald’s, μιας και ο τελευταίος λειτουργούσε ένα εστιατόριο στη Φλόριντα και ήθελε να του δείξει έναν άλλο τρόπο παραγωγής. Οι δυο άντρες εντυπωσιάστηκαν από την ταχύτητα μαγειρέματος και σερβιρίσματος της γραμμής παραγωγής των McDonald’s και αμέσως επικοινώνησαν με έναν κατασκευαστή εξοπλισμού κουζίνας για να τους φτιάξει τη δική τους ιδέα: μία μηχανή που να παράγει πολλά μιλκ σέικ ταυτοχρόνως και μια δεύτερη που θα μπορούσε να βράζει 400 μπιφτέκια την ώρα.
Κι έτσι το 1953 οι δυο άντρες ξεκίνησαν τη δική τους φαστ φουντ περιπέτεια στο Τζάκσονβιλ της Φλόριντα που είπαν Insta-Burger King, από το όνομα της μηχανής που έβραζε τα μπέργκερ (Insta-Broiler). Πουλούσαν μπέργκερ και μιλκ σέικ έναντι 18 σεντς και όλα έμοιαζαν συγκρατημένα ευνοϊκά. Την επόμενη χρονιά, πούλησαν τα δικαιώματα του franchise σε δυο απόφοιτους του περίφημου πανεπιστημίου Κορνέλ, τους Ντέιβιντ Έντγκερτον και Τζέιμς ΜακΛαμόρ, οι οποίοι άνοιξαν μια σειρά από καταστήματα στο Μαϊάμι, αν και αυτοί δεν έβγαζαν μία.
Παρά τη συμφωνία, οι νέοι ιδιοκτήτες άλλαξαν την επωνυμία σε Burger King, ξεφορτώθηκαν τον βραστήρα μπιφτεκιών και τον αντικατέστησαν με μηχανή ψησίματος. Ταυτοχρόνως, εγκαινίασαν ένα νέο μπέργκερ, το Whopper, το οποίο ήταν ωστόσο κατά πολύ ακριβότερο (35 σεντς) από τα 15 σεντς του μπέργκερ των McDonald’s. Παρά την αλμυρή τιμή του, το νέο μπέργκερ αποδείχτηκε ακαταμάχητο και έγινε το σήμα-κατατεθέν της φίρμας!
Μέχρι το 1959, τα Insta-Burger King των αρχικών ιδιοκτητών παράδερναν οικονομικά, κι έτσι εξαγοράστηκαν από τα Burger King των Έντγκερτον και ΜακΛαμόρ, οι οποίοι από το 1961 άρχισαν να προωθούν ιδανικά τη φίρμα τους στις ΗΠΑ. Αποτέλεσμα; Μέχρι να πουλήσουν τα Burger King στην Pillsbury το 1967 έναντι 18 εκατ. δολαρίων, η αλυσίδα μετρούσε ήδη 274 καταστήματα στην Αμερική. Σήμερα είναι η δεύτερη μεγαλύτερη αλυσίδα φαστ φουντ του κόσμου, πίσω μόνο από το μεγαθήριο των McDonald’s…
Subway
Τα σαντουιτσάδικα Subway ξεκίνησαν την περιπέτειά τους το 1965, όταν ο 17χρονος Φρεντ ΝτεΛούκα έπεισε τον οικογενειακό φίλο, δρ. Πίτερ Μπακ, να του εμπιστευτεί 1.000 δολάρια με τη μορφή επένδυσης. Γιατί όπως τον είχε συμβουλεύσει ο δρ. Μπακ, καλό θα ήταν να άνοιγε ένα μαγαζάκι ώστε να μπορεί να πληρώνει τα δίδακτρα της ιατρικής σχολής που σκόπευε να πάει ο έφηβος. Κι έτσι στις 28 Αυγούστου 1965 ο ΝτεΛούκα άνοιξε στο Μπρίτζπορτ του Κονέκτικατ τις πύλες του καταστήματος που είπε Pete’s Super Submarines.
Σύντομα ωστόσο ανακάλυψε ότι στις ραδιοφωνικές διαφημίσεις η φίρμα του ακουγόταν κάπως σαν Pizza Marine, κι έτσι αποφάσισε να αλλάξει το όνομα σε Pete’s Subway και αργότερα σκέτο Subway. Το μαγαζάκι πήγαινε καλά και δέκα σχεδόν χρόνια αργότερα, ο ΝτεΛούκα άρχισε να πουλά τα δικαιώματα για το franchise, αν και τα πρώτα αυτά χρόνια η επέκτασή του δεν ήταν καθόλου εύκολη.
Κάποια στιγμή έκανε το μεγάλο άλμα προς τα εμπρός και από τα 16 καταστήματα που είχε μετά κόπων και βασάνων καταφέρει να ανοίξει ο συνολικός αριθμός εκτοξεύτηκε στα 200. Η μεγάλη στιγμή των Subway ήρθε το 1987, όταν έγινε κακός χαμός με δαύτα και έκτοτε περισσότερα από 1.000 καταστήματα άνοιγαν κάθε χρόνο. Από τα μέσα του 2015 μάλιστα, τα Subway είναι η μεγαλύτερη αλυσίδα του κόσμου σε όρους δικτύου καταστημάτων…
Domino’s
Ήταν το 1960 όταν τα αδέρφια Τζέιμς και Τομ Μόναχαμ αγόρασαν στο Ιψιλάντι του Μίσιγκαν μια συνοικιακή πιτσαρία που λεγόταν DomiNick’s δίνοντας τα 500 δολάρια που είχαν στην τσέπη προκαταβολή και κατόπιν άλλα 900 δολάρια που έπρεπε να δανειστούν. Ο Τομ είχε μεγαλώσει σε ανάδοχες οικογένειες και δεν είχε μία, γι’ αυτό και αγόρασαν την πιτσαρία με τον αδερφό του, μπας και βγάλουν κάνα φράγκο και μπορέσει ο πιτσιρικάς να πληρώσει τα δίδακτρά του στο τοπικό πανεπιστήμιο, καθώς ήθελε να γίνει αρχιτέκτονας.
Έπειτα από 15 λεπτά εντατικού σεμιναρίου από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη για το πώς φτιάχνεται η πίτσα(!), η πρώτη Domino’s της ιστορίας σιγοψηνόταν μέσα στον φούρνο. Οχτώ μήνες μετά, ο Τζέιμς πούλησε στον Τομ το μερίδιό του στην επιχείρηση και αποζημιώθηκε με το σαραβαλάκι Σκαραβαίο που χρησιμοποιούσαν για τα delivery. Όσο για το όνομα, όταν ο Τομ θέλησε αργότερα να επεκτείνει την επιχείρησή του, ο προηγούμενος ιδιοκτήτης, το μικρό όνομα του οποίου ήταν Dominick, δεν τον άφηνε να το χρησιμοποιήσει. Κι έτσι το άλλαξε σε Domino’s Pizza, έπειτα από τη δαιμόνια ιδέα του νέου ντελιβερά!
Η ιστορία της επιτυχίας της Domino’s είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα, καθώς πιτσαρίες υπήρχαν στις ΗΠΑ ήδη από το 1905 και η απήχησή τους είχε γενικευτεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο, όταν οι αμερικανοί φαντάροι βρέθηκαν στην Ιταλία και ήρθαν σε επαφή με την αυθεντική συνταγή της. Πώς κατάφερε λοιπόν ο Τομ Μόναχαμ με ένα μαθηματάκι 15 λεπτών να φτιάξει τη μεγαλύτερη αλυσίδα πίτσας παγκοσμίως; Ήταν το σύστημα παραδόσεων που έκανε την Domino’s να ξεχωρίζει, μια ιδέα που γεννήθηκε στον Τομ σε ένα σεμινάριο που παρακολούθησε με μεγαλοστελέχη των McDonald’s και KFC.
Επικεντρωμένη στο delivery, η Domino’s εισήγαγε μια σειρά από καινοτομίες που θα άλλαζαν μια για πάντα την αγορά της πίτσας, όπως ή ιδιαίτερη μέριμνα που έδειξε να σερβίρει το προϊόν της μέσα σε κομψό και σύγχρονο κουτί, εκεί στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Τα κουτιά της Domino’s μπορούσαν να στοιβάζονται το ένα πάνω στο άλλο και διέθεταν τρύπες εξαερισμού, κάτι που σήμαινε ότι ο ντελιβεράς μπορούσε να παραδίδει περισσότερες πίτσες τη φορά (εξίσου εντυπωσιακό ήταν το γεγονός ότι δεν πατένταραν ποτέ το κουτί).
Και βέβαια υπήρχε και η περιβόητη ρήτρα παράδοσης μέσα σε μισή ώρα από την παραγγελία, αλλιώς έπαιρνες την πίτσα δωρεάν. Σύμφωνα με τον Τομ, αυτή ήταν η κίνηση που έκανε την πίτσα του αχτύπητη, αν και μετά το 1993 σταμάτησε την προώθηση αυτού του χαρακτηριστικού λειτουργίας της, καθώς ένας ντελιβεράς πέρασε κόκκινο φανάρι και σκότωσε μια γυναίκα. Σήμερα η Domino’s είναι η μεγαλύτερη αλυσίδα πίτσας του πλανήτη, αν και στις ΗΠΑ κατατάσσεται δεύτερη, πίσω από την Pizza Hut. Όσο για τον Τομ, πούλησε το 1998 το μερίδιό του έναντι 1 δισ. δολαρίων!
Dunkin’ Donuts
Ο Γουίλιαμ Ρόζενμπεργκ παράτησε το σχολείο νωρίς νωρίς και πέρασε από πολλές δουλειές του ποδαριού, μέχρι να βρει τελικά στα 17 του θέση σε παγωτατζίδικο, όπου και πέρασε την επόμενη δεκαετία, φτάνοντας από ντελιβεράς να γίνει υπεύθυνος του καταστήματος. Μετά τον πρόλαβε ο Β’ Παγκόσμιος, όπου δούλεψε ως ηλεκτρολόγος σε χαλυβουργία, και κατόπιν εξαργύρωσε ένα ομόλογο πολέμου 1.500 δολαρίων και άνοιξε μια δική του εταιρία catering, δανειζόμενος άλλα 3.500 δολάρια από φίλους και γνωστούς.
Φορτηγάκια ωστόσο δεν μπορούσε να βρει για τη φίρμα του (Industrial Luncheon Services), κι έτσι αγόρασε καμιά δεκαριά ταξί, τα οποία και τροποποίησε ώστε να ανοίγουν από το πλάι: η καντίνα είχε γεννηθεί, το πρώτο μεγάλο βήμα του street food! Σύντομα ο στολίσκος του Ρόζενμπεργκ αριθμούσε 200 φορτηγά, όταν και ανακάλυψε ότι το 40% του τζίρου του προερχόταν από δύο μόνο αγαθά: τον καφέ και τα ντόνατ.
Κι έτσι άνοιξε το πρώτο καφέ και ντόνατς μαγαζί στο Κουίνσι της Μασαχουσέτης το 1948, ονομάζοντάς το Kettle Donuts. Δύο χρόνια αργότερα, το μετονόμασε σε Dunkin’ Donuts κι ένας θρύλος είχε γεννηθεί! Μιλάμε μάλιστα για μια εποχή που το franchise είτε ήταν απαγορευμένο ως εμπορική πρακτική σε πολλές πολιτείες είτε ήταν απλώς μια κατακριτέα επιχειρηματικά ενέργεια που απέκλειε τις εταιρίες από τη διαφήμιση και τη φιλοξενία σε μεγάλα Μέσα. Κι έτσι την ώρα που έδινε τη φίρμα του για franchise, ο Ρόζενμπεργκ και 16 ακόμα ιδιοκτήτες ίδρυαν την International Franchise Association ώστε να παλέψουν για την άρση των περιορισμών του franchise.
Ο ιδρυτής αποσύρθηκε το 1963 από τη φίρμα του, φέρνοντας στα πράγματα τον γιο του, αν και παρέμεινε ισοβίως ο κινητήριος μοχλός μιας αυτοκρατορίας που μετρά σήμερα παρουσία σε 36 χώρες και περισσότερα από 11.000 καταστήματα…
KFC
Ο διασημότερος ίσως ιδρυτής ενός από τα μεγαλύτερα franchise του κόσμου ήταν ο Χάρλαντ Σάντερς, περισσότερο γνωστός ως Συνταγματάρχης Σάντερς! Ο Χάρλαντ γεννήθηκε το 1890 σε κωμόπολη της Ιντιάνα και μπήκε στην κουζίνα ήδη από την ηλικία των 6 ετών, όταν έχασε τον πατέρα του. Η μητέρα του δούλευε ολημερίς, κι έτσι το εξάχρονο αγόρι ετοίμαζε κάθε μέρα το φαΐ για τα μικρότερα αδέρφια του. Μέχρι τα 12, είχε ήδη αποχαιρετίσει διά παντός το σχολείο και τώρα περνούσε από πάμπολλες δουλειές του ποδαριού, από τις οποίες έπαιρνε συνήθως πόδι!
Φτάνοντας στα 40 χρόνια της ζωής του, ο Σάντερς ήταν πια ιδιοκτήτης βενζινάδικου στο Κορμπίν του Κεντάκι και είχε τη δική του φαμίλια να ζει στο πίσω μέρος του μαγαζιού. Παντοτινός μάγειρας, έφτιαχνε καθημερινά το οικογενειακό φαΐ και σκέφτηκε τώρα να σερβίρει και μερικές μερίδες σε πεινασμένους πελάτες. Όσο για τη σπεσιαλιτέ του, ήταν το τηγανιτό κοτόπουλο.
Η συνταγή του Σάντερς έγινε τόσο δημοφιλής που ο τύπος παράτησε τις αντλίες και άνοιξε ένα μεγάλο εστιατόριο, το οποίο ήταν μονίμως φίσκα. Τώρα όμως αντιμετώπισε ένα νέο πρόβλημα: δεν προλάβαινε να φτιάχνει κοτόπουλο για όλα αυτά τα κοπάδια των πελατών! Κι έτσι μετέτρεψε μια χύτρα ταχύτητας σε φριτέζα, κάτι που έμελλε να αλλάξει εκ θεμελίων όλη τη βιομηχανία του φαστ φουντ.
Το ανάρπαστο κοτόπουλό του θα γίνει το πιο προβεβλημένο προϊόν του Κορμπίν του Κεντάκι, φέρνοντας χιλιάδες ταξιδιώτες κάθε χρόνο στην κωμόπολη, γι’ αυτό και θα τον βραβεύσει ο κυβερνήτης της πολιτείας με τον τιμητικό τίτλο του συνταγματάρχη. Αληθινός στρατιωτικός ο Σάντερς δεν υπήρξε ποτέ! Το 1952 αναγκάστηκε ωστόσο να το κλείσει το μαγαζί, καθώς ο νέος αυτοκινητόδρομος παραγκώνισε το χρυσωρυχείο του. Αυτός ήξερε όμως ότι είχε τη συνταγή της επιτυχίας στο χέρι, κι έτσι την εμπιστεύτηκε στον καλό του φίλο Πιτ Χάρμαν στο Σολτ Λέικ Σίτι της Γιούτα με τον όρο να παίρνει λίγα σεντς για κάθε κοτοπουλάκι που θα πουλούσε ο εστιάτορας.
Σύντομα αναρίθμητοι άνθρωποι θα χτυπούσαν την πόρτα του Σάντερς και εκείνος έδινε πρόθυμα τα δικαιώματα της συνταγής του έναντι 4 σεντς το κομμάτι. Παρά τα 66 χρόνια της ζωής του, τώρα όργωνε τα παραπαίοντα μικροεστιατόρια της εθνικής οδού πουλώντας τους το μυστικό της επιτυχίας. Ο Σάντερς αποδείχτηκε ιδιαιτέρως ικανός πωλητής του franchise του, μέχρι τον Ιανουάριο του 1964 τουλάχιστον, όταν ξεπούλησε τα δικαιώματά του έναντι 2 εκατ. δολαρίων και 40.000 δολαρίων σε ετήσιες απολαβές, αν και αρνήθηκε το μεγάλο μετοχικό πακέτο της συμφωνίας, προτιμώντας το μετρητό. Ο Σάντερς έφυγε από τη ζωή πλούσιος τον Δεκέμβριο του 1980, αν και δεν θα μπορούσε ποτέ να προβλέψει την κατοπινή πορεία του τηγανιτού του κοτόπουλου: τα KFC μετρούν σήμερα 19.000 καταστήματα στα μήκη και τα πλάτη της οικουμένης…
newsbeast